Ο Φάνης ήταν γνωστός
στη γειτονιά σαν συνοδός
μεγάλων κυριών.
Για την Μάνια όμως ήταν
ο μεγάλος της έρωτας.
Θυμάται που παιδιά ακόμα
την έπαιρνε στην πίσω σέλα
του μπλέ ποδηλάτου και
την πήγαινε βόλτα στα σφαγεία
κι άλλοτε πάλι στην ακρογιάλια
με τα μπλε αρμυρίκια.
Ο Φάνης ορφάνεψε από μητέρα
όταν ήταν έντεκα ετών.
Ο πατέρας τον εγκατέλειψε,
γιαγιά δεν υπήρχε κι έτσι
ο Φάνης μεγάλωσε σε ίδρυμα
κι έγινε με την βούλα ο Φάνης
ο ορφανός καθώς και ο Φάνης
του ορφανοτροφείου.
Ο Φάνης δεν ξεπέρασε τον
χαμό της όμορφης μητέρας
του κι όταν βγήκε από το ίδρυμα
νομοτελειακά έγινε συνοδός
μεγάλων κυριών, δεν είχε
σκουριάσει βλέπεις μέσα του
η μνήμη της.
Η Μάνια ωστόσο τον αγαπούσε.
Ένα βράδυ τον κάλεσε σπίτι της.
Την επόμενη ο Φάνης της έδωσε
δακτυλίδι αρραβώνα.
Δεν πρόλαβαν να παντρευτούν.
Ο Φάνης βρέθηκε σφαγμένος
στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Μια ώριμη γυναίκα η κυρία
Αλίκη ανέλαβε την ευθύνη.
Στην απολογία της ισχυρίστηκε
πως της είχε φάει δυο σπίτια
στα χαρτιά.
Έτσι έγινε ο Φάνης
ο χαρτοπαίκτης.
Στην τελευταία του κατοικία
τον συνόδεψε μόνο η Μάνια.
Η συνοικία στα καφενεία έπαιζε
πρέφα και κουτσομπόλευε.
Ο Φάνης ο σφαγμένος ατίμασε
τη γειτονιά με τα χαΐρια του
κανείς δεν ήθελε να τον ξέρει.
Ο κύκλος των προσωνυμίων
του σταθερά ανέβαινε κι ας
ήταν κάτω από το χώμα.
Η Μάνια έφερε στον κόσμο
τον παράνομο καρπό τους.
Ποτέ δεν ξέχασε τον Φάνη.
Ο μικρός πήρε το όνομα του.
Φάνης ο τζούνιορ.
Τα παιδιά δεν τον έπαιζαν
στη γειτονιά κι οι γυναίκες
έφτυναν τον κόρφο τους
όταν τον συναντούσαν.
Ο μικρός λοιπόν συνέχισε
την παράδοση του πατέρα
κι απέκτησε γρήγορα ένα
προσωνύμιο που θα το
κουβαλούσε εσαεί και θα
τον περιθωριοποιούσε.
Έγινε ο Φάνης ο μπάσταρδος.
Ένας βαρύς χαλκάς στο πόδι
τον ακολουθούσε.
Μια υπόθεση άκρως
οικογενειακή τα προσωνύμια
και μια βαριά κατάρα για τη
γενιά του Φάνη που ποτέ δεν
πατάχθηκε.