Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Η άνυδρη γη

Ρόδισε η ανατολή αγάπη. 
Καθαρότατος προμηνύεται
να βγει σε λίγο ο ήλιος πίσω 
από τις λεύκες. 
Πάρε μαζί σου μια λάμα 
κοφτερή να σφάξουμε ένα 
σύννεφο την πορεία 
προς το φως να μην μας ανακόψει. 
Είναι τόσο όμορφες οι ώρες
οι πρωινές και φορούν
κατάσαρκα νέες ελπίδες. 
Ήσυχα και παράξενα είναι 
όλα γύρω. 
Το νυχτολούλουδο δες αφήνει
το νυχτοκάματο και πάει
να κοιμηθεί στο στενό ντιβάνι. 
Το σαλιγκάρι που σεργιάνιζε
στις χλωρασιές κρύφτηκε
στο καβούκι του εξαντλημένο. 
Η αργυρή σελήνη μάζεψε μια
φούχτα αχτίδες και σαν μωρά
τις αποκοιμίζει. 

Στο πέτρινο σπίτι κανείς
δεν ξύπνησε και κοίτα τους
πως στα όνειρα πηγαίνουν 
βουβοί στάζοντας δάκρυ 
κι ιδρώτα. 
Ακόμα κι η γάτα στο χαλί
χουζουρεύει ανυποψίαστη. 
Έλα εδώ με το πρώτο χάραμα. 
Είναι χρόνια που κοιμάμαι
ελάχιστα και διακαώς σε 
περιμένω φορώντας ένα
διάφανο ρούχο την ψυχή μου
να διαβάζεις. 

Σου έχω ετοιμάσει διπλό
καφέ όπως κάθε μέρα άλλωστε. 
Χρόνια γυρίζω το φλιτζάνι
σου και πάντα μια κερκόπορτα
βρίσκω στο δεξί χείλος. 
Πώς να την ανοίξω;
Τα κλειδιά μόνο εσύ τα κρατάς 
μέσα στο διπλωμένο μαντήλι
της οικοδομής μαζί με τα
μουσκεμένα μου φιλιά. 
Φρουρός του έρωτα γίνομαι. 
Την πόρτα ποτέ δεν σφαλίζω. 
Τα παράθυρα μισάνοιχτα τα
αφήνω. 
Και στην μάντρα που εσύ έχτισες 
τρεις μεγάλες πέτρες αφαίρεσα 
πέρασμα να βρίσκεις
να έρχεσαι εδώ μόνο για μένα. 

Έλα πριν ο ήλιος ανατείλει
και μας σκάψει τα μάγουλα βαθιά 
και το πηγούνι μας στραβώσει. 
Σε θέλω όμορφο. 
Σε θέλω αδάκρυστο κι ευθυτενή. 
Σε θέλω λουσμένο και καθαρό
με την πρωινή δροσιά στο λινό
σου σακάκι να μπαίνει. 
Να σε ακουμπήσω, να σε πιω
για μια στιγμή. 
Κοίτα το σώμα μου πόση
ξηρασία έχει μαζέψει. 

Τίποτα δεν φυτρώνει πάνω
του κι εγώ που αγαπούσα 
τόσο τα γιασεμιά και τις τουλίπες 
άλλο δεν έχω τώρα παρά 
μόνο μία άνυδρη γη. 
Εσύ ο γάργαρος καταρράκτης. 
Εσύ το νάμα κι ανοιχτή αρτηρία. 
Το πρώτο τρένο εσύ που χωρίς
αποσκευές θα μας πάει
στα μέρη εκείνα που κάθε μέρα
σχόλη έχουν. 
Σε περιμένω με δυο φιλιά στα
χείλη μοναδικό για σένα δώρο 
κι ύστατη απαντοχή.