Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Το πένθος της μαμάς

Η μαμά φόραγε πάντα το ίδιο μπεζ μπλουζάκι.
Όμορφο ρούχο, αμερικάνικο με γιακαδάκι
και τρία κουμπιά.
Τσίτα στο σώμα της αναδείκνυε τον πλούσιο
μπούστο της και την λεπτή της μέση.
Δεν άλλαζε ρούχο η μαμά, δεν μύριζε ο ιδρώτας της,
δεν πυορροούσε η καρδιά της.
Το έπλενε αποβραδίς για να το έχει καθαρό το πρωί.
Της πήγαινε πολύ η φρεσκάδα του.
Καμάρωνε δίπλα στους καθρέφτες, στις τζαμαρίες
και στο νερό της λεκάνης.
Εμείς της λέγαμε να αλλάξει, να δούμε κι αλλιώς
την εικόνα της, να φορέσει εκείνο το
φούξια πουκάμισο με αμυγδαλιά να μοιάζει.
Χαμογελούσε, μας χάιδευε τα μαλλιά κι έμενε
ακλόνητη στην επιλογή της.

Εγώ δυστροπούσα πιο πολύ απ' όλους.
Εκείνο το μπεζ μπλουζάκι, το τσιτωτό
με είχε κουράσει, το εχθρευόμουν.
Μια νύχτα που τα αστέρια δεν με άφηναν
να κοιμηθώ έκανα το μεγάλο βήμα
να καταστρέψω την μονότονη εικόνα της μαμάς
και να την δω επιτέλους να μοιάζει
σαν αμυγδαλιά ανθισμένη.
Ξετρύπωσα το ψαλίδι, κατέβασα το νωπό
ρούχο απ' το σκοινί της αυλής και σφιχτά
το κράτησα στα χέρια σαν να το νανούριζα.
Άρχισα να κόβω το ρούχο, δεν πρόσεξα
και αίμα ανάβλυσε από το πόδι μου.
Είχα κοπεί για τα καλά.
Ακόμα έχω αυτό το σημάδι σαν να ήθελε
μέσα από τον ύπνο της αυτή να με μαλώσει
ή να με εκδικηθεί.

Έδεσα το τραύμα μου πρόχειρα και συνέχισα
το καταστροφικό έργο μου.
Είχα μια κούκλα μονοπόδαρη που φορούσε
ένα πολύ φτηνό τσίτι, δεν μου άρεσε καθόλου.
Θα της έραβα ένα καινούργιο φόρεμα απ' το
κομματιασμένο μπεζ μπλουζάκι.
Όλη τη νύχτα πάλεψα με βελόνες, κλωστές, δακτυλήθρες.
Τα κατάφερνα πολύ στην ραπτική.
Έτοιμο το φόρεμα στα χέρια μου, χάρηκα
και το έβαλα στην μονοπόδαρη κούκλα μου.
Πόσο την άλλαξε δεν φαντάζεστε.
Μπούστο στητό, μέση δακτυλίδι, ώμοι γραμμένοι.
Πήγα για ύπνο με το ξημέρωμα έχοντας στο
πλάι του μαξιλαριού μου την κούκλα μου κι ένα
αίσθημα αυτάρκειας.

Η μαμά όταν ξύπνησε κι αντιλήφθηκε
την σκανταλιά μου δεν είπε τίποτα.
Βουβή η μαμά πάντα. μαζεμένη μαζί με τα
αμέτρητα οικογενειακά μυστικά.
Δεν ξέρω αν με συγχώρησε, δεν μου
ανάφερε τίποτα ποτέ.
Η μαμά πένθησε το μπεζ μπλουζάκι της
κι έκτοτε φόρεσε δια παντός μόνο μαύρα ρούχα.
Είχε πολλά μαύρα ρούχα από το ξόδι του αδερφού
μας κρυμμένα στο σαρακοφαγωμένο σεντούκι
Ούτε κουβέντα δεν έπαιρνε για εκείνο το φούξια
πουκάμισο που θα την έκανε να μοιάζει με
ανθισμένη αμυγδαλιά.

Την παρακάλεσαν τα αδέλφια μου αδίκως
Εγώ κρυβόμουν στον αχυρώνα παρέα με την κούκλα μου.
Μια μέρα δεν άντεξα μετάνιωσα και βγήκα.
Πήρα την μονοπόδαρη κούκλα και της την έδειξα.
Δεν είπε τίποτα.
Την ταρακούνησα, έκλαψα δυνατά, μαζεύτηκα
σε εμβρυακή στάση.
Δεν λύγισε παρά μόνο άρχισε να μου
χαϊδεύει τα μαλλιά και να μου πλέκει πλεξίδες.

Από εκείνη την στιγμή και πέρα οι ενοχές
ως σήμερα με παιδεύουν κι εφιάλτες μου γίνονται.
Ξέσπασα στο παιχνίδι μου με φρικτό τρόπο.
Πήρα την κούκλα, την ακρωτηρίασα,
απ' το πολύ γινάτι μου, και την παράχωσα
κάτω από την ανθισμένη αμυγδαλιά,
πλάι στην χαμένη εικόνα της όμορφης μαμάς μου.
Κράτησα μόνο το κομματιασμένο ύφασμα,
το αυτοσχέδιο φόρεμα που έμελλε
να γίνει η αρχή του πένθους για όλη την φαμίλια.