Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Το αδιαίρετο σχήμα

Απ' όταν με εγκατέλειψες αγάπη μου
αρχηγός έγινες σε μια ξένη χώρα μακρινή.
Πολεμικός είναι ο λαός που διοικείς.
Τα σπίτια τους δεν έχουν αυλές και
με άπαρτα μοιάζουν φρούρια.
Οι άντρες μαύρες φοράνε στολές
κι ολημερίς γυαλίζουν τις μακριές
τους σπάθες.
Είναι λιγομίλητοι και λάβαρα τοποθετούν
ακούραστα στα απέραντα όρια της πατρίδας τους.

Εχθροί δεν πλησιάζουν, οι χάρτες πουθενά
δεν αναφέρουν την ύπαρξη της γης τους.
Απόμακρα έχουν βλέμματα όταν συνομιλούν
με τους θεούς τους.
Αποτρόπαιοι θεοί με μακριές γενειάδες ζητούν
συνεχώς θυσίες απ' τους πιστούς τους.
Διαλεκτά ζώα απ' την άγρια πανίδα τούς
προσφέρουν κάθε δεκάτη του μήνα.
Σε ανταμοιβή αυτοί τους δίνουν τη βροχή,
την καλή σπορά και την ισόβια γαλήνη.
Κανείς δεν πεινά.
Κανείς δεν σκοτώνεται.
Κανείς δεν αποστατεί.
Οι σπάθες τους και τα λάβαρα δεν γνωρίζουν
το αίμα παρά μόνο την δόξα.

Μελισσοκόμοι είναι και τη γη τους καλλιεργούν.
Φυτείες με στάρια και καλαμπόκια εκτείνονται
ως εκεί που βλέπει το μάτι.
Κίτρινες θάλασσες ανακατεμένες με το
κόκκινο της παπαρούνας.
Πάντα η σοδειά τους μεγάλη, ποτέ δεν
διαμαρτύρονται και το περίσσιο το δίνουν
στα πουλιά.
Γιατί αγαπάνε πολύ τα πουλιά και σιωπητήριο
ξεκινούν όταν αυτά κελαηδούν και σε στάση
προσοχής κάθονται.
Αυτά οι ορχήστρες τους.
Αυτά οι θούριοι τους.
Αυτά τα ποιήματα κι οι εωθινοί ύμνοι.

Οι γυναίκες άξιες είναι πολύ.
Ζουν στα άπαρτα φρούρια και με αμαζόνες
μοιάζουν.
Συνδράμουν με το αίμα τους, η ζήση να πάει
παραπέρα.
Πρώτες στο χωράφι, πρώτες στη συγκομιδή
και πρώτες στον έρωτα είναι.
Γεννούν σε μεγάλη ηλικία πολλά παιδιά
και τους νόμους καταργούν της φύσης.
Πάντα κάποιο μωρό θα θηλάζουν.
Ποτέ δεν αναπαύονται και στις ελεύθερες
ώρες τους ράβουν κάτι παράξενα, μεγάλα φυλακτά.
Τα φορούν οι άντρες τους και φτερά βγάζουν
στις φτέρνες.

Είναι ωραίες σαν νεράιδες παρά το
προχωρημένο της ηλικίας τους.
Μακριά έχουν μαλλιά, αβρά έχουν χέρια και
τα σαντάλια τους τα δένουν σε καλλίγραμμες
κνήμες.
Μία από αυτές είμαι κι εγώ τώρα που κοντά
σου ήρθα μέσα από δρόμους δύσβατους.
Δεν θα σου απιστήσω ποτέ, πολλούς θα
σου κάνω διαδόχους και το καντήλι του
έρωτα άσβεστο θα κρατάω.
Μετά από εφτά χρόνια στεναγμών τη γη
σου βρήκα και την κατοίκησα.
Εκλεκτή εύκολα έγινα των θεών σου.
Αλλού δεν θα πάω καθώς αδιαίρετο με
εσένα είμαι σχήμα κι οι θεοί σου με επικουρούν
κι όμορφες μου δίνουν κόρες μέσα σε ζεστές φασκιές. 

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Τάνκα της Άνοιξης

Πυκνό γρασίδι
ρίζα βαθιά του πεύκου
αφράτο χώμα
σκοντάφτω πέφτω κάτω
τη φούστα πρασινίζω.

*
Άνοιξη φτάνει
χρυσομπούρμπουνας πετά
άνθος μανόλιας
ασίγαστα βουητά
φτερά νιώθω να βγάζω.

*
Πουλιά κελαηδούν
μυστηριακό άσμα
ράμφη κίτρινα
τραγουδώ παρτιτούρες
αντάξιος συνοδός.

*
Βγήκαν τα άνθη
κατάσπαρτο λιβάδι
ήχοι φλογέρας
οι μέλισσες ενδίδουν
χαρωπό ζουζούνισμα.

*
Βόμβος εντόμων
ανθισμένες κερασιές
χορός της γύρης
λεπτά κόβω κλαράκια
οι οφθαλμοί θαυμάζουν.

*
Άνθη στο χώμα
θυσία αμυγδαλιάς
τσάγαλα μικρά
καταπράσινα φύλλα
χορός δροσοσταλίδων.

*
Βγήκε ο κούκος
τα χελιδόνια ήρθαν
άσπρες οι κοιλιές
τα σύρματα γεμάτα
εαρινοί οι ήχοι.

*
Νέα εποχή
πετά μια πασχαλίτσα
λεπτά τα πόδια
φιλόξενα τα άνθη
γλυκά ρέει το νέκταρ.

*
Λαλούν κοτσύφια
μεγάλωσαν οι μέρες
γιορτή της φύσης
πρωινό το τραγούδι
άγγελμα εαρινό.

*
Πίνακες κάλλους
δαμασκηνιάς λουλούδια
αέρας φυσά
τα πέταλα χορεύουν
μοσχοβολούν οι κήποι.

*
Χειμώνας φεύγει
μαδούν οι ανεμώνες
στερνό αντίο
νέα προβάλλουν άνθη
κάδρο με παπαρούνες.

*
Κορφές βουνών
αργά λιώνει το χιόνι
ρυάκια κυλούν
φουσκώνουν τα ποτάμια
η χλόη μπόι ρίχνει.

*
Διάσπαρτα άνθη
πετά μια πεταλούδα
η φύση ξυπνά
μαργιόλικο το έαρ
η ομορφιά τυφλώνει.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Η φωτοβολίδα

Μοναχικός σε ένα άλλο ημισφαίριο ζεις
καλέ μου.
Κάνει πολύ κρύο εκεί.
Ένα παμπάλαιο χιόνι σκεπάζει τα πάντα.
Ίσια που διακρίνονται τα καμπαναριά, οι
δρόμοι, οι πολυκατοικίες και οι σταθμοί
των λεωφορείων.
Κρατάς ένα φτυάρι και προσπαθείς να
διανοίξεις μονοπάτια και περάσματα που
θα σε φέρουν ξανά εδώ.
Μας απομένει δρόμος πολύς μπροστά και τα
σταθμαρχεία δεν άνοιξαν, τα γκισέ δεν πουλούν
εισιτήρια παρά μόνο εφημερίδες με αποτρόπαια νέα.

Τα μαγαζιά δίπλα σου κλειστά, τα ρολά
κατεβασμένα και δεν έχεις ψωμί για να
δειπνήσεις, κρασί για να ονειρευτείς.
Ταξίδι προγραμματίζω κι εγώ για να σε συναντήσω.
Ποιος θα φτάσει πρώτος;
Πολλά τα λεωφορεία στο σταθμό.
Οι επιβάτες στο δικό μου λεωφορείο ασυνήθιστοι. .
Κάποιοι από αυτούς δεν έχουν αποσκευές,
μονάχα στα χέρια τους κρατούν κάτι πελώρια
κλουβιά με πολύχρωμος παπαγάλους.
Μιλούν και μόνο μια λέξη μονότονα ξέρουν
να λένε:
Ζωή, ζωή, ζωή.

Ένα σακίδιο πλάτης κρατώ με ρούχα όμως
ελαφρά, ανοιξιάτικα.
Πώς θα αντιμετωπίσω το κρύο;
Ξεχνάω το παλτό μου, τις μάλλινες κάλτσες,
τα δερμάτινα γάντια, τα πλεκτά κασκόλ.
Η μητέρα μου φωνάζει να ντυθώ ζεστά.
Ψάχνω το παλτό μου και δεν το βρίσκω.
Καμώνομαι πως δεν κρυώνω.
Φορώ στο τέλος αναρριχτά ένα μαύρο μπουφάν,
δεν είναι δικό μου.

Από τότε που έφυγες το κρύο το αψηφώ.
Το συνήθισα, ξέρεις αν έχεις μια καρδιά παγωμένη
και σκληρή τις αντέχεις όλες τις αντιξοότητες.
Με γυμνά πέλματα βαδίζω πάνω στον πάγο.
Γλιστράω και κάνω πιρουέτες στον αέρα,
δεν πέφτω, σε ένα σύννεφο προσγειώνομαι.
Από ψηλά σε αντικρίζω, συνεχίζεις να
εκχιονίζεις τους δρόμους, διάλειμμα κάνεις
μόνο για να σκουπίσεις τα δάκρυα.
Γιατί κλαις;
Φταίει το κρύο μου απαντάς κι αυτός ο ψυχρός
βοριάς, φταίει και το βαρύ σύννεφο
που σωριάστηκε στα μάτια μας και με βροχή
μας απειλεί.

Η βροχή είναι καθαρτική μου λες.
Η βροχή φουντώνει τους θάμνους και το
χιόνι λιώνει, δεν χρειάζεται να εκχιόνιζεις
και να παιδεύεσαι φτυαρίζοντας.
Με τη βροχή λοιπόν θα σε περιμένω.
Πώς δεν το βρήκα;
Ικεσίες θα κάνω κι ο Θεός θα με ακούσει.
Μακριά θα φορώ φορέματα για να με θυμηθείς.
Είναι αδιαπραγμάτευτη η επιστροφή σου
όπως είναι το σημείο που δείχνει ο ραβδοσκόπος.
Δες αναβλύζει νερό, δες το κρύο υποχωρεί.
Όλα θετικά λειτουργούν για εμάς κι ανατρέπονται.
Στο δικό σου ημισφαίριο σοκαρισμένη μπαίνει
η Άνοιξη, πλάι στις κερασιές θα σε συναντήσω.
Φωτοβολίδα η αγάπη μας θα ρίξει τα άνθη
στα μαλλιά μας, στην πορεία του φωτός
κοίτα το χέρι σου κρατώ.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Ο ανάδοχος της ποίησης

Διάπλατα άνοιξε τα χέρια της η ποίηση
και με αγκάλιασε.
Φορούσε ακριβό φόρεμα από ταφτά κι ένα
μοντέρνο καπέλο κάλυπτε το κεφάλι της.
Ομορφονιά η ποίηση είχε στα χέρια της
σειρές πολλές από βραχιόλια κι ένα διαμαντένιο
δαχτυλίδι στον παράμεσο.
Έκανε βαθιά υπόκλιση και μου συστήθηκε.
Ειρήνη την λέγανε, Αντιγόνη, Ελένη, Σαπφώ κι Αγάπη.

Μούδιασα και δείλιασα προς στιγμή, δεν
ήξερα ποιο να διαλέξω όνομα ανάμεσα στα
πέντε που μου είπε.
Αρχικά μου άρεσε το Ειρήνη γιατί αντιμάχεται
την μάνητα των χειλιών.
Αλλά και τα υπόλοιπα μια χαρά της πήγαιναν.
Δεν ήθελα να υποτιμήσω κανένα.
Έτσι αφέθηκα να της διαλέξω ένα δικό μου
όνομα, ανάδοχος της να γενώ.
Καλοκυρά θα την αποκαλούσα τις ημέρες
και μάγισσα θα την έλεγα τις νύχτες.

Όντως τις ημέρες ανασκουμπώνει τα μανίκια.
Αυτή είναι που συγυρίζει τα σπίτια μας,
μας μαγειρεύει και μας πλένει τα ασπρόρουχα.
Δεν της ξεφεύγει ούτε κόκκος από σκόνη.
Είναι μανιακή με την καθαριότητα και με
ασβέστη περνάει τις αυλές μας.
Σιδερώνει τους γιακάδες, τα μαντήλια μας
κι ίσια τραβάει τσάκιση στα παντελόνια μας.
Γυαλίζει τα ασημικά και τα μπρούντζινα ρόπτρα.
Μπαίνει στον αργαλειό κι ακούραστα
ετοιμάζει φανταχτερά υφαντά.
Δεν κουράζεται το ροδαλό της χέρι ποτέ
τουναντίον η δουλειές ομορφότερη την κάνουν θεά.

Τις νύχτες μάγισσα γίνεται και εξορμά
στα κλαμπ της πόλης.
Αυτή βάζει την μουσική στο πικ - απ, αυτή
μας κερνάει ποτό κι αυτή ακούει τις εκμυστηρεύσεις μας.
Αγαπά τους εφήβους και φιλιέται σταυρωτά μαζί τους.
Φορά κραγιόν σαμπανιζέ κι αφήνει αποτυπώματα
στις παρειές των νέων.
Ρίχνει τα χαρτιά και κολλάει λίγο στον Άσσο.
Φίλτρα ετοιμάζει και βοτάνια μας φέρνει από
χαράδρες σαν του Βίκου βαθιές.
Για γυάλινη σφαίρα έχει τις δυο κοιλίες
της καρδιάς μας.
Μας λέει την μοίρα κι απ' το μοχθηρό μας
προφυλάσσει κοράκι.

Δύο υποστάσεις της έδωσα με το μικρό μου μυαλό
και με αυτές θα υπογράφω εφεξής το ποίημα.
Αυτή η αφέντρα, άλλοτε ταπεινή κι άλλοτε
νάρκισσος εφορμά στις φλέβες μας,
στα όνειρα μας και στις διενέξεις μας.
Ό,τι περισσεύει από το μελάνι της στους
εκλεκτούς της το δίνει φτάνει να μην
ξεχνούν τα ονόματα της και επιμελώς
να φροντίζουν το καμηλό της παλτό
μην και κρυώσουν οι ετερόχθονες της φίλοι.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Τα ακρόνυχα των αετών

Στη χώρα της ποίησης δεν με άφησαν να μπω.
Στον περίβολο της που φύονται σπάνια κακτοειδή,
σαρκοβόρα φυτά κι ηλίανθοι δεν μπόρεσα
να ιερουργήσω.
Με εκδίωξαν οι φρουροί με σαΐτες δηλητηριώδεις.
Τραυματίστηκα βαριά κι έμεινα με την καρδιά
αιμάσσουσα εκτός διωγμένη.
Υψωμα είχα στα χέρια από τους ναούς των δακρύων.
Ανυπόδητη έφτασα ως εδώ διασχίζοντας
τραχείς δρόμους χωρίς μελάνι και πένα
παρά μόνο με λίγο αίμα από τα γραφτά
του έρωτα και κάποια σονέτα παρελθόντων
ετών ντροπαλά ψέλλιζα σαν μάνα που πενθεί σιωπηρά.

Μπροστά στην πύλη έμεινα να εκλιπαρώ.
Ψηλά κάγκελα περιπλεγμένα με κισσούς
και γλυσίνες με εμπόδιζαν να δω προς τα μέσα.
Καστρόπορτες βαριές ερμητικά κλεισμένες
δεν με αναγνώριζαν.
Μόνη ήμουν, ήλιος καυτός με έκαιγε,
οι τρεις συκιές, που υπήρχαν έξω, τον ίσκιο τους
δεν μου παραχωρούσαν.
Ακατάδεκτες βλοσυρά με κοιτούσαν μέσα απ' τα
μάτια των νεκρών ποιητών που στους βρόγχους
των άκαμπτων κλαδιών ζυγίζονταν
έναν θάνατο απεχθή.

Ολόγυμνα είχαν κορμιά και απ' τις βαθιές
πληγές τους έσταζε υπόξινο πύον.
Έμεινα εμβρόντητη να τους θωρώ.
Άφωνη, δεν μπορούσα ούτε ένα στιχάκι τους
να απαγγείλω, εδώ μήπως τους φέρω ξανά,
ωραίους σαν τα Φαγιούμ της ταφής.
Σιχτίρισα την ένδεια των χεριών μου
και της αφής μου την ανεπάρκεια στηλίτευσα.
Δρασκελιά επιθυμούσα να ανοίξω την περιπαθούσα
κόμη τους να χαϊδέψω.

Σκέφτηκα ότι το ίδιο θα είχα τέλος κι εγώ.
Σε μια συκή θηλιά θα έδεναν οι φρουροί πονηρά
να με ποδηγετήσουν.
Τυφλή σχεδόν κι άδοξη το σκαμνάκι έσπρωξα
θαρρετά πριν από αυτούς.
Με το γάλα της συκιάς το αίμα μου έσμιξα,
ρέουσα να έχει το ποίημα μορφή.
Ένα σώμα είμαι που αιωρείται.
Ένα στόμιο είμαι κλειστό και για μάτια έχω
δυο γυάλινες μπίλιες παιδικές.

Τις ταλαντώσεις άλλων μου χρέωσαν.
Εγώ που στα ακρόνυχα των αετών γράφω ποιήματα.
Έναν θάνατο μού διάλεξαν αέναο να ζω.
Τα θαύματα στα μάτια των αγαλμάτων
μου απέτρεψαν να διακρίνω.
Μόνο λίγα ρινίσματα δόξας έχω στο αριστερό
μου πλευρό, μου φτάνουν θαρρώ την σπορά
για να αρχίσω, ρίχνοντας την πάνω στα άτριχα
στέρνα των εφήβων που στον αιώνα τους με καλούν.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Στα πρόθυρα της Άνοιξης haibun

Βάδιζε στους αγρούς. Που και που συναντούσε κάποιες τελευταίες ανεμώνες. Ο χειμώνας είχε φύγει και είχαν οι πιο πολλές μαραθεί. Σε έναν γκρεμό αντίκρυσε μια μυγδαλιά. Λίγα λουλούδια κρατούσε πλέον στα κλαδιά της. Τα πέταλα της είχαν πέσει σε στρώσεις πάνω στη γη. Φυλλαράκια πράσινα είχαν εμφανιστεί τώρα πάνω της. Είχε αρχίσει κιόλας να δένει χλωρούς καρπούς.

Άνθη νεραντζιάς
απάτητο το χώμα-
βουή μέλισσας.

Πλάι στη μυγδαλιά οι σπαραγγιές είχαν πετάξει τρυφερούς βλαστούς. Έσκυψε και τους μάζεψε. Μάτωσε λίγο και γρατζουνίστηκε. Στα χέρια της όμως κρατούσε ένα μεγάλο μάτσο απ' τα αγαπημένα της σπαράγγια. Συνέχισε παραπέρα ακολουθώντας ένα χαραγμένο μονοπάτι. Μια πεταλούδα στριφογύριζε πάνω από το κεφάλι της. Τα φτερά της είχαν ένα βαθύ πορτοκαλί χρώμα.

Ψηλή η χλόη
οι μαργαρίτες βγήκαν -
τρέχουν τα νερά.

Προχώρησε κάμποσο τώρα είχε φτάσει σε ένα ξέφωτο με μια σειρά ανθισμένες κερασιές. Οι ταξιανθίες από τα άνθη τους ήταν εντυπωσιακές. Μέλισσες πετούσαν εδώ και εκεί αντλώντας χυμούς. Ξαφνικά ήρθε και κάθισε πάνω στο λαιμό της μια πασχαλίτσα. Έμοιαζε σαν να φορούσε μενταγιόν. Στάθηκε για λίγο και πέταξε ανοίγοντας τα μικρά της φτερά.

Βγήκε ο ήλιος
μανόλιες ανθισμένες -
γελούν τα παιδιά.

Είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να φύγει. Ο ήλιος έδυε και ο ορίζοντας έπαιρνε πορφυρό χρώμα. Βρέθηκε μπροστά σε μια πηγή. Το νερό της ήταν πολύ δροσερό. Έσκυψε και ήπιε αχόρταγα γερές γουλιές. Στο ρυάκι που σχημάτιζε η πηγή είδε έναν σκαντζόχοιρο. Είχε πάει κι αυτός να ξεδιψάσει. Έκανε να τον αγγίξει κι ευθύς αμέσως αυτός μαζεύτηκε σε μπάλα.

Πορφυροί ανθοί
οι παπαρούνες βγήκαν-
νέα εποχή.

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Στα πρόθυρα της Άνοιξης haibun

Τράβηξε τις βελούδινες κουρτίνες. Ένας ήλιος πορτοκαλής είχε κάνει την εμφάνιση του. Τα βουνά είχαν ροδακινί χρώμα. Δυο σύννεφα έπλεαν και σχημάτιζαν μια τεράστια πεταλούδα. Τα πουλιά είχαν ξεκινήσει να κελαηδούν γλυκά. Οι φωνίτσες τους καλούσαν τα όντα της γης να ξυπνήσουν για να δουν την όμορφη μέρα.

Αυγινό άστρο-
ανθισμένη κερασιά
.καρπούς θα φέρει.

Το σπίτι δεν την κρατούσε. Μια όμορφη μέρα έξω από το τζάμι την καλούσε.. Φόρεσε το εμπριμέ φόρεμα της με το βαθύ ντεκολτέ, έβαλε το σάλι της στους ώμους και βγήκε στην αυλή. Μία γάτα κοιμούνταν ρουθουνίζοντας. Μαζί είχε έρθει κι ο σκύλος της που έκανε χαρές κυνηγώντας την ουρά του. Δίπλα του πετούσε μια πεταλούδα που στο τέλος ήρθε και κάθισε πάνω στην υγρή του μουσούδα.

Αχτίδες ήλιου
κλαδάκια αμυγδαλιάς-
πεσμένα άνθη.

Τα φυτά του κήπου κρατούσαν πάνω τους τις πρωινές δροσοσταλίδες. Οι τριανταφυλλιές είχαν πετάξει τρυφερά βλαστάρια. Ένας κάκτος είχε βγάλει ένα λουλούδι εντυπωσιακό. Μία δροσοστάλα έτρεξε πάνω στην παλάμη της και την δρόσισε. Αφού έκανε μια μικρή επιθεώρηση στα γεράνια πήρε το ποδήλατο για μια βόλτα στα χωράφια με τις ανθισμένες κερασιές, λίγο έξω από το χωριό.

Λεπτές μυρωδιές
βγήκαν τα χαμομήλια-
το άστρο δύει.

Ο πρωινός αέρας μπάτσισε το πρόσωπο της. Άρχισε να τραγουδάει έναν σκοπό. Στα ρουθούνια της ήρθε μια λεπτή μυρωδιά, εισέπνευσε βαθιά. Μία νεραντζιά είχε πρόωρα ανθίσει. Στάθηκε κι έκοψε ένα κλαρί, θα το πήγαινε στο σπίτι για να στολίσει το ανθογυάλι. Οι μέλισσες τρυγούσαν τα άνθη. Το πέταγμα τους σήκωνε σύννεφα γύρης.

Σύννεφα αχνά
ανοιξιάτικες μέρες-
ισημερία.

Φτάνοντας έτριψε τα μάτια της. Οι εικόνες μπροστά της πανέμορφες. Οι κερασιές έμοιαζαν με νυφούλες. Άφησε το ποδήλατο και άρχισε να τρέχει σαν παιδί που του χαρίζουν ζαχαρωτά, γύρω από τα δέντρα. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που έπαιρνε τα πέταλα τους και τα άφηνε πάνω στα μαλλιά της. Έκοψε μερικά κλαδιά. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.

Άνθη μανόλιας
τρυφερό το τριφύλλι-
λαμπρές αχτίδες.

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Η δυαδική θεά

Απ' όταν έφυγες έμειναν τα παντζούρια
κλειστά καλέ μου.
Με μπερδεύει ο μηχανισμός τους και δεν
μπορώ να τα ανοίξω.
Τα χέρια μου αδύναμα, το μυαλό μου
διασκορπισμένο σε μύριες σκέψεις,
η ψυχή μου σκόνη νυχτοπεταλούδας
με σκοτεινή μορφή, έχουν εντός μου
φορέσει το ατημέλητο σκουτί της νύχτας.

Δες κιτρίνισε το πρόσωπο μου, έφυγε από
τις παρειές μου το ροδόχρωμο τριαντάφυλλο
που τόσο λάτρευες, στα πέλματα μου τα
σανδάλια σκίστηκαν.
Αδυνατώ να περπατήσω, έξω για να βγω
και στο καμάκι του ήλιου να αφεθώ σαν
πουλί στις μελωδίες της αυγής.
Εγώ η πολιορκημένη κάποτε από το φως
του έρωτα ψυχρή έγινα τώρα ζωγραφιά.
Έρχονται οι θεραπαινίδες να με δουν
κι άπραγες φεύγουν, τις πληρώνω
εντούτοις ακριβά.
Τελειώνει το κομπόδεμα μου και πώς θα
διανύσω τα χιλιόμετρα της ζωής;

Μένω να κοιτάζω τις φωτογραφίες σου
και απ' το άχραντο χαμόγελο σου να
μεταλαμβάνω κρασί και φιλί σάρκινο.
Το σπίτι υγρός τάφος, ρομφαία του επέκεινα,
καταπίνει όνειρα, αρχαίες συνθήκες, ανάγκες
διαφυγής απ' το όλβιο παρόν.
Στα ταβάνια καθιδρύει η μούχλα βασίλεια,
στα κάδρα οι αράχνες έχουν εξαφανίσει
τα λατρευτά τοπία που κάποτε με πήγες,
στα έπιπλα σκοτεινές κατοικούν φωνές,
τις ακούω, γδέρνεται η ψυχή μου, φοβάμαι.
Πουθενά η φωνή σου, μόνο άναρθρα λόγια
δίπολα καλέσματα κι εκκωφαντικά συνθήματα
μιας πορείας ανώφελης προς τον ελαιώνα των παθών.

Έλα να μπεις στο σπίτι όπως παλιά.
Θέλω να υψώσω το κορμί μου ως στις δικές
σου διαστάσεις.
Χαμήλωσα απ' όταν έφυγες, η ύπτια στάση
με κούρασε, το μισοσκόταδο με συρρικνώνει.
Ξέρω πως μια πλειάδα από άστρα έχεις
στην τσέπη καθώς και δεκάδες δέσμες
από ηλίανθους του Βαν Γκονγκ, στολίδια
πανάκριβα, των δικών σου αγρών καλλιέργειες.
Φωνάζω, άκουσε με, οι φίλοι με εγκατέλειψαν,
μόνα μου όντα τα ερπετά.
Πριονίζω τις πόρτες μήπως και βρω μια
χαραμάδα φωτός δικού σου.
Αδίκως όμως κουράζομαι, ισχνή πεταλούδα
επαμφοτερίζουσα χωρίς κήπο γίνομαι.
Έλα να αποτινάξεις το σκοτάδι, το ξέρω
πως έχεις μαζί σου την αρμαθιά των κλειδιών
που έχασα όταν σε αποχαιρετούσα έναν
σκληρό Απρίλη βουβή με το μαντήλι στο
λαιμό δεμένο όπως ικρίωμα μεσαιωνικό.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Οι προστακτικές του έρωτα

Άνοιξε τον κόρφο σου αγάπη μου για να
ζεσταθώ.
Το ξέρω πως λείπεις τόσα χρόνια μα εγώ,
κλαράκι ψιλό, αλλού δεν έχω που να πάω.
Η αγκαλιά σου φωλιά αηδονιού, πέρδικας
καταφύγιο και κοτσυφιού καρτέρι.
Συμπαντικό κουδούνι η αγκάλη που κοντά
σου με καλεί.
Ακούω το θόρυβο του και σε εντοπίζω.
Ακούω το τραγούδισμα του και σε θέλω.
Χρόνια τώρα σε πονάω με πόνο πληγής
ξυραφιού.

Σε ένα υποβρύχιο κατοικώ, λιγοστεύει
το οξυγόνο, ο βυθός απειλητικός με συνθλίβει.
Έξι μέτρα ψηλά η επιφάνεια κι εγώ καταποντισμένη
σε ζητώ εναγώνια,
Σαν κυνόδοντα πεινασμένης τίγρης σε θέλω.
Σε ζούγκλα έρημη κι ακατοίκητη περιφέρομαι.
Τροφή δεν βρίσκω, σε πεινάω ολόκληρο.

Όλα γύρω ερημοποιήθηκαν απ' όταν έφυγες.
Σκάνε μαύρα μπαλόνια κι ο κρότος τους με
φοβίζει, κρύβομαι.
Άνθρωποί σκυφτοί με τρεμάμενα χέρια τα κρατάνε.
Κλείνω τα αυτιά, σφραγίζω τα μάτια να μην
βλέπω, σταυρώνω τα χέρια, σε όρθια στάση
κρατώ το κορμί μα ανώφελα όλα δείχνουν,
τίποτα δεν με παρηγορά.
Πολύ το μαύρο γύρω και σε κρύβει.
Όλος ο κόσμος εδώ θαρρώ απελπιστικά
κι αυτός σε ψάχνει.
Πενθεί η φύση και με μαύρη βγαίνει φούστα
κάθε που μπαίνει η άνοιξη στο σκάφος.
Εδώ οι μαύρες τουλίπες της θλίψης.
Εδώ τα εξωτικά μαύρα τριαντάφυλλα του
αποχωρισμού.
Εδώ ο ζαρωμένος πανσές με τα μαύρα
ματόκλαδα ερμητικά κλειστά.

Σφηνωμένη και δεμένη στις μαύρες
πλάκες του οψιανού ακινητοποιούμαι,
υποχωρεί το φως, σε υπόγεια υγρά τελικά
καταλήγω και χτενάκι δεν βρίσκω όμορφη
να σε συναντώ στου ονείρου μου έστω την
γκρίζα πλάνη.
Χάθηκαν τα χρώματα όλα όταν εσύ, όμοιο
ουράνιο τόξο, μετά από μια κίτρινη βροχή
μαζί σου τα τράβηξες.
Μάταια προσπαθώ φορώντας φουστάνια
πολύχρωμα στην σκούρα παλέτα της φύσης
να επέμβω.
Ίσως να φταίνε τα μαύρα γάντια που κρατώ
τα άλλα τα μενεξεδί που μου είχες χαρίσει
τα έχασα σε μια αφιλόξενη αμαξοστοιχία,
Απρίλης ήταν και χιόνιζε ένα χιόνι αμαρτωλό.

Πάνε χρόνια που έπαψες να με ταξιδεύεις
κι εγώ ποθώ να ξαναβρώ εκείνα τα
ταπεινά εικονοστάσια στις απότομες στροφές
των δρόμων, λαμπάδα ενός μέτρου να ανάψω
μην και συγκινηθείς και φανείς.
Πάντα σε λυπούσαν οι νεκροί κυρίως
οι νεαροί που έφυγαν μετά από ένα
δυνατό μεθύσι στην άσφαλτο.
Έλα να συνομιλήσουμε μαζί τους,
στο άχρονο είμαι να ταξιδέψουμε.
Απ' τη αρχή να ξεφλουδίσουμε την λέξη ζωή
και στις προστακτικές του έρωτα να αφεθούμε.
Άνοιξε τον κόρφο σου αγάπη μου για να
λυτρωθούν τα άρπαγα χέρια μου που δεν
σε χάρηκαν ούτε μια στιγμή.

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Εφημερεύοντα όνειρα

Νύχτα και τα σχοινοτενή όνειρα εφημέρευαν σαν
το συνοικιακό εφημερεύον φαρμακείο με τα
κατεβασμένα ρολά και με τον ακούραστο 
φαρμακοποιό ξαπλωμένο πάνω στο ντιβάνι της
περισυλλογής δίπλα στους πίνακες του Wassily Kandinsky.
Όνειρα μεγάλα, παραδομένα στης νύχτας το πέπλο
που κρυφοκοιτάνε τον κόσμο μέσα από σκούρο
φινιστρίνι ενός πλοίου που οργώνει την άγονη
γραμμή, γεμάτο με τα πολύχρωμα καπέλα των ποιητών.

Τα χαϊδεύεις, να μην παρεκκλίνουν στιγμή και
χάσουν απ' τα χέρια τα κουφέτα που τους φίλεψε
η μοίρα ένα βράδυ όταν οι πελαργοί δίπλωναν
τα φτερά τους και ησύχαζαν στις αχυρένιες
φωλιές τους πλάι στους φθαρμένους χάρτες.
Παίρνεις χώμα και μικρά ξυλαράκια και προσπαθείς
να τα πλάσεις σε μικρά εδώλια, μουσεία να στολίσεις.
Στα χέρια σου η λάσπη κολλάει, στην καρδιά
τα μεγάλα ιδανικά δεν σβήνουν κι ολοζώντανα 
ανασαίνουν διαρκή ελπίδα.

Όνειρα ταξίδια που στο γκισέ βγάζουν εισιτήριο
για τα μέρη που κατοικούνται μόνο από ανθρώπους
τυφλούς που είδαν το φως μέσα από την φλογίτσα
ενός κυρτού κεριού.
Επεξεργάζονται τον κόσμο από την αρχή σαν παιδί
που μπαίνει στην τάξη για πρώτη φορά, σέρνοντας
το χέρι της μάνας του, πριν από τον αποχωρισμό,
τραγουδώντας έναν χαρωπό σκοπό από τις νότες
ενός μεγάλου μουσουργού που ομογάλακτος είναι
των αγγέλων και των θεών.

Εφημερεύουν τα όνειρα απόψε μην το
απολησμονήσεις και χαθείς στο έρεβος του άτοπου.
Φόρεσε την κίτρινη στολή σου να σε γνωρίσει
το φεγγάρι και ήρωα να σε στέψει με του ήλιου το
ολοφώτεινο στεφάνι.
Συμμαχία κλείσε με τα άστρα, γούνινο να σου
φτιάξουν παλτό, ζεστός να γυρνάς στις παγωμένες
πολιτείες που άρχει το δίκιο.
Σαν λεμονιά να μοιάζεις που κατατροπώνει τον
χειμώνα και τα άνθη προετοιμάζει στα εκατόχρονα
κλαδιά της.
Πείσμων εξαρχής, στην άνοιξη ζητά να δοθεί και με
μυριόστομα τραγούδια τα πανέρια των μυροφόρων
να γεμίσει που την ανάσταση εξυφαίνουν των ηγετών
της ζωής με τα πολυφορεμένα καπέλα στα χέρια. 

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

haibun Ερέβους πνιγμός

Ξύπνησε αχάραγα. Ράθυμα οδηγήθηκε στην κουζίνα για να ψήσει καφέ. Η πορσελάνινη κούπα της είχε ζωγραφισμένο πάνω ένα αστείο προσωπάκι και δυο καρδιές σε σαμπανί χρώμα. Έστριψε τσιγάρο. Στην καπνοθήκη της απέμενε λίγος ακόμα καπνός. Κάπνισε άπληστα και οι άστατοι κύκλοι του καπνού έφεραν στην επιφάνεια τον μπερδεμένο εφιάλτη που είχε δει προ ολίγου.

Φεγγάρι χλωμό
μονότονοι οι γρύλοι -
βιολιά της νύχτας.

Βγήκε στο μπαλκόνι. Ένα αεράκι απαλό σαν μετάξι της χάιδεψε τα μακριά της μαλλιά. Το σκοτάδι απόλυτο, το γιασεμί ανθισμένο κι ο ουρανός συννεφιασμένος. Αναζήτησε μάταια κάποιο αστέρι ή μια υποψία φεγγαριού. Τίποτα τα σύννεφα βαριά τα είχαν φυλακίσει. Κάθισε στην καρέκλα, ο καφές ζεστός ακόμη άχνιζε. Στο τραπέζι παρατεταγμένα τα ενθύμια της θάλασσας. Βότσαλα στρογγυλεμένα, κοχύλια κι ένας μεγάλος αστερίας με στραβά πόδια.

Σιγανό κύμα
αλλόφρονα τζιτζίκια-
μελωδοί φωτός..

Μία νυχτερίδα πέταξε. Στο μυαλό τής έφερε πάλι το όνειρο. Προσπαθούσε λέει σε έναν βράχο κοφτερό να μαζέψει αλάτι. Είχε γδάρει τα χέρια της κι έτρεχε το αίμα ποτάμι. Ώσπου ξάφνου το σκηνικό άλλαξε, τα βράχια λειάνθηκαν κι οι γούβες του αλατιού την καλούσαν. Το αίμα όμως δεν σταματούσε. Ανήμπορη παρακολουθούσε να πνίγεται μέσα σε βαριά μαύρα κουβάρια. Αδίστακτη η νύχτα την τραβούσε στο βασίλειο της άβουλη σαν αμνός που έχει ξεκόψει απ' το κοπάδι.

Φυσά μαΐστρος
σγουροί οι βασιλικοί-
το μνήμα ψυχρό. 

Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Τάνκα με επιλεγμένη λέξη την κάμπια και με 5/7/5/7/7 συλλαβές

Ανάσα ζωής
υπέργηρος ο πεύκος
κάμπια πράσινη
εαρινός ο καμβάς
εωθινοί οι ψαλμοί.

*
Κάμπιες στα δέντρα
ατίθασος άνεμος
άδεια κουκούλια
οι πεταλούδες βγήκαν
γλυκολαλούν τα πουλιά.

*
Σειρές με κάμπιες
γραμμές πάνω στο χώμα
ξερά τα φύλλα
αναγεννάται η γη
τα θαύματα προσμένω.

*
Λάμπει ο κάμπος
πετούν οι πεταλούδες
χορός αγγέλων
οι κάμπιες ανάστατες
αργή μεταμόρφωση.

*
Χλωρό χορτάρι
αλυσίδα με κάμπιες
γόνιμος τόπος
χειροκροτά το παιδί
την απόχη αρπάζει.

*
Κάμπιες στα φύλλα
ασάλευτος πευκώνας
γύρης όνειρα
ξυπνά μια πεταλούδα
οργιώδης ο χορός.

*
Μικρή μια κάμπια
ποδαράκια κινούνται
τα φύλλα τρέμουν
πλησιάζει η ώρα
χαρμόσυνος τοκετός.

*
Άδεια κουκούλια
σκουλαρίκια του πεύκου
αέρας φυσά
αποσταμένες κάμπιες
ο κύκλος τους έκλεισε.

*
Ύστατη στιγμή
αργοσβήνουν οι κάμπιες
γέννημα της γης
προβάλλουν πεταλούδες
μυστηριακός χορός.

*
Κάμπιας όνειρα
ανελέητο το φως
έναρξη γιορτής
κομψές οι πεταλούδες
γλυκοφιλούν τα άνθη.

*
Εαρινό φως
χρυσαλλίδες και κάμπιες
χλωρά τα κλαδιά
εξιτάρει το θαύμα
οργιάζουν κερασιές.

*
Πρωινό το φως
πυκνόφυτο το δάσος
ελάφι περνά
παραμερίζουν κάμπιες
διακλαδίζονται συρμοί.

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Χαϊκού

Χειμώνας φεύγει
αηδόνια ξεμυτίζουν-
ψαλμοί της φύσης.

*
Αργούν οι κούκοι
πάχνη σκεπάζει φύλλα -
φεύγει ο ήλιος.

*
Μεγάλες μέρες
βιολέτες εγείρονται -
το κρύο φεύγει.

*
Τα τρένα φεύγουν
χαμομήλια στις ράγες -
στερνή άνθιση.

*
Εποχές φεύγουν
οι κερασιές νυφούλες -
χορός ανθέων.

*
Κρουστά τα νερά
οι πελαργοί έφυγαν -
κρότοι κρυστάλλων.

*
Μικρό λιβάδι
ξυπνούν οι παπαρούνες _
ύμνοι πρώιμοι.

*
Σκιάχτρο στον κήπο
ρονρονίζει η γάτα -
φεύγουν σπουργίτια.

*
Σκαστός ο σκύλος
τριγυρίζει στις ρούγες -
φεύγει η μπόρα.

*
Μικρός κυνηγός
ανεμώνες μαζεύει-
το βόλι φεύγει.

*
Άπατα νερά
γλιστράει μία τράτα-
οι γλάροι φεύγουν.

*
Ήσυχο κύμα
έριξα παραγάδι -
φεύγουν τα κρύα.

*
Γερανοί φεύγουν 
ψαλίδια χελιδονιών-
άδειο το σύρμα.
 

Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

Ακαταδεξιά θανάτου

 Οι κύκνοι στο εθνικό πάρκο δεν ξέρουν
να τραγουδούν.
Μην περιμένετε λοιπόν το κύκνειο άσμα
τους να βγάλουν.
Τα παιδιά των τρένων αγαπούν τους κύκνους,
την ομορφιά τους καμαρώνουν και τον
καλλίγραμμο λαιμό τους ζηλεύουν.
Όταν τους συναντούν ψιχουλάκια τους ρίχνουν.
Η μικρή Φραντζέσκα έρχεται κοντά τους
και τους τραγουδά έναν μελαγχολικό σκοπό.
Οι κύκνοι αγαπούν τις νότες της και τη φωνή
της μα δεν τραγουδούν.
Δεν συμβιβάζονται με του θανάτου το
σκληρό πρόσταγμα.
Κάνουν κύκλους στο νερό και στη ζωή
αφήνονται σαν το κλαράκι της γαζίας
στο υγρό χάδι του νοτιά.

Είναι νεαροί οι κύκνοι και δεν τους πρέπει
ο αποχαιρετισμός, περισσεύει πολύ λάδι
ακόμα στο καντήλι τους.
Βουτούν το λαιμό τους στο νερό με χάρη
και τα παιδιά των τρένων τους χειροκροτούν
ασταμάτητα.
Ένας ταλαντούχος από αυτά πορτρέτα
τους φτιάχνει και τα πινέλα του βουτά
στο αφρώδες λευκό του πρωινού.
Η μικρή Φραντζέσκα τραγουδά ακατάπαυστα.
Ως εδώ φτάνει η φωνή της.
Νιώθει ασφάλεια όταν τους αντικρίζει στη
λίμνη του πάρκου, μακριά από τους
καπνισμένους συρμούς.
Δεν πικραίνεται από την ακαταδεξιά τους.
Είναι νεαρή η Φραντζέσκα, παιδί σχεδόν ακόμα
κι οι κύκνοι αγαπούν τα παιδιά με τα σκισμένα
τζιν παντελόνια και τα αφοπλιστικά
χαμόγελα.

Οι ποιητές το ξέρουν αυτό, γι' αυτό
ξημεροβραδιάζονται για να εξυμνούν
την παρτιτούρα της ζωής.
Οι κύκνοι, τα παιδιά των τρένων και οι
ποιητές φιλεύουν τον κόσμο με νέες
υποσχέσεις, τραγούδια και συνθήματα.
Όλοι μαζί στις πορείες πηγαίνουν των εργατών
των φοιτητών και των μανάδων.
Οι κύκνοι σιωπούν κι αψηφούν το θάνατο.
Η Φραντζέσκα τραγουδά, γιατί αυτό
ξέρει να κάνει καλά.

Το πλήθος αυγαταίνει, πάλλεται ακούγονται
συνθήματα.
Το αίμα μας τα κέρδη σας.
Ποτέ ξανά.
Η Φραντζέσκα κρατά το ρυθμό, οι ωραίοι νέοι
την παρακολουθούν.
Ζει μέσα μας και μετά τις πορείες στο πάρκο
πηγαίνει να ταΐσει τους κύκνους.
Αντιστέκεται και με το φως ολόγυμνη πλαγιάζει.
Δεν σπαταλά άλλο την μελωδική φωνή της
σε πρόβες θανάτου.
Χαμογελάει στη ζωή και προβάρει το καινούργιο
της φόρεμα και τις δυο σειρές πράσινα ζάντ
πάνω στο κρύσταλλο του αιώνιου νερού.

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Ο όρκος

Οι θεριστικές μηχανές ήρθαν απόψε
στα Τέμπη.
Το στόμα τους δεν μάζευε δίκοκκο 
σιτάρι μήτε άγανα κι ούτε κριθάρι σκληρό.
Οι θεριστικές μηχανές κατάπιναν νεαρά
κορμιά, αίμα παφλάζον και ιδρώτα.
Ασταμάτητος ο ήχος τους σαν φωνή τενόρου
σε σκηνή με πολλούς θεατές.
Λάβετε φάγετε, η θυσία ξεκίνησε.
Τα κορμιά των παιδιών μακριά στάθηκαν
από αλλόθρησκους και ιταμές προθέσεις.

Σημαία τα κορμιά τους στους δρόμους
μιας πολιτείας βγήκαν που φοβάται να
κοιμηθεί και την λήθη κυνηγά.
Χαμογελάει η Λουκία κάτω από το λάβαρο.
Προβάλλουν γροθιές υψωμένες, η ντουντούκα
δίνει το ρυθμό και το νεύρο.
Σε ευαγγέλια η Λουκία ορκίζεται να μην
κάνει πίσω.
Το αίμα των παιδιών επαναστατικό σύνθημα.
Ποτέ ξανά.
Ο θερισμός τους αγώνας διαρκής.
Το αίμα τους νάμα και μεταλαβιά μπροστά
στο παλλόμενο πλήθος.
Ο Κώστας κρατάει το δισκοπότηρο.
Λάβετε φάγετε.
Η Λουκία έχει ξανθά μαλλιά σαν στάχυ.
Δεν ξεχνάει, δεν κοιμάται βαδίζει ίσα
προς τα ακίνητα μάρμαρα, δάφνες κρατά
στο χέρι.

Ο ιδρώτας τους κρυστάλλινο νερό από
πηγή βουνίσια.
Δες πως τρέχει απ' τον κρουνό.
Πνίγει χωράφια άκαρπα, πνίγει ταγούς
ανιστόρητους, δροσίζει χείλη που ξάφνου
ενηλικιώθηκαν
Οι θεριστικές μηχανές αποσύρθηκαν μα
εμείς ιστορικά μνημεία θα τις κάνουμε,
νέες γκουέρνικες.
Η Λουκία είναι σβέλτη, ξέρει να ζωγραφίζει 
και να λαξεύει.
Ο Κώστας φοράει μαντήλι στο λαιμό σε
λίγο θα αρχίσουν οι χοροί και τα αγέννητα
ποιήματα σε πολλά τιράζ θα κυκλοφορήσουν.
Λάβετε φάγετε.
Καθαγιάστηκαν τα παιδιά και στους δρόμους
βγήκαν μαζί με τα νεαρά στάχυα του κόσμου
τούτου.
Ο όρκος τους βαθύριζο πλατάνι, ελιά ευλογημένη,
στα χείλη των νέων παιδιών Θούριος
Ο όρκος απόφαση και πείσμα για έναν ατελεύτητο αγώνα. 

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Η ουράνια σύναξη

Το τρένο ποτέ δεν μπήκε στο τούνελ,
θεοσκότεινο δεν ήθελε να αφήσει το
σημάδι στο δέρμα και στα πρόσωπα των
άδουλων νέων.
Τα σκοτωμένα παιδιά μυστικό ραντεβού είχαν
με το φεγγάρι και με τις καλύβες των άστρων
εκείνη τη νύχτα συνομιλούσαν.
Ανέβηκαν ένα ένα πάνω στις φεγγαροαχτίδες
που θα τα οδηγούσαν στα πλάτη του ουρανού.
Ρωμαλέα τα παιδιά δεν καταδέχτηκαν
να μπουν στη φορτηγίδα που είχε φέρει
ο χάροντας για να τα πάρει μαζί του στα
μαύρα λιβάδια που ανθούν τα ασφοδίλια.
Μουτρωμένος έφυγε ανάβοντας το τσιμπούκι
του απ' τη φωτιά των βαγονιών.
Τα παιδιά τον προσπέρασαν.
Τα όνειρα τους μεγάλα, έστησαν ανθρώπινο
τοίχο μπρος στα άπονα του δρεπάνια και
στο αποκρουστικό του βλέμμα, φτύνοντας
οργισμένα τις καμένες του επιδιώξεις.

Τα σκοτωμένα παιδιά στου ουρανού τα
μύχια αθανατούν κι εκεί σφίγγουν δυνατά
της οργής την γροθιά.
Κανείς δεν τα ταράζει, στα σπλάχνα της
σελήνης βρήκαν ένα χέρι ζεστό σαν αυτό
της μάνας που ποτέ δεν ξεχνάει.
Εκεί ο Κυπριανός, η Ιφιγένεια, η Αναστασία,
η Βάγια συντονίζουν τα χαμόγελα των άλλων
παιδιών στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Άκου το ντέφι τους, άκου το αίμα τους,
άκου το ηχηρό τους μήνυμα.
Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά, κοιμήσου.

Τα σκοτωμένα παιδιά έντυσαν το θάνατο
τους με φως ζωής και κριτές αυστηροί
έγιναν για το σάπιο του κόσμου σύστημα.
Δικαίωση ζητούν κι ασταμάτητα γράφουν
πλακάτ με συνθήματα έγερσης.
Ύψωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και θα
τα δεις να συνομιλούν με τις κορυφές της ιστορίας.
Τα αποστήματα σπάζουν της αδιαφορίας
και εχθρεύονται την καπηλεία των αρχείων.

Έχουν γιορτή εκεί ψηλά, ένα ξέφρενο γλέντι,
μια συμπαντική εαρινή σύναξη.
Σμίγουν με τα πλήθη που διαδηλώνουν κι
άφοβα καταργούν τα σκοτάδια απ' τον
πίνακα των πρόχειρων ανακοινώσεων.
Δικά τους βγάζουν δελτία και μας ζητούν
της αγρύπνιας να πάρουμε τον δρόμο.
Νικητές να γίνουμε και ώριμοι διάδοχοι τους.
Το σκληρό κορμί της Άνοιξης να σπαθίσουμε
γλυκιά για να γίνει αδερφή έτσι που οι
μάνες να μην κοιτούν ύποπτα τις ξεχαρβαλωμένες
ράγες και τα σπασμένα κλειδιά που η μοναξιά
τα κατοικεί και η εντροπία.