Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Απόκοσμοι γόοι


Το παλιό μεγάλο τραπέζι
το κατεβάσαμε στο κατώι.
Είχε έρθει η εποχή να το αλλάξουμε.
Σαρακοφαγωμένο και στα δύο του
πόδια, χόλωνε σαν τον κουτσό που
ξέχασε την μαγκούρα του στο καφενείο
δίπλα στην μαντεμένια ξυλόσομπα και
τώρα αδυνατεί να περπατήσει πάνω
στον χαλικόδρομο και πώς να γυρίσει
πίσω που έπεσε αντάρα κι ομίχλη γύρω;

Το τραπέζι αυτό πόσες δεν γνώρισε δόξες.
Τραπεζώματα των Κυριακών, των γιορτών,
των πρωινών, των δραμάτων και άλλα 
ξεστρωμένα της ελεημοσύνης γεύματα.
Πάντα μια νηστική τσιγγάνα θα ερχόταν
την παλάμη να διαβάσει 
Πάντα ένας ωραίος τρελός θα έφτανε
με τα πριονισμένα ποιήματα να γευματίσει
πρόχειρα ουρανό.
Κι άλλοτε πάλι ένας λαχανιασμένος οδοιπόρος 
με άδειο το ντρίλινο του ταγάρι
Έβγαινε καλοσυνάτα το χοιρομέρι, οι σπαστές ελιές, 
το γίδινο τυρί και το
ζυμωμένο με δάκρυα και μόχθο ψωμί.

Προικιό της γιαγιάς ήταν μαζί με τις 
ψάθινες καρέκλες στο ίδιο σκούρο χρώμα.
Ξύλο βαρύ, καρυδένιο που το πλάνισμα
το φίλησε και λείανε τις ακίδες του.
Κράτησε στην πλάτη του γεγονότα πολλά
Είδε πολέμους, μισεμούς, νόστους, 
αρραβωνιάσματα και ξόδια μικράτων.
Άντεξε, σε πολλά μικρά και μεγάλα νέα.
Έσφιξε δόντια σε αποχωρισμούς.
Δεν λύγισε σε αποκοτιές κι αλισβερίσια.
Ώσπου από μέσα τραύματα ένιωσε πολλά
Άλλωστε γνωστό είναι πως από μέσα
πέφτει η πόλη πάντα.

Το σαράκι ύπουλα το ξεγέλασε κι άνοιξε
την κλειδαριά της καρδιάς του και μπήκε.
Το κατάφαγε όπως η γη τρώει το σώμα 
αργά συντριπτικά και σταθερά.
Νομίζω πως η γιαγιά θα θρηνεί στα 
περιβόλια που ζει κι αν δεν λαθεύουν τα
αφτιά μου ως εδώ φτάνει τις νύχτες
ο λυγμός της πνιχτός απ' τα δάκρυα.

Έλαβε μέρος στο 29ο Συμπόσιο ποίησης όπου 
παρουσιάστηκαν σπουδαία ποιήματα. Χίλιες 
ευχαριστίες στην Πυργοδέσποινα για την 
άρτια διοργάνωση!