Έβγαζες τις λαστιχένιες σου μπότες στην είσοδο
κι έμπαινε ορθόστηθη κι ασυγκράτητη η υγρασία στο σπίτι.
Οι κάλτσες σου μύριζαν θειάφι, καμένο ξύλο κι άψητο ψωμί.
Τις έβαζες δίπλα στο τζάκι για να στεγνώσουν,
τρύπιες μανταρισμένες με κόκκινη κλωστή.
Σε παρακολουθούσα με μάτια εκστατικά, δεν μιλούσες,
απλά κοίταζες τις φλόγες, ήξερες τη μυστική τους γλώσσα.
Σε καμάρωνα έτσι τραχύς κι ωραίος που ήσουν.
Μόλις είχες επιστρέψει απ' το κυνήγι ιδρωμένος και αψύς σαν νότιος άνεμος.
Ποτέ δεν έφερνες κυνήγι, μόνο που πάντα έλειπαν
πέντε έξι φυσίγγια απ' τη ζώνη σου.
Στον αέρα σπαταλούσες το μπαρούτι.
Είμαι βέβαιη πως ούτε μια μικρή τσίχλα δεν θα μπορούσες να σκοτώσεις,
πόσο μάλλον έναν αγριόχοιρο που καυχιούσουν στις παρέες σου πως σκότωσες.
Εγώ αινιγματικά σε κοιτούσα, δεν μιλούσα απλά ψήλωνες μέσα μου
όπως ψήλωνες στα μάτια των φίλων σου πόντους πολλούς.
Καμιά ενοχή.
Κανένα παράπονο.
Κανένα κρυφογέλιο.
Γυάλιζες το τουφέκι σου και γελούσες κι ήσουν ένας σωστός αρματοφόρος.
Έπαιρνα την τσίγκινη λεκάνη στην έδινα να πλυθείς.
Το μοσχοσάπουνο θόλωνε το νερό, μύριζε άγριο κέδρο και χαμομήλι.
Το πέλμα σου ελαφρύ, τριβόσουν με κινήσεις διστακτικές
σαν να φοβόσουν μην λαβωθείς.
Σου έδινα καινούργια ασπρόρουχα και την κεντητή πετσέτα της γιαγιάς
να σφουγγίσεις το νερό απ' τους αστραγάλους.
Ήσουν τρωτός και δυνατός μαζί.
Ήσουν γήινος μα και αιθέριος.
Πώς να σε περιγράψω;
Το χνώτο σου μύριζε έλατο, ψημένο καλαμπόκι κι αψιά τσουκνίδα.
Στοιχημάτιζα πως δεν σε γνώριζα.
Συλλογιζόμουν πως δεν σε κέρασα ποτέ γλυκό κρασί.
Όλα απ' την αρχή.
Εσύ, εγώ.
Η αγάπη μας, ο έρωτας μας, όλα απ' την αρχή.
Μπαίναμε στην εφηβεία του κόσμου καμαρωτοί κι ωραίοι.
Όλα απ' την αρχή, εσύ ο αρματηλάτης κι εγώ μια πειθήνια ενοχή,
μια παιδούλα που κάνει ξυραφιές στα τζάμια των πορνείων.