Αρτιμελές δεν έχω σώμα.
Ανάπηρη και πολυτραυματίας τριγυρίζω σε ένα αχανές και
αδιέξοδο τούνελ με την ασθενική
μου φύση να φωνάζει και να διεγείρεται.
Από καιρούς έσκαψα στο χώμα την
ολοφυρόμενη καρδιά μου να βρω.
Παντού στριφογυριστές ρίζες, στοές
μερμηγκιών και λείψανα προϊστορικών
ζώων.
Τους χτύπους της άκουγα σιγανά.
Την πλησίαζα μα αυτή διαρκώς
απομακρύνονταν παίζοντας κρυφτό
με έναν τρόπο παιγνιώδη κι επίμονο.
Δεν κατάφερα ούτε ένα πόρο της
να ξαναφέρω πίσω, πόρπη στο στήθος
να τον βάλω.
Ευάλωτη και χωρίς μνήμη ύστερα
στα βουνά κατέφυγα τις καψαλισμένες
φτερούγες μου να ψάξω, τα πλευρά
να μην πονούν με τον νοτιά.
Βράχια ακλόνητα τις έκρυβαν στα
στήθη τους.
Καλέμι πήρα, νύχια αντέτεινα μα μόνο
κάποια θρύψαλα γυαλιού και γούβες
στεγνού αλατιού μου παρουσιάστηκαν μπροστά.
Απουσίες με κύκλωσαν, άρπαγες αετοί
με κυνήγησαν κι ένας μαύρος καβαλάρης
με παρακολουθούσε
Ούτε ένα μικρό φτεράκι δεν πήρα μαζί μου.
Μόνο μια δροσιά ένιωσα στα πέλματα
απ' την επαφή με τις υγρές φτέρες και τα βρύα.
Αίολη κι αμφίσημη στα ποτάμια κατέληξα
την ψυχή μου να φέρω πίσω, τα βαθιά
της τραύματα να θεραπεύσω με τα
δάκρυα των νεράιδων.
Βότσαλα με έδιωξαν, ρουφήχτρες με
κατάπιαν κι οι δρόμοι της πέστροφας
κλειστοί ήταν.
Κύκλους έκανα στο νερό, πάγωνα και
τουρτούριζα με τα χέρια μου αδειανά
τις ραφές της ψυχής δεν ψηλάφησα.
Έτσι άμορφη και ατελής πορεύτηκα
ανάμεσα στις καλαμιές έχοντας κοντά
μόνο την φωνή μου μικρά να φτιάχνω
τραγούδια με δύσκολα ρεφρέν.
Παντού στριφογυριστές ρίζες, στοές
μερμηγκιών και λείψανα προϊστορικών
ζώων.
Τους χτύπους της άκουγα σιγανά.
Την πλησίαζα μα αυτή διαρκώς
απομακρύνονταν παίζοντας κρυφτό
με έναν τρόπο παιγνιώδη κι επίμονο.
Δεν κατάφερα ούτε ένα πόρο της
να ξαναφέρω πίσω, πόρπη στο στήθος
να τον βάλω.
Ευάλωτη και χωρίς μνήμη ύστερα
στα βουνά κατέφυγα τις καψαλισμένες
φτερούγες μου να ψάξω, τα πλευρά
να μην πονούν με τον νοτιά.
Βράχια ακλόνητα τις έκρυβαν στα
στήθη τους.
Καλέμι πήρα, νύχια αντέτεινα μα μόνο
κάποια θρύψαλα γυαλιού και γούβες
στεγνού αλατιού μου παρουσιάστηκαν μπροστά.
Απουσίες με κύκλωσαν, άρπαγες αετοί
με κυνήγησαν κι ένας μαύρος καβαλάρης
με παρακολουθούσε
Ούτε ένα μικρό φτεράκι δεν πήρα μαζί μου.
Μόνο μια δροσιά ένιωσα στα πέλματα
απ' την επαφή με τις υγρές φτέρες και τα βρύα.
Αίολη κι αμφίσημη στα ποτάμια κατέληξα
την ψυχή μου να φέρω πίσω, τα βαθιά
της τραύματα να θεραπεύσω με τα
δάκρυα των νεράιδων.
Βότσαλα με έδιωξαν, ρουφήχτρες με
κατάπιαν κι οι δρόμοι της πέστροφας
κλειστοί ήταν.
Κύκλους έκανα στο νερό, πάγωνα και
τουρτούριζα με τα χέρια μου αδειανά
τις ραφές της ψυχής δεν ψηλάφησα.
Έτσι άμορφη και ατελής πορεύτηκα
ανάμεσα στις καλαμιές έχοντας κοντά
μόνο την φωνή μου μικρά να φτιάχνω
τραγούδια με δύσκολα ρεφρέν.