Πατέρα ακουμπάω τα
σκληρά σου χέρια.
Κοντά δάκτυλα ροζιασμένα,
νύχια ακανόνιστα
ποτισμένα στο χώμα.
Στην άργιλο, στο μαυρόχωμα
και στην ποταμίσια άμμο.
Δεν προλάβαινες πατέρα
στο νιπτήρα να πας.
Δεν απιστούσες της γης.
Δεν αποχωριζόσουν στιγμή
την πέτρα, το κλαδί, το τσαπί.
Σπόρος πατέρα νυμφεύτηκες
κάθε κόκκο χώματος
από τη μήτρα της μάνας
σου ακόμα.
Το μεγάλο νύχι δουλεμένο
ως το δέρμα, φαγωμένο
απ' τις ρίζες του σέλινου
κι από την επιμονή του χόρτου.
Σφιχτά ζητούσες να δένονται
τα ματσάκια πριν βγουν
στην αγορά και μπουν στη
παλάντζα πουγκί να γίνουν
για τη φτωχική σου τσέπη
και τροφή για τη χρεία της φαμίλιας.
Ακούραστος ανέβαινες
τ' αψήλου με τις φαρδιές
πατούσες σου.
Βοτάνιζες την αγριάδα, την
τσουκνίδα, την αντράκλα και
κι έτρωγες σμέουρα υπνωτισμένος.
Σε αγγίζω πατέρα.
Εικόνα σε βάζω στα βιβλία
που δεν γράφτηκαν και
ονοματοδοσία τους δίνω
παρατηρώντας προσεκτικά
την κοφτή ανάσα σου.
Όλοι σε επαινούν.
Όλοι σε θαυμάζουν.
Όλοι σε θέλουν.
Μονάχα εγώ σε μέμφομαι.
Κάνω να σε κοιτάξω, φεύγεις.
Κάνω να σου μιλήσω, χάνεσαι
στους Αγίους και στα
κλειστά ξωκλήσια.
Κάνω να σε μάθω,
μου ξεφεύγεις σαν την
ουρά του χαρταετού
στην επιφάνεια της λίμνης.
Όλα πατέρα θα τα δεχτώ.
Μα εκείνο το χαμόγελο σου
που τόσο με καταδιώκει
στείλτο μου εδώ για να διαβάζω
καθαρά τις κινήσεις στη σκακιέρα
της ζωής.
Χρεώθηκα πολλές ήττες πριν
ακόμα σχηματιστώ.