Απόψε να 'ρθεις, τώρα που η μοναξιά σαν ξυπόλητη ζητιάνα ζητά ακολούθους.
Απόψε έλα, φοβάμαι τη νύχτα, με απειλεί με τα κυρτά της νύχια συνεχώς.
Ναι απόψε σε θέλω, την ώρα που ενώνονται όλες οι εποχές σε μία ομιχλώδη σκιά.
Άναψα το τζάκι, έβαλα και χλωμά κεριά στα παράθυρα σαν σύθαμπο να μοιάζει.
Ζέστανα το σπίτι με του έρωτα τα κυπαρισσόμηλα.
Δες γύρω πως ευωδιάζει ο χώρος σαν καμένο ρετσίνι, σαν τη ψυχή του γέρου πεύκου.
Γιατί έχουν ψυχή τα δέντρα, μακριά χέρια και μεγάλους οφθαλμούς.
Βλέπουν, ακούνε, αισθάνονται, ξέρουν την αλφαβήτα του χώματος απέξω.
Άκου που σου λέω ξέρουν ακόμα και να μιλούν σε μια γλώσσα άγνωστη στους πολλούς.
Εσύ που έχεις σπουδάσει τη διάλεκτο των φύλλων θα καταλάβεις τι σου λέω.
Εγώ συχνά συνομιλώ μαζί τους κυρίως με τις λεύκες των πεζοδρομίων.
Έχουμε πολλά μυστικά, στήνουμε συμπόσια κι αγαπάμε τους τρελούς.
Θα έχεις ακουστά του Κωσταντή τις συνομιλίες, έτσι κι εγώ μπιστικά μιλώ μαζί τους.
Μια μέρα πάνε χρόνια που χιόνιζε κι αυτά τρεμούλιαζαν
τους έδωσα το κασκόλ μου και τα γάντια μου.
Τι χάρες έκαναν, δεν λέγεται, ακόμα το θυμάμαι, σαν να ήταν χτες.
Απόψε έλα, θα σου φτιάξω ζεστό τσάι με μύρτιλλα και μέλι.
Έχω και εκείνα τα παλιά γρατζουνισμένα βινύλια, στη μουσική τους να μεθύσουμε.
Γιατί ξέρω πως αγαπάς πολύ τη μουσική, τη ζωγραφική και τους περιπάτους στα μουσεία.
Χτες πήγα σε ένα μουσείο με περίεργα εκθέματα.
Δεν είχε αγάλματα, χρυσά περιδέραια, μάσκες και προσωπίδες
αλλά μόνο κομμένα ανθρώπινα μέλη.
Χέρια, πόδια, κεφαλές, ακροδάχτυλα και φαλλούς, τεράστιους φαλλούς σε στύση
Όλα φτιαγμένα από πηλό.
Θυμήθηκα τα παιδικά χρόνια που φτιάχναμε ανθρωπάκια από πηλό
και κάτι τεράστια φίδια που τα διπλώναμε και τα μεταμορφώναμε σε καλαθάκια.
Τα στεγνώναμε στον ήλιο κι έπαιρναν ένα υπέροχο χρυσαφί χρώμα.
Ωραίες εποχές με ανοιχτές αγκάλες κι ευωδιαστά ρούχα από το σαπούνι της ελιάς.
Γι αυτό σου λέω, έλα μην αργείς να πλάσουμε μαζί πάλι τα ίδια ανθρωπάκια,
να φτιάξουμε κυματιστά καλαθάκια, να παίξουμε με τα καραμελόχαρτα σαν να είμαστε παιδιά.
Μα τι λέω τώρα, πως να τα κάνουμε όλα αυτά με ματωμένα τα χέρια από τη λάμα του πόνου.
Δεν πειράζει όμως έλα θα παίξουμε στο φινάλε με τα μαντήλια μου.
Θα δέσουμε πολλούς κόμπους για να ενώσουμε τον κόσμο,
να δώσουμε λίγο χρώμα στα παιδικά μάγουλα, να ρίξουμε το συρματόπλεγμα που μας χωρίζει.
Έχω πολλά μαντήλια ανοιχτόχρωμα όλα, μπορούμε να φτιάξουμε ένα τεράστιο κύκλο
που θα χωράει όλη τη πλάση.
Όμορφη πλάση, ολόδροση, λαμπερή, χρωματιστή, σφιχτά δεμένη με ίνες βαμβακιού
Έλα, φοβάμαι τα σταματημένα ρολόγια, τους ξεκούρδιστους κούκους, τα μεσάνυχτα και τη μοναξιά Κρατάς το κλειδί, ξέρεις που ζω, γνωρίζεις τους χτύπους της καρδιάς μου δεν θα μπερδευτείς καθόλου.
Έλα!