Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Τα δοξάρια της σελήνης

Αποτέλεσμα εικόνας για πανσέληνος

Στον σκληρό υμένα των άστρων
Εισέβαλε απόψε
Η φτερωτή της σελήνης
Και τα διακόρευσε
Έσβησε η πούλια
Κι η ζώνη του Ωρίωνα
Κρέμασε διάφανες πουκαμίσες στα βρεχάμενα
Άπλοια καράβια αφανισμένα
Οι λευκοί αστερισμοί
Σιωπηλά κρουστά του αχανούς
Οι μάγοι που αγγελοκρούονται
Έχει πανσέληνο απόψε
Και λάμπουν του ουρανού οι λιμένες κατάφωτοι
Μεθυσμένοι από τα μύρτα σου

Αδάμαντες θα σου φέρω
Να κόβεις τα σκοινιά των πειρατών
Αρχοντικά να πλέξεις σκαλί - σκαλί
Την ανεμόσκαλα της αντάμωσης
Εδώ θα είμαι
Στη σκιά των ναών και των αγαλμάτων
Με μια δάδα αναμμένη στο χέρι
Τη ψυχή σου να καλώ
Δρόμους να διανοίγω
Ανάμεσα στα καλόγνωμα δέντρα
Και στις ζεστές φυλλωσιές

Άκου τον ήχο των κυμάτων
Άκου τη σκαπάνη της νύχτας
Άκου τους τροχούς της σελήνης
Εσένα καλούν
Εσένα ελευθερώνουν
Μην αρνηθείς
Παραμύθια με νάνους και δράκους
Να πεις στο κοιμισμένο παιδάκι της πρώρας
Εκεί που αχειροποίητο θα ζει τ' όνομά σου
Ταξίδια να με πηγαίνει στο άχρονο

Μην μαρτυρήσεις το δρόμο
Στην κόρη της σελήνης
Και σ' ακολουθήσει
Χαλικάκια μην αποθέσεις στις πύλες
Και πλέγματα γίνουν αγκαθωτά
Μόνο εγώ να σε ξέρω
Μόνο εγώ να σ' αγαπώ
Βαθιά στο αίμα μου να σε φυλάω
Δική μου ανάσα και πληγή
Σαν πλατυτέρα των πόντων
Ψέματα να σου λέω
Φιλιά να σου κρατώ
Πλάι στη πανσέληνο να χορεύεις
Πλάι στη φωτιά να ξεχνιέσαι
Με ένα τίναγμα του χεριού σου
Τα ουράνια δοξάρια να στρέφεις στην αγκαλιά μου

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

σκαλοπάτια τιμής

Αποτέλεσμα εικόνας για τσιγγανόπουλα

Ο μικρός ο Χρήστος -τσιγγανόπουλο-
Έφερνε όλα τα μπακιρένια κέρματα στο μαγάζι
Ήταν η κυριακάτικη σοδειά του
Προτεταμένο το χέρι στα σκαλιά της εκκλησίας
Με την κρούση της πρώτης καμπάνας
Κατέφθανε κι η προσδοκία
Μεγάλες οι αγαθοεργίες των καλών χριστιανών
Λίγα μπακιρένια κέρματα μια μισή ματιά
Ένα στημένο χαμόγελο ένα σούρσιμο στο φόρεμα

Αετονύχης ο Χρήστος επέμενε
Διεκδικούσε λίγον άρτο αγιασμένο
Λίγο στάρι μ' ασημένια κουφετάκια
Αχ και να'χε λίγο ασήμι ατόφιο ένα εικοσαρικάκι
Βαρέθηκε τις άδειες φούχτες
Την όψη του λεμονιού στα πρόσωπα
Τα ακάνθινα νύχια των κυριών
Μα εκείνο που πιο πολύ τον χάλαγε
Ήταν η καντυλανάφτισσα που κερί
Με μπακιρένιο κέρμα δεν του έδινε ν' ανάψει
Κι ήταν σαν να λιώνει το λίπος όλης της γης
Πάνω στα αδύναμά του χέρια και να ταγκίζει
Καμένο λίπος σκουρόχρωμο σαν αγιογραφία βυζαντινή
Σκαμμένα μάγουλα σφιχτοί σιαγόνες
Δασιά φρύδια με την όψη της Φρίντας

Την ήξερε την Φρίντα
Με τα εκκεντρικά δάκτυλα;
Αποκλείεται
Σειρές τα κοσμήματα
Σειρές οι κατεστραμμένες αρθρώσεις
Αυτός απόστολος μιας άλλης αποστολής:
Το αχνογέλιο της μητέρας
Η μικρή αγαπητικιά με τους δέκα πόντους
Να εξέχουν στα παπούτσια των αγαθοεργιών
Το αχνιστό ψωμί τα σνακ κι οι ροζ καραμέλες

Μετά τη λειτουργία στο σχόλασμα
Πέρναγε απ΄το μαγαζί
Μετρούσε τα λάφυρα
Σαν να μετρούσε τα κουμπιά
Στο νυφικό φουστάνι της αγαπημένης
Μάζευε καλούδια για να'ναι αυτή ευτυχισμένη
Τις έδινε υποσχέσεις
Ένα καθαρό σπιτικό μια βρύση να στάζει ασημένια κουφετάκια
Κι ένα πίθηκο να στραγγίζει την αθλιότητα της λάσπης

Μια μέρα θα σε πάω στα Παρίσια κι όπου αλλού θες
Της έταζε
Στις πόλεις με το νέον και τους πλωτούς ποταμούς
Στους πύργους που γέρνουν και στα χρυσά καμπαναριά
Στο πουγκί τα μπακιρένια κέρματα
Ασημένια θα γίνουν κουφετάκια ατόφια
Αρκεί να πιάσουν τα μάγια του Αυγούστου
Αρκεί να δέσει το νήμα στον ομφαλό της ζωής
Και το χρέος κάποτε επιτελέσουν οι γραφές

Δεν νομίζεις πως τα φίδια μοιάζουν με μαστίγια;


Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

όπως κάθε απόγευμα


Κατάβρεξε το πάτωμα
Και βγήκε να πιει το τσάι της 
Στο μπαλκόνι 
Εκεί που στοίβαζε τις αναμνήσεις 
Μια πέτρα από την Πίνδο
Ένα βότσαλο από την Αλόννησο
Ένα αποξηραμένο νεραντζάνθι από την πατρίδα 
Μια βροχερή ημέρα στο ελατόδασος
Τότε που έσπασε η ομπρέλα της 
Και λιλά γέμισαν τα λακκώματα υφάσματα!

Έπινε το τσάι της 
Τι συνήθεια κι αυτή 
Να γλυκαίνει τον πόνο 
Με ατροφικές στιγμές;
Πάντα το προτιμούσε με γεύση βατόμουρου και μύρτιλου
Στις εξοχές κάποτε έφτιαξε 
Μιαν υπέροχη μαρμελάδα άγριου βατόμουρου
Συνήθειες υπεκφυγές σπαράγματα της ψυχής
Εγκιβωτισμένη στα τείχη 
Του σκιώδους πανικού 
Της γλυκιάς απόλαυσης 
Της αναίτιας επιστροφής

Κάθε απόγευμα γύρω στις έξι
Χωρίς αντίτιμο
Ανέβαινε μια νοητή σκάλα 
Τι καλά να αποσώνεις τις δουλειές
Και να επιχειρείς μιαν τέτοιαν ανάβαση
Απεκδύεσαι όλες τις απάτες του μυαλού
Στρέφοντας τον τροχό
Μιας χειράμαξας ονειρικής 

Εκεί στο μπαλκόνι 
Να χαριεντίζεται ο βασιλικός 
Με τον άνεμο 
Κι εσύ να βουλιάζεις τα δάκτυλα στο χώμα 
Σαν να περιμένεις τη διάνοιξη του σπόρου
Ή απλά σαν να θέλεις να μετρήσεις 
Στο ημερολόγιο της γης 
Με πόσες κοφτές ανάσες θα φτιάχνεις 
Τα αφεψήματά σου από εδώ και πέρα 
Στο μπαλκόνι που ο βοριάς 
Θα διεκδικεί καθημερινά από εσένα το ελάχιστο!

Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Οι ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο φίλος ποιητής Στρατής Παρέλης