Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Πρωινή βάρδια

Ποτέ δεν μένει ανενεργή
η χιλιόχρονη καρδιά μου.
Ξυπνάει πρωί πρωί στιλβώνει
τα παπούτσια, τροχίζει
τα μαχαίρια, αερίζει το σπίτι
κι ύστερα καταπιάνεται
με το ζύμωμα, κανείς να μην
πεινάσει.
Παίρνει σκληρό αλεύρι,
νερό βρόχινο, προζύμι
και αγουρέλαιο ανασηκώνει
ως πάνω τα μανίκια κι αρχίζει.
Φτιάχνει εφτάζυμους άρτους,
μοσχοβολιστά κριτσίνια,
αφράτα παξιμάδια και για
το τέλος αφήνει τα πρόσφορα
για να μερώσει λίγο
τους απαιτητικούς νεκρούς.

Όταν τελειώσει βγαίνει στο
θεωρείο του σώματος κι αρχίζει
το σερβίρισμα.
Κερνάει καφέδες, υποβρύχια,
μαύρη σοκολάτα και τσάι
του βουνού τους νυχτερινούς
της επισκέπτες.
Κι είναι πολλοί αυτοί που
την τιμούν με την παρουσία τους.
Μικρά παιδιά του πολέμου,
μανάδες στοργικές με
σακατεμένα χέρια, ερωτευμένοι
έφηβοι και γέροντες που της
μαθαίνουν απέξω την ιστορία.
Γιατί η ιστορία αν ξεχαστεί
μυρίζει άσχημα: κομμένο μυαλό,
σάρκα σαπισμένη και πρωτόγαλα
που ξίνισε πριν καν βγει.

Για όλους και για όλα φροντίζει
κι όταν τελειώσει καλεί κοντά
της τον άγγελο της και
το σφαγιασμένο αηδόνι για να
εξευμενίσουν με το τραγούδι
τους την ημέρα που καταφτάνει.
Ύστερα απ' όλα αυτά φορά
τα στιλβωμένα της παπούτσια,
ρίχνει ένα σάλι πάνω της
και βγαίνει απ' το σπίτι.
Τραβά για την πολιτεία
σφυρίζοντας τη διεθνή.
Εκεί συναντά τους εργάτες
της πρωινής βάρδιας
και μαζί τους πηγαίνει
στη δουλειά για να προάγει
στον άμβωνα του νέου κόσμου
τα διότι του μόχθου, του αγώνα
και της εγκαρτέρησης.