Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Η γλώσσα των γερόντων

Όλα τα μονοπάτια οδηγούσαν
στον ουρανό. 
Μοναδικός ο δρόμος αυτός
σαν του έρωτα το μοναδικό πετράδι
που κρατούσαμε στα χέρια μας
από παιδιά ακόμα στους αχυρώνες. 
Μπαίναμε στα σύννεφα και
τα βουρτσίζαμε με τα δάχτυλα
όμορφα να δείχνουν. 
Περνούσαμε καλά κι άνετα
μες στη μαλακωσιά τους, βγάζαμε
τα άρβυλα ξελαφρώναμε. 
Μαζί μας είχαμε φέρει ενδύματα
πορφυρά και ντύναμε  τα σύννεφα 
απ' άκρη σ' άκρη, έφευγαν οι ώρες
γρήγορα κι έφτανε να αποσώνει 
το φως της μέρας και να συντρίβεται
πέρα στα βουνά. 

Το δειλινό σφάδαζε δίπλα
στα ερωτευμένα ζευγάρια με το
ξυραφάκι του πόθου να τους ματώνει 
τα χείλη. 
Γεμίζαμε αίματα και κάτι μεγάλα
θεόρατα σκυλιά μας έπαιρναν 
τότε στο τρέξιμο. 
Γάβγιζαν κι από το στόμα τους
έτρεχε ασημένιο το σάλιο τους. 
Μας έφταναν, βορά οι σάρκες μας
στα δόντια τους γίνονταν. 
Έπεφτε πυκνό το αίμα μας κι επέπλεε
πάνω στους καθρέφτες των σύννεφων
τρομάζαμε. 

Τα σκυλιά υποχωρούσαν κι εμείς
γιορτάζαμε την ελευθερία μας δίπλα
στα μποστάνια με τα καρπούζια. 
Κόβαμε στα τέσσερα ένα από αυτά
και γευματίζαμε. 
Με πρησμένες κοιλιές γιορτάζαμε
τα επινίκια και σε διπλούς
μπαίναμε χορούς. 
Κοντά μας οι γέροντες ενθουσιώδεις
μας χειροκροτούσαν, γαληνεύαμε. 
Μας μιλούσαν αινιγματικά δεν
τους καταλαβαίναμε κι αυτοί 
με το στόμα ανοιγμένο ως απάνω
γελούσαν δυνατά. 
Σταματούσαμε το χορό και τους
περνάμε στο κατόπι, τους φτάναμε
δεν μας εξηγούσαν. 

Έμπαιναν στις συννεφοσπηλιές 
κλειδώνονταν και παρέδιδαν τα
κλειδιά στους αγγέλους. 
Εμείς χωρίς κλειδιά δεν είχαμε
άλλο δρόμο να πάρουμε παρά 
αυτόν του γυρισμού. 
Με λαβωμένα τα πόδια φτάναμε
σπίτια μας. 
Οι κυράδες μας όλο απορία
μας ρωτούσαν τι πάθαμε. 
Δεν απαντούσαμε οι γέροντες
μας είχαν πάρει και τη φωνή. 
Πλενόμασταν και πέφταμε στα
κρεβάτια σχεδιάζοντας νέα ταξίδια. 
Ο νους μας ήταν στους γέροντες, 
στη μυστική τους γλώσσα κι εμείς
απελπισμένα ψάχναμε τρόπους 
για το πως θα τους δελεάσουμε 
να μας δεχτούν πάλι πίσω με
μια αρμαθιά κλειδιά στα χέρια. 

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

haibun

Απόδραση στην εξοχή. 

Πήρε τον σπάγκο, την ψαλίδα του μπαμπά απ' την αποθήκη κι ένα καλάθι φτιαγμένο από τσιγγάνικα χέρια. Ανέβηκε στο ποδήλατο της κι έφτασε γρήγορα στο κοντινό λιβάδι. Κατάσπαρτο το μέρος με λογής λογής αγριολούλουδα. Κυρίαρχες οι παπαρούνες, τα χαμομήλια και οι μαργαρίτες. Ζωηρόχρωμες πεταλούδες πετούσαν τριγύρω προσθέτοντας τις δικές τους πινελιές στο τοπίο.

Γλυκιές ευωδιές
λουλούδισε ο τόπος-
μεθά ο αέρας.

Στήριξε το ποδήλατο στο πεύκο που βρίσκονταν καταμεσής του λιβαδιού. Ένα αεράκι μπάτσισε το πρόσωπο της. Ανέπνευσε βαθιά κι ένιωσε δέος αντικρίζοντας όλη την γύρω ομορφιά. Με ταχύ βήμα κατευθύνθηκε προς τη άκρη του λιβαδιού όπου υπήρχε μια κοντή λυγαριά. Με την ψαλίδα, έκοψε πέντε έξι βέργες κι έφτιαξε ένα περίτεχνο στεφάνι με τα ευλύγιστα κλαδιά.

Πάνω στο λόφο
στοιχισμένες κυψέλες-
μέλισσες πετούν.

Κρατώντας το καλάθι στο χέρι άρχισε να μαζεύει αγριολούλουδα 
Δεν χρειάστηκε κόπος πολύς μιας και η γη έμοιαζε με ένα αφράτο από λουλούδια χαλί. Μόλις γέμισε το καλάθι ως πάνω φτεροκόπησε η καρδιά της σαν ελεύθερο πουλί. Σήκωσε τα μανίκια ψηλά και στρώθηκε στη δουλειά. Θα έφτιαχνε ένα πολύχρωμο στεφάνι με σκοπό να στολίσει την εξώπορτα του σπιτιού.

Μια μαργαρίτα 
απαντήσεις δεν δίνει-
μυστικά κρατά.

Ξετύλιξε τον σπάγκο, κι άρχισε να παίρνει λίγα λίγα απ' τα λουλούδια πλέκοντας τα προσεχτικά γύρω απ' το στεφάνι. Σε λίγη ώρα ήταν έτοιμο. Έδειχνε πράγματι πανέμορφο. Που και που είχε μπήξει μερικά κλωναράκια πεύκου για να σπάει τη μονοτονία. Σηκώθηκε όλο χαρά, το έβαλε πάνω στα ξέπλεκα μαλλιά της κι άρχισε έναν τρελό διονυσιακό χορό. Έμοιαζε με νεράιδα που μόλις βγήκε απ' το ποτάμι.

Λαμπρός ο ήλιος  
δροσοσταλίδες σβήνει-
στεγνώνουν  τ' άνθη.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

Φανερός στόχος

Κλείσε μου τα μάτια
θα βλέπω με τους πόρους. 
Σφάλισε μου το στόμα
θα μιλώ με το δέρμα. 
Κάλυψε μου τα αυτιά
θα ακούω με τα νεύρα. 
Σφράγισε μου τη μύτη
θα οσμίζομαι με τις παρειές. 
Ψαλίδισε μου τα μαλλιά
θα ομορφαίνω με τον έρωτα. 
Βγάλε μου τα νύχια
θα γρατζουνάω με τα μολύβια. 
Ξερίζωσε μου την καρδιά
θα αγαπάω με το αίμα. 
Σύντριψε μου τον θώρακα
θα αναπνέω με τις ραβδώσεις.  
Δέσε μου τα χέρια σφιχτά
θα αγγίζω με τις φλέβες.
Κόψε μου τα πόδια σύριζα 
θα περπατάω με τη φαντασία. 
Σύλησε τα όλα μπορείς. 
Ένα μονάχα αλώβητο θα κρατήσω. 
Δεν θα στο παραδώσω. 
Το μυαλό. 
Αυτός είναι ο στόχος. 
Δεν θα το βρει ποτέ σφαίρα. 
Δεν θα το κάμψει η συντριβή
κι η αδράνεια. 
Εκεί σταθμεύει η ζωή μου όλη. 
Με τις ήττες της και τις εκπορθήσεις. 
Με τις μάχητες και τις ανακαταλήψεις. 
Με τα αδήριτα θέλω και τα εκατοντάδες
μαντήλια που μέσα τους κρύβω 
τους διαλεχτούς σπόρους μην και χαθούν
στο διάβα των αιώνων απ' τη γη.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Θρυαλλίδα

Λαβωμένα, κλαμένα ματωμένα
δυο παιδιά τρέμουν σύγκορμα.
Δυο παιδιά μοναχά, κροταλίζουν
τα δοντάκια τους σαν κλακέτες
γελωτοποιού.
Βλέμματα λες, τρομαγμένου ζώου
που έχασε φωλιά και φαμίλια
μέσα σε μια νύχτα.
Τρέμουν σαν φύλλα,
δυο αγγελούδια, δυο ορφανά.
Φύλλα από δέντρο που το ποντίζει
ο άνεμος.
Το δέντρο ψηλό σαν το μπόι
της πατρίδας.
Πλατάνι, έλατο, σφένδαμος
κι αυτά μικρές ριζούλες
παραχωμένες σε κενοτάφιο
ηρώων.
Ψυχούλες έρημες χωρίς
δικούς τους νεκρούς.
Μια βόμβα αφού έσπασε
στα δυο τις πλάκες τις άφησε
να χάσκουν αίολες στο κενό.

Δυο παιδιά, έρμαια
του σκληρού μαύρου μετάλλου,
του καπνού και της εντεταλμένης
απόφασης.
Αγκαλιάζονται.
Φιλιούνται.
Υπόσχεση δίνουν.
Τα ματωμένο τους ρούχο
σημαία θα γίνει.
Τα κλαμένα τους μάτια
μελάνι για το τραγούδι της
επανάστασης
Τα λαβωμένα τους χέρια
κουπιά σε θάλασσες ειρηνικές.
Όρθια η ζωή τα χειροκροτεί.
Αγκαλιάζονται, σμίγουν οι ρίζες,
θεριεύουν, αντέχουν.
Δυο θρυαλλίδες γίνονται σε έναν
κόσμο που ζητά να τα αφανίσει.
Ανάποδα τον γυρίζουν.
Αντιστέκονται...

Για τους μικρούς αγωνιστές της Παλαιστίνης

Οι ορχιδέες

Έχουμε γιορτή στο σπίτι
τελευταία.
Πέταξαν ματάκια οι ορχιδέες.
Με διαφορά μιας βδομάδας
η μία από την άλλη.
Δεν θα αργήσουν να φανούν
και τα άνθη τους.
Ξέρω πως άοσμα θα είναι αλλά
πέρα για πέρα εντυπωσιακά
σαν τα χάρτινα λουλούδια
που κόβαμε στο γλασέ χαρτί
στο νηπιαγωγείο για να φτιάξουμε
το μαγιάτικο της γιορτής στεφάνι.
Σίγουρα το Μάη θα έχουν
ανθίσει κι οι δυο.
Η μία με ροζ άνθη κι η άλλη
με λευκά.
Τα ροζ άνθη θα υπερτερούν
σε αριθμό και σε ζωντάνια.
Βλέπεις τα λευκά πάντα
πιο αδύναμα θα είναι σε σχέση
με τα άλλα χρώματα.
Αδύναμα κι εύθραυστα αλλά
τόσο αγνά και ιερά σαν τα χέρια
Της Παναγίας που κάτω
από τον σταυρό αγγίζουν
με θλίψη τα καρφιά
Του Μονογενή της. 

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Προσκλητήριο

Για εσάς γράφω και ξενυχτάω
ποιηταράδες που βρίσκεστε ακόμα
στα ζεστά κρεβάτια σας.
Έρχομαι μέσα στη δίνη
του παμπάλαιου ύπνου σας
κρατώντας μόνο άχρωμα
ονείρατα στις αποσκευές μου.
Όσο κι αν απελπιστικά με παρακαλάτε
δεν σας παραχωρώ ούτε μία υποψία
από χρώμα γιατί απλά εγώ μόνο
από το κόκκινο του πάθους
ξεχειλίζω που εσείς σαν ιταμή πληγή
αποστρέφεστε μην και κάψει
την απαλή σάρκα των ποιημάτων σας.

Όταν ξυπνήσετε έντρομοι το πρωί
σας πιάνει παράκρουση γιατί τίποτα
δεν έχετε να θυμηθείτε από το
νυχτερινό σας ταξίδι.
Έχουν καεί ολοσχερώς οι σελίδες
σας και με απόγνωση συγγράφετε
καινούργιες.
Πόσο σας συμμερίζομαι όταν
αγόγγυστα στριμώχνεστε
για ώρες κάτω από τον ήλιο,
σε ατελείωτες ουρές, για να
προσκυνήσετε της μούσας το αβρό χέρι.
Πολλές φορές αυτή σας απωθεί
ανεβασμένη στα ψηλοτάκουνα
παπούτσια της και τυλιγμένη
με την πάχνη της έμπνευσης.
Στέκεστε μπροστά της με τις
ογκώδεις συλλογές σας, της
ψιθυρίζετε ακατάληπτα ποιήματα
εις μάτην όμως.

Δεν νιώθετε την ακαταδεξιά της
κι επιμένετε ωσάν μωροί
να εκπλιπαρείτε.
Αυτή διαλέγει πάντα μόνη της
με ποιον ευνοούμενο θα κοιμηθεί ή όχι.
Αποτραβιέστε στο τέλος πληγωμένοι
γεμίζοντας με ιερογλυφικά
τα μαθητικά σας τετράδια.
Όσο κι αν σας καλώ να έρθετε
κοντά μου δεν με ακούτε και με
σπρώχνετε μες τη νύχτα να ζω.
Του πάθους το κόκκινο μπορεί
να σας κάψει αλλά ξέρει να γράφει
πάνω στα αποκαΐδια τα αρτιότερα
της ζωής συναξάρια.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Η κιβωτός

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι
από ανέμους ανώνυμους
στη θάλασσα φτάσαμε ενεοί
χωρίς κουπί, σανίδα
και σωσίβιο να μας παραστέκουν.
Βουνά τα κύματα μας κατάπιναν.
Κρύα τα ρεύματα μας έζωναν.
Ύφαλοι, βράχια και σκόπελοι
στα πλευρά μας κάποια
δυσανάγνωστα μηνύματα
χαράκωναν με τις προεξοχές τους.
Πονούσαμε!
Πως να ζήσουμε;
Πώς να σωθούμε;
Πώς να απαγκιάσουμε
σε ένα πέλαγος σπαρμένο
με σπασμένα όστρακα
και αμέτρητα φύκια όμοια
με φίδια ποταμίσια;

Σχεδία κάναμε το στέρνο μας
και πηγαίναμε στα μάκρη.
Τα χέρια μας κουπιά
ανοιχτά τα αφήναμε
στα κελεύσματα των γλάρων.
Οι μόνοι συνοδοί μας.
Αυτοί μας μιλούσαν, αυτοί
μας έτρεφαν και σε αυτούς
εμπιστευόμασταν της καρδιάς
τα αινίγματα και τα σμιλευμένα
του νου μας πετράδια.

Κουραστήκαμε τη γαλάζια
να θωρούμε επικράτεια.
Ζοριστήκαμε στις σπηλιές,
μικρά τα στόμια πώς να μπούμε;
Αφρόψαρα δεν είχε εκεί ούτε
άλλη ζωή καμία.
Η μοναξιά μας αδέσποτος
κεραμιδόγατος λαβωμένος
που τα θηλυκά τον εγκατέλειψαν.
Καράβια κι αν περνούσαν
δεν μας έβλεπαν τι μας έλειπαν
τα μαντήλια κι οι ψηλοί καπνοί.

Καταποντισμένοι ψάχναμε μια
ακτή να μας δεχτεί.
Στο τέλος, αφού γδάρθηκε
η ψυχή μας και το αμόνι
του νου δεν λειτουργούσε πια,
μια και μόνη ξηρά βρήκαμε.
Μια ξέρα, μια πατουλιά γης
για να ξαποστάσουμε.
Ευτυχήσαμε δυο δελφίνια,
μια φώκια, έναν θαλάσσιο
ελέφαντα και μια κοντακιανή
ελιά.
Πνίξαμε τη μοναξιά μας
κι απολαύσαμε το νέο μας μετόχι.
Πέτρα σκληρή.
Στα στερνά φτιάξαμε μια κιβωτό,
τους άλλους ναυαγούς της μοίρας
κατά πως τους πρέπει να υποδεχτούμε.

Χαϊκού

19 χαϊκού για την Άνοιξη

Πελαργοί πετούν
ήρθαν τα χελιδόνια-
γεμάτες φωλιές. 

*
Ξερό το χώμα
ισχνές οι παπαρούνες-
ήλιος διάπυρος.

*
Άνθη κερασιάς
θαλερά ασφοδίλια- 
γη της άνοιξης.

*
Κρύο αγέρι
ανθισμένες κερασιές-
χλοερός κάμπος. 

*
Ανάσα κοφτή
λουλούδια της μανόλιας-
κήπος εύοσμος. 

*
Φέτα φεγγαριού
μυρωδάτες οι φρέζες 
ύπνος ελαφρύς. 

*
Άνοιξη ξανά-
φλογέρες στα λιβάδια
κουδουνίσματα. 

*
Λαμπρό πρωινό
βιολέτες μες τις γλάστρες-
ήχοι σήμαντρου. 

*
Ξυπνούν τα φίδια
κελαρύζουν ρυάκια-
ο λόγγος δασύς.

*
Μέλισσες πετούν-
ανθισμένες αχλαδιές
άρωμα λεπτό. 

*
Λεπτό κουκούλι
έφοδος πεταλούδας-
γύρη στα φτερά. 

*
Ασημιές κλωστές
τα σαλιγκάρια βγήκαν-
άνοιξης βροχή. 

*
Κρίνα στα χέρια-
ανοιξιάτικη μέρα
πουλιά κελαηδούν. 

*
Χαρωπή κόρη
ασφοδέλους μαζεύει-
στεφάνια γιορτής. 

*
Λάμψεις κίτρινες
βγήκαν οι μαργαρίτες-
σταγόνες βροχής. 

*
Φίνο άρωμα
ταπεινό χαμομήλι-
μπρίο του δυόσμου. 

*
Αρχή άνοιξης-
ευωδιαστά ζουμπούλια 
βολβοί στο χώμα. 

*
Πτήσεις χαμηλές-
τα πετροχελίδονα 
σκιές στους κήπους. 

*
Μήνας αλλαγών-
κακός παλουκοκαύτης
ήλιος και βροχή. 

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Κολοφώνας

Το μωβ στο φόρεμα
σκληρό σαν αμέθυστος
των κορφών.
Η τσάκιση δεν πέτυχε
στο στρίφωμα.
Διπλές ράγες
που καταγκρεμνίζονται
στο κενό.
Ο εφιάλτης έρχεται
πάντα στην ώρα του.
(Λίγο πριν κλείσει η πόρτα.)
Φοράει σκούρο παντελόνι
με διπλή τσάκιση.
Ολίγον στραβή.
Οι ράγες δεν τέμνονταν
πουθενά.
Αχανές το τοπίο
επίπεδο κι άβατο.

Η γυναίκα κρούει
ένα μικρό κουδουνάκι.
Η αδερφή ξεκουράζεται
στο σαλόνι.
Ο ναύτης μπεκρουλιάζει
στην προβλήτα του λιμανιού.
Το μωβ στο φόρεμα
αναπότρεπτο.
Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη.
Πάει χαμένος των ομματιών του.
Ο πυρσός έσβησε.
Τα μάτια κόκκινα αντί αυτού φωτίζουν.
Το μωβ στο φόρεμα
σκληρό σαν άτεγκτος ήχος.
Ο δικαστής απεφάνθη:
δις εις........
 

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Συνθηκολόγηση

Είχα την αίσθηση πως
κάποιος ήταν μες το δωμάτιο.
Κάτι σαν σούρσιμο ακούστηκε
και νομίζω πως βήματα εντόμου
αφουγκράστηκα πάνω στο παχύ χαλί.
Και ναι, δεν λάθεψα.
Ήσουν εσύ ιδρωμένος ακόμα
από το ταξίδι, αναστατωμένος
από το πυρ ομαδόν των άστρων.
Ήρθες για άλλη μια φορά
πάνω στο σταχτί σου άλογο.
Άκουσα το χλιμίντρισμα του.
Μόνο πρόσεχε, μην το δένεις
μακριά, τώρα τελευταία
περνούν αγέλες λύκων και
μια πεινασμένη αρκούδα ήρθε
προχτές και μού ζήτησε γάλα.
Είχε ένα βλέμμα γυάλινο
δολοφόνου ή μάλλον είχε μια
άδεια ματιά δραπέτη που
ξενοκοιμάται στο βουνό με τις φτέρες.

Φοβάμαι γι αυτό, το άλογο σου λέω,
φοβάμαι και για σένα.
Έρχεσαι ανυπεράσπιστος.
Εγώ όμως σε προσέχω και
σε κλείνω στην χούφτα μου.
Εδώ σε φέρνω ζωντανό.
Τι κι αν σε βλέπω σαν μέσα
απ' όνειρο καταφέρνω να σε αγγίζω.
Δεν ξέρω πώς, μην το ρωτάς.
Είσαι όμορφα ντυμένος,
μόνο που έκανες πάλι το ίδιο λάθος
και δεν άλλαξες παπούτσια.
Τα σανδάλια που φοράς είναι
από εκείνο το παιδικό θεατρικό
που είχα παίξει, πάλιωσαν
και δες τα δεν εφαρμόζουν
στο πόδι καλά, θα σκοντάψεις.
Την επόμενη φορά βάλε
εκείνα τα ταμπά λουστρίνια
που μισοτιμής πήραμε στην
αγορά, δεύτερο χέρι ήταν.

Πόσο σου πήγαιναν!
Ήταν δύο νούμερα μεγαλύτερα
σού έκαναν όμως μια χαρά.
Εκείνος που τα είχε πριν
από εσένα τα είχε προσέξει,
δεν τα στραβοπάτησε, είχε
ελαφίσιο πέλμα σαν το δικό σου
και χωρίς κανένα ίχνος πλατυποδίας.
Αυτά να βάζεις.
Επιμένω στα παπούτσια
όπως βλέπεις με το πείσμα
μικρού παιδιού γιατί αν χαθώ κάποτε
με αυτά θέλω να μ' αναζητήσεις.
Μόνο σε αυτά τα βήματα
ξέρω να υπακούω,
όμοιο στρατιωτάκι σε παρέλαση
καρναβαλιστών σε έτη αλλοτινά.
Καταδικά μας.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

haibun

Το ιερό σκεύος

Από το πρωί έβρεχε ασταμάτητα. Στο σπίτι ήταν όλα ήσυχα. Η γάτα στη μαξιλάρα της, το καναρίνι κουρνιασμένο στο κλουβί κι η μικρή αράχνη στον ατελή ιστό της. Αυτή μόνη ντυμένη βαριά με κασκόλ και γάντια περίμενε να κοπάσει λίγο η βροχή για να φύγει και να βγει έξω.

Σκούρα σύννεφα-
ήρθαν τα πρωτοβρόχια
η γη ξεδιψά.

Κατά το μεσημεράκι η βροχή χαμήλωσε λίγο. Βγήκε έξω πήρε το ποδήλατο της κι έφυγε. Η αποστολή της ήταν να πάει στο ταχυδρομείο να ρίξει ένα γράμμα. Ποδηλατώντας στη βροχή νόμιζε πως οι σιγανές ψιχάλες έβγαιναν από ένα ιερό σκεύος κι έπεφταν χαλαρά επάνω της και την έραιναν.

Χλόη στον κήπο-
βγήκαν τα χρυσάνθεμα
ήλιοι κίτρινοι.

Στο δρόμο προς το ταχυδρομείο συνάντησε μια πολύ κοντινή της φίλη που έκανε κι αυτή ποδηλασία. Την ακολούθησε ώσπου στο τέλος κατέληξαν στο μικρό καφέ για να πιουν ένα αφέψημα. Εκεί της μίλησε με θέρμη για τον τελευταίο μεγάλο της έρωτα και για το περιεχόμενο του γράμματος που είχε στείλει.

Στολίδια της γης-
σκούφοι των κυκλάμινων
οι μίσχοι λεπτοί.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Πρωινή βάρδια

Ποτέ δεν μένει ανενεργή
η χιλιόχρονη καρδιά μου.
Ξυπνάει πρωί πρωί στιλβώνει
τα παπούτσια, τροχίζει
τα μαχαίρια, αερίζει το σπίτι
κι ύστερα καταπιάνεται
με το ζύμωμα, κανείς να μην
πεινάσει.
Παίρνει σκληρό αλεύρι,
νερό βρόχινο, προζύμι
και αγουρέλαιο ανασηκώνει
ως πάνω τα μανίκια κι αρχίζει.
Φτιάχνει εφτάζυμους άρτους,
μοσχοβολιστά κριτσίνια,
αφράτα παξιμάδια και για
το τέλος αφήνει τα πρόσφορα
για να μερώσει λίγο
τους απαιτητικούς νεκρούς.

Όταν τελειώσει βγαίνει στο
θεωρείο του σώματος κι αρχίζει
το σερβίρισμα.
Κερνάει καφέδες, υποβρύχια,
μαύρη σοκολάτα και τσάι
του βουνού τους νυχτερινούς
της επισκέπτες.
Κι είναι πολλοί αυτοί που
την τιμούν με την παρουσία τους.
Μικρά παιδιά του πολέμου,
μανάδες στοργικές με
σακατεμένα χέρια, ερωτευμένοι
έφηβοι και γέροντες που της
μαθαίνουν απέξω την ιστορία.
Γιατί η ιστορία αν ξεχαστεί
μυρίζει άσχημα: κομμένο μυαλό,
σάρκα σαπισμένη και πρωτόγαλα
που ξίνισε πριν καν βγει.

Για όλους και για όλα φροντίζει
κι όταν τελειώσει καλεί κοντά
της τον άγγελο της και
το σφαγιασμένο αηδόνι για να
εξευμενίσουν με το τραγούδι
τους την ημέρα που καταφτάνει.
Ύστερα απ' όλα αυτά φορά
τα στιλβωμένα της παπούτσια,
ρίχνει ένα σάλι πάνω της
και βγαίνει απ' το σπίτι.
Τραβά για την πολιτεία
σφυρίζοντας τη διεθνή.
Εκεί συναντά τους εργάτες
της πρωινής βάρδιας
και μαζί τους πηγαίνει
στη δουλειά για να προάγει
στον άμβωνα του νέου κόσμου
τα διότι του μόχθου, του αγώνα
και της εγκαρτέρησης. 

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Μια απροσδόκητη άνθιση

Από το παράθυρο είδε το δέντρο
ανθισμένο.
Ταράχτηκε, τα έβαλε με
τον εαυτό της.
Πώς και δεν το πρόσεξε νωρίτερα;
Πώς το άφησε να ανθίσει χωρίς
την δική της επιρροή;
Λεπτό - λεπτό πώς δεν είχε
συμμετάσχει στη μεγαλουργία του;

Έβαλε τα τσόχινα γάντια της
και κατέβηκε στον δρόμο.
Το δέντρο εκεί να την κοιτάζει
μέσα από την πλήρη του άνθιση.
Κάποια πέταλα μάλιστα είχαν
πέσει κάτω.
Έσκυψε τα μάζεψε και τα παράχωσε
στην τσέπη της.
Απομακρύνθηκε με μια αίσθηση
αρμονίας να διαπερνάει την σκέψη της.

Στο σπίτι έκανε μια μεγάλη
ανδραγαθία: πήρε τα πέταλα,
στόλισε τα μαλλιά της κι έπειτα
μπροστά στον καθρέφτη της
εισόδου άρχισε να γελάει δυνατά.
Σήμερα θα αποτίναζε τα δεσμά της
με το θεριό.
Διακαώς πόθησε την δική
της άνθιση κι έξαφνα πριν
ακόμα γείρει το κεφάλι αριστερά,
ήρθε και την βρήκε ασυγκράτητη
η χαρά σφαλνώντας της τα χείλη.

Οι καταχραστές

Το γκρι φουστάνι είχε
ξεχαστεί στη ντουλάπα.
Μετά την εκδημία της
μαμάς κι όταν πήραμε
να μοιράσουμε τα ρούχα
βρήκαμε στο στρίφωμα
του τις πέντε χρυσές λίρες.
Ήταν το δίχως άλλο
ο οβολός της για την
απέναντι όχθη που
εμείς καρπωθήκαμε
ως άλλοι ψυχοπομποί.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Ο μικρός άλτης

Απ' όταν έφυγες μια θάλασσα
μπήκε ανάμεσα μας και μας χώρισε.
Θάλασσα πλατιά αφιλόξενη
τρικυμιώδης.
Μέσα της πνίγονται αύτανδρα
τα καράβια και στη ζοφερή τους
πορεία τα ακολουθούν κάποιες
γοργόνες γερασμένες κι αμίλητες.
Είναι καιρός που σταμάτησαν
να ρωτάνε το οτιδήποτε και
το μόνο που κάνουν είναι
να κρατούν στα χέρια τους
μαύρα μαντήλια του πένθους.

Κοίταξε τα πως επιπλέουν στην
επιφάνεια, μη γελαστείς
και νομίσεις πως είναι βραχονησίδες
και κολυμπήσεις κοντά τους για να πας.
Μην πλησιάσεις αυτά τα μαντήλια
μαύρο ξερνούν δηλητήριο και θα αρρωστήσεις,
θολούς ανεβάζουν καπνούς
και θα ζαλιστείς και η ύφανση
τους πολύπλοκη είναι και πυκνή
κι αν πέσεις μέσα της θα σε καταπιεί
ολάκερο όπως το μυθικό κήτος τον Ιωνά.

Τώρα θάλασσες μας χωρίζουν,
μίλια πολλά μας απομακρύνουν.
Οι κόσμοι μας δεν συγκλίνουν
πουθενά.
Χάος, άβυσσος, λησμονιά, έρεβος
αναμεταξύ μας, καθόλου στεριά να βγουν
τ' αγριολούλουδα.
Εσύ ψηλά να πετάς και με τους
σταυραετούς να σμίγεις
και τα θαλασσοπούλια
κι εγώ μαινάδα να γίνομαι
να ψάχνω το παιδί εκείνο
που στο σκάμμα του έρωτα
τρία πηδούσε μέτρα.
Αυτό το παιδί ξέρει καλά
πως να καταργεί τις αποστάσεις.
Πολλά έχει χαλίκια στις τσέπες του
κι αν τα αφήσει να πέσουν
γέφυρες θα γίνουν και θαλασσοσπηλιές
για να μην κλαίει μόνη της η αγάπη.