Που είσαι εσύ που με
προμήθευες μ' άστρα.
Που είσαι εσύ τώρα;
Έπεσε σκοτάδι και δεν
βλέπουν τα όνειρα μου
τη στράτα παραπέρα.
Σκοτεινά τ' όνειρα μου,
κοίτα, εφιάλτες γίνονται
και με φοβίζουν.
Δεν βρίσκω φως για να
τους φέξω και σκοντάφτουν.
Όλες οι πηγές μου
χαλασμένες κι ανενεργές.
Κάηκαν οι λύχνοι, έλιωσαν
τα κεριά κι εκείνο το
τσακμάκι του παππού
δεν ανάβει.
Φταίει που δεν τα πρόσεξα,
φταίει που δεν τα συντήρησα,
μα πάνω από όλα φταίει
η αυτάρκεια των προηγούμενων
ημερών.
Γιατί όπως και να το πεις
πάντα το μείζον κυνηγούσα
πάντα το υπερβατικό
με καθόριζε.
Όλα δυνατά κι όλα μεγάλα
σε μια ζήση υπερβάλλουσα.
Τώρα ηττημένη αποζητώ
λίγο να μου δοθεί φως.
Μα εσύ αμίλητος μένεις
μακριά μου κι αδιαφορείς.
Μια ολοσκότεινη νύχτα
σε είδα να περνάς κάτω
από το παραθύρι μου
και να σφυρίζεις.
Βγήκα να σε ανταμώσω
μα εσύ έφυγες τρέχοντας.
Ακατάδεκτος κοιτούσες
τ' αψήλου.
Ένα παιχνίδι θαρρώ
πως μου έπαιζες ή μήπως
λαθεύω;
Αν πρόσεξα καλά ένα
δισάκι φορούσες στον ώμο.
Βαρύ θα ήταν γιατί σαν να
έγερνες απ' την αριστερή
σου πλευρά.
Εκεί πιστεύω πως κρατάς
τον οπλισμό σου.
Το δίκαννο και τ' αστέρια σου.
Ολιγαρκής σε προσμένω
λίγα να μου μοιράσεις
άστρα.
Να πάψω να γυρίζω
σαν χαμένη στα καλντερίμια.
Να καθίσω στο παράθυρο
ξέγνοιαστη να σε θαρρώ
να έρχεσαι καμαρωτός
σαν ιππότης εποχής, τα
καλούδια σου να μου δίνεις
απρόσκοπτα.
Να σταματήσω πια
να πολιορκώ ουρανούς
ματαιόδοξους κι εχθρικούς.
Να ασφαλίσω τους μεντεσέδες
και με κοφτή την ανάσα
πλάι σου να υπάρξω.