Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Η έκρηξη

Ο ορός δεν στάζει μαμά
φώναξε τους γιατρούς.
Τους δικούς σου γιατρούς.
Αυτούς του ουρανού.
Φορούν χαβανέζικα ρούχα
και δεν τους φοβάμαι μαμά.
Εδώ στη γη όλα παγώνουν.
Οι γιατροί φορούν άσπρες
μπλούζες σαν τις σελίδες
του τετραδίου που άγραφο
θα μείνει και ξεχασμένο
το ποίημα θα γίνει κατακάθι
που η λύπη το κυβερνά.
Φοβάμαι μαμά τα σχέδια του
φλιτζανιού, τις κλειστές
πόρτες τρέμω κι εκείνο
το στεφάνι στο χείλος
πένθιμο είναι και σε ξόδι
ταιριάζει.

Τους δικούς σου γιατρούς
να φωνάξεις μαμά.
Εδώ οι πιο πολλοί γιατροί
δεν αγαπούν τα ποιήματα.
Έχουν νυστέρια, βελόνες
και ψαλίδια
στα χέρια και αίμα στάζει
από τους καρπούς τους.
Τρομάζω μαμά.
Τα ματωμένα χέρια τους
μαμά τρομάζω πιο πολύ.
Μου σφραγίζουν το στόμα,
δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Μου κλείνουν τα μάτια
και στη φαντασία μου
διπλή κλειδαριά περνούν.
Δεν μπορώ την εικόνα σου
να κοιτάζω και απ' την άκρη
της ποδιάς σου να κρατηθώ
σφιχτά με εμποδίζουν.
Μου λερώνουν τα σκισμένα
μου ρούχα και πως θα βγω
στην αλάνα να παίξω μαμά.
Θυμάσαι εκείνη την πάνινη
μπάλα που μου έφτιαξες
τον καιρό της ειρήνης
ακόμα την έχω κάτω από
το μαξιλάρι μου.

Απ' όταν έφυγες όλα άλλαξαν
εδώ μαμά.
Τα νοσοκομειακά σφυρίζουν
διαβολεμένα, οι βόμβες
ανοίγουν τεράστιους κρατήρες,
τα όπλα βγάζουν μαύρο
δηλητήριο και οι άνθρωποι
ακρωτηριασμένοι περπατούν.
Εκεί να έρθω θέλω μαμά.
Εκεί να σου λέω τραγούδια.
Τη μοναξιά σου να ντυθώ.
Μην φωνάξεις τους γιατρούς
ήρθα κοντά σου τώρα.
Είμαι χαρούμενη μαμά, εδώ
οι οροί ζαχαρόνερο κι
ανθόμελο έχουν
και στα κρεβάτια παχιά
στρώματα μας κοιμίζουν.
Το χέρι σου μαμά είναι
στεγνό και καθαρό.
Αγκάλιασε με.
Στο πλάι σου γέρνω.
Από μικρό παιδί αγαπούσα
τα χαβανέζικα ρούχα,
τις λουλουδιασμένες αυλές
και τους ίσκιους των πεύκων
που στρώναμε τα φλοκατά
για να δειπνήσουμε όλοι μαζί.