Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Ο δεύτερος ήλιος

Παχύς ο ίσκιος σου σαν την προβολή πλατάνου 

πάνω στο πλακόστρωτο δρομάκι ώρα δειλινού 

που διαβάτες δέχεται.

Κορμός δυο αγκαλιές, κλαδιά δασιά, χώρο 

να δίνουν στα τζιτζίκια, στα αηδόνια 

και στους πετροκότσυφες.

Δίπλα του μια βρυσομάνα γάργαρο να τρέχει το νερό 

σαν το αίμα στις δικές σου φλέβες 

την ώρα των στεναγμών.


Αγαπώ την δροσιά του κορμιού σου 

και το δισάκι μου δένω πάνω στο κλαρί 

των δακτύλων σου, καλούδια γεμάτο.

Μέσα του το προσφάι μου, το κομποσκοίνι 

τις προσευχές μην ξεχνώ, 

το κρίθινο καρβέλι του ήλιου και τα σανδάλια μου

καθώς ανυπόδητη προχωρώ στην ζωή.


Ερωτικό το σώμα σου σαν τον κορμό του δέντρου 

που χαράξαμε μια ημέρα τα σύμβολα της αγάπης.

Προχωρώ και σε βρίσκω.

Σε αγκαλιάζω και χάνεσαι.

Ανυποχώρητη σκάβω τις ρίζες σου, 

εδώ η πέτρα της βασκανίας, 

εδώ το πρώτο σου κλάμα 

κι εκείνο το αρχαίο περιδέραιο με τις μέλισσες.


Είχες πει πως θα μου το χάριζες, δεν το έπραξες.

Γυμνός έμεινε ο λαιμός μου σαν το αλώνι της πατρίδας

κατάντικρυ στον ήλιο μετά τον θερισμό.

Ασθμαίνω, διψάω, ιδρώνω, πληγώνονται τα

πέλματα μου, σε ακολουθώ.

Τυμβωρύχος γίνομαι και τις προθήκες σου αδειάζω.

Αντιστέκεσαι, σε παρακάμπτω, δεν σου μιλώ, κρύβομαι.


Παίρνω βουρτσάκι αφαιρώ με προσοχή το χώμα.

Στην επιφάνεια σε φέρνω.

Παίρνω το γαλάζιο της χάντρας και κόρη στα μάτια το φορώ, 

ομορφαίνω.

Το κλάμα σου σέβομαι, στον χείμαρρο το ρίχνω.  

Μένω με το περιδέραιο, η μια μέλισσα με τσιμπά, 

δεν υποχωρώ στον λαιμό μου το δένω, 

ένας κόμπος ιδρώτα κλείνει την πληγή.


Όμορφη σεργιανώ στα αλώνια, 

οι θεριστές με καλοδέχονται, τους ψιθυρίζω το μυστικό μου, 

γελούν και με κρύβουν στις θημωνιές.

Τα άλογα ρουθουνίζουν, ζεσταίνομαι, 

στην χαίτη τους καταλύω, 

αμαζόνα γίνομαι και στο κυνήγι σε παίρνω.

Σε φτάνω μου γλιστράς.

Σε γεννάω με αποκρούεις.

Σε πολιορκώ κάστρο γίνεσαι.

Σε πυρπολώ στα χέρια μου πέφτεις.


Γνωρίζω ξανά τους ιστούς σου, τα οστά σου 

κι εκείνη την φλέβα του δεξιού σου ποδιού

που πάλλονταν τις νύχτες. 

'Έμβρυο γίνεσαι σε κυοφορώ.

Δύσκολη κύηση, παλίνδρομο γίνεσαι σώμα.

Ο πλακούντας ο τάφος σου και η φάτνη σου.

Σε θρέφω, μορφή παίρνεις.

Βαραίνει το σώμα μου, σε μαθαίνω, 

διοργανώνω τελετές και σε καλώ.

Μεθάς, βρίζεις, ερωτεύεσαι, στην λήθη 

προσκρούεις την μάχεσαι, 

νικηφόρος μπαίνεις στις πόλεις μου  

με τρόπαια στα χέρια και στις άμαξες.


Εφτά χρόνια στην μήτρα μου κατοικείς,

δεν κουράζομαι, τις οδύνες περιμένω.

Όταν σε γεννήσω δυο μέλισσες θα έχεις για χέρια,

το στόμα σου ένα ρύγχος το νέκταρ να τρυγάς, 

φτερά τα πόδια σου κοντά μου να έρχεσαι, 

γλυκούς χυμούς στο σώμα μου να αφήνεις.

Ξεκλέβω κερί και κερήθρα σου φτιάχνω μέσα στα κύτταρά μου.

Σε εμπεριέχω.

Το αίμα μου μέλι, 

ζαχαρωτό από μια παλιά εκδρομή.

Σε γεύομαι, σε ποθώ, με ανασταίνεις.


Ψηλώνω, βρίσκω τους χαμένους μου πόντους.

Ηλίανθος γίνομαι κι εσύ ο δεύτερος μου ήλιος.

Ανέφελος ο ουρανός μου, φρένο τραβάει και τον χρόνο

σταματά στην πιο μεγάλη του ηλιοστάσιου μέρα. 

Λαμπρός να βγαίνεις στον κόσμο και γλυκύς

σαν τα άλκιμά μου κύτταρα που τις νύχτες σεργιάνι

με πάνε στων ηδονών τις ατραπούς.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Ο πίνακας

Αν ερχόσουν τώρα με τα φτερά σου ορθάνοιχτα

τι θα συναντούσες;

Θα βρεις τις πικροδάφνες μου μισομαραμένες κι άτονες 

κι εκείνο το γιασεμί του κήπου με τον ξύλινο κορμό 

απελπισμένα να προσπαθεί τα άνθη να συγκρατήσει.

Οι νύχτες μου μυρίζουν γιασεμί και νυχτολούλουδο.

Όλα στην υπηρεσία της νύχτας.

Όλα δοσμένα στων άστρων την χόβολη, εκεί ψήνω τον καφέ μου.

Από εκεί ξεκρεμάω τρεμουλιαστό φως, το προστατεύω,

σε κεριά και σε καντήλια το μεταλαμπαδεύω έτσι που 

να φωτίζω αχνά της ψυχής την ατραπό που ανοιχτή έχει

πορεία μόνο προς τα ύψη.


Το φόρεμα μου έχει σταξιές από κερί, έχει εγκαύματα

από των άστρων τις τρεμάμενες φωτίτσες.

Είπα να χρησιμοποιήσω πυρσούς, άνετα να μπαίνω 

στο δέντρο των φλεβών και στα κρύα σπήλαια.

Θυμάσαι που είχαμε ανακαλύψει έναν χειμώνα ένα σπήλαιο

που ούτε ακόμα τα ζώα του δάσους δεν το είχαν βρει.

Εκεί κοιμάμαι τις νύχτες. Δεν είναι όνειρο μην μπερδευτείς,

Είναι το σπήλαιο μας, η καταφυγή μου απ' τα γήινα.


Το στολίζω με άνθη γιασεμιού, με κιλίμια, ανεβατά εργόχειρα.,

και πιθάρια με γεράνια από τους κήπους της μάνας μου.

Αντέχω το ψύχος.

Αντέχω τα αυστηρά μάτια των ζαρκαδιών.

Δεν με φοβίζουν τα χνώτα της γηραιάς αρκούδας.

Έχω τους πυρσούς μου, τα κεριά μου, τα λυχνάρια μου 

και την περιβολή του γαλαξία για μεσοφόρι με αγαπούν.

 

Αν αποφασίσεις να έρθεις φύλαξε στην τσέπη σου  

πέντε βαγιόφυλλα, εκεί που μένεις κατάσπαρτο είναι το 

μέρος με βάγιες πανύψηλες.

Μην ξεχνάς άλλωστε πως κι οι ήρωες εκεί έχουν στήσει κονάκια.

Εγώ θα είμαι εδώ.

Πήρα αποστάγματα λουλουδιών κι έφτιαξα έναν πίνακα τεράστιο

και τι δεν έχει πάνω δεν φαντάζεσαι.

Χρυσαετούς, φτερά παγωνιών, ξέπλεκες κόρες, 

της Φαιστού τις όμορφες γυναίκες, ασφοδίλια 

και τις αγαπημένες σου παιώνιες.


Στο κέντρο τοποθέτησα τη μορφή σου ούτε ένα κύτταρο 

δεν μου διέφυγε, τίποτα δεν ξεχνώ.

Πιστά σε ζωγράφισα, λίγο τα φτερά σου με παίδεψαν 

έτσι λευκά με θάμπωναν, δάκρυζα χωρίς να κλαίω, 

τα κατάφερα όμως μια χαρά, στην ανάγκη θα έβαζα τα δικά μου.

Έλα μια νύχτα να τον δεις.

Χρειάζομαι λίγο λάμψη απ' τα μελιά σου μάτια να προσθέσω ακόμα.


Τον έχω ακουμπήσει σε έναν βράχο.

Δεν είναι δύσκολη η προσέγγιση, άλλωστε τα πόδια σου 

στιβαρά είναι δεν θα δυσκολευτείς.

Μόνο μην ξεχάσεις τα βαγιόφυλλα στα μαλλιά σου να τα αποθέσω

δοξαστικους να σου φτιάξω ύμνους, αθάνατους.

Έλα να στον χαρίσω, απόκαμα από την δουλειά.

Εσύ μόνο και μόνο εσύ μπορείς να τον δεις.

Εσύ να τον ξεκρεμάσεις απ' τον βράχο χωρίς να καταστραφεί.

Τρελή γίνομαι κι ο έρωτάς σου εμπνέει τα ελάφια, τα ζαρκάδια,

εμένα κι όλη την πανστρατιά των άστρων  .

Η λευκή αρκούδα, έννοια σου, σε νάρκη έπεσε.

Έλα, φοβάμαι πολύ τον ήλιο μην έρθει και τον αποχρωματίσει.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Πρωταγωνιστής

Το λευκό σου πουκάμισο κιτρίνισε στον γιακά, 

στις ραφές και στις μασχάλες.

Χρόνια αφημένο στην ντουλάπα πλάι στα 

μεταξωτά μου φορέματα και στα φουλάρια.

Το πρόσεξα προχτές επ' αφορμή το όνειρο που είδα, 

αυτό φορούσες όπως άλλωστε έκανες σε κάθε σχόλη.


Θέλησα να το πλύνω με λουλάκι ή με ένα λευκαντικό 

μα αμαρτία σκέφτηκα πως θα είναι.

Πάνω του τα ίχνη σου, ο ιδρώτας σου, το νερό 

που λούστηκες κι ίσως το λέκιασε μα κι αυτό το σάλιο μου 

σαν σε φιλούσα ντροπαλά στο λαιμό.


Ποτέ δεν το φόρεσα κι ας είχαμε περίπου το ίδιο σουλούπι. 

Το λευκό δεν μου πήγαινε, χλωμή όπως είμαι 

θα έδειχνε το πρόσωπο μου ακόμα πιο ασθενικό.

Εγώ πάντα στο γαλάζιο άντε και στο λίγο μωβ δινόμουν 

καθαρά να καθρεφτίζουν την καρδιά και τα πάθια της.

Το πουκάμισο που λες στο εκθετήριο της ψυχής θα το βάλω.

Εκεί του πρέπει να σταθεί δίπλα στα λιανά τραγούδια που δεν έγραψα.


Πως αγαπούσες το λευκό στα μεθύσια του έρωτα,

κουβέντα για άλλο χρώμα δεν σήκωνες.

Λευκά τα χέρια σου. 

Λευκές οι σελίδες που τιθάσευες με την πένα σου 

έτσι που να βγαίνει το ποίημα στην επιφάνεια με στητό το κορμί.

Λευκά τα πανιά της εκστρατείας σου.

Λευκά τα κρινάκια της αμμουδιάς που λάτρευες και 

σε γλάστρα ένα φθινόπωρο τα φύτεψες. 

Έπιασαν, χαμογελούσες, πάντα τα χέρια σου θαυματουργά ήταν.


Θα το αφήσω ως έχει, με τα αποτυπώματα σου 

με το δικό μου ντροπαλό άγγιγμά σαν πεταλούδας περιδίνηση.

Πως να σε φτάσω;

Προπορευόσουν, μεγαλειώδης, με την ανάσα καυτή.

Τα γαλάζια, σου έλεγα, μου πηγαίνουν, όπως και τα ξέφτια 

και τα περίσσια γαζιά και στο φευγιό σου αυτά θα έβαζα 

μα κάποιοι εντολοδόχοι σου με διέταξαν στα μαύρα να ντυθώ.

Μου φόρεσαν άλλοι τα ρούχα, τρέμανε τα χέρια, τα μάτια

δάκρυζαν δεν έβλεπα τις κουμπότρυπες.

Έκλαψα παραπάνω γι' αυτό το γεγονός, παρά για σένα. 

Μη το θεωρήσεις προσβολή μηδέ απάρνηση και λήθης φτερό.


Το λευκό σου πήγαινε, εγώ ως σήμερα το φοβάμαι το λευκό. 

Από μικρή φοβόμουν τις λευκές δαντέλες της γιαγιάς μου,

τα λευκά φεγγάρια του Αυγούστου όπως και την λευκή  

τρίχα που ανακάλυψα πριν γυναίκα γίνω ζερβά στο μέτωπο.

Με καταδιώκει όπως κι οι άγραφες σελίδες 

που για ποιήματα διψούσαν μα το χέρι αγκυλωμένο δεν ημπορούσε.

Εσύ ο ποιητής κι ο στιχοπλόκος. 

Εσύ το θρήσκευμά μου.

Το λευκό σου πουκάμισο (με τα σημάδια του) πρωταγωνιστής της ζωής μου.  

Η ψυχή ξαγρυπνά και στο εκθετήριο σκοπούς έχει βάλει

τα δυο σου μελιά μάτια. 

Λιτανείες δεν θέλω μα ούτε και επισκέπτες.

Τραχιά η μοναξιά αλλά επέλεξα ταίρι να της βρίσκω εσένα. 

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Το ένστικτο

 Nikki bungako


Ο κυρ Αντρέας είχε ρίξει τα δίχτυα αποβραδίς κι έπρεπε να τα μαζέψει. Φόρεσε τον ναυτικό του σκούφο και βγήκε από το σπίτι. Στον ώμο του ο Γιούλι, ο παπαγάλος που τον συνόδευε παντού. Ο καιρός μπουνάτσα, ένα ελαφρύ μόνο αεράκι χάιδευε το τατουάζ με την άγκυρα που είχε στο μπράτσο.
Γρήγορα βρέθηκε στα ανοιχτά. Ανέβασε τα δίχτυα. Καλή η ψαριά. Ικανοποιημένος άναψε το τσιμπούκι του. Ο παπαγάλος έσκουζε αναπουπουλιασμένος καπετάνιε, καπετάνιε.
Ως να μετρήσει ως το δέκα ο καιρός γύρισε σε μπουρίνι. Τεράστια κύματα άνοιγαν τα στόματα τους σαν μαινόμενοι δράκοντες. Η βάρκα βούλιαξε σπασμένη σε κομμάτια. Ο κυρ Αντρέας έπεσε στην θάλασσα με μια σανίδα στα χέρια.
Μετά από δύο ώρες πάλης βγήκε στην στεριά. Ένα δάκρυ κύλησε στα αργασμένα μάγουλα. Έχασε δυο μπιστικά αδέρφια. Πέταξε τον σκούφο στα νερά. Μια γνώριμη φωνή ακούστηκε ήταν ο παπαγάλος που παραδόξως γλύτωσε και που πρώτος ενστικτωδώς είχε διαισθανθεί τον κίνδυνο.
Θρήνησε σαν να κήδευε άνθρωπο. Μια σανίδα με σκαλισμένο το όνομα Μαρίτσα ήταν το νεκρό σώμα.

Βάρκα στ' ανοιχτά
όμοιο καρυδότσουφλο
φουρτούνα ξεσπά.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

Αδιαχώριστοι

 Πέταξε το σακάκι του χωρίς να κοιτάξει τις τσέπες.

Αδιόρθωτη, πώς το έκανε;

Κι αν μέσα στην τσέπη είχε κάτι πολύτιμο αλλοίμονο 

πήγε χαμένο.

Και δεν μιλάω για τίποτα μπακιρένια κέρματα απ' τα 

ρέστα μιας Κυριακής στα παλαιοπωλεία.

Μιλάω για την ύπαρξη μιας πλειάδας φιλιών, 

κλεισμένα με τάξη μες την παλιά ατζέντα, 

φιλιά που δεν πρόλαβε να δώσει.

Φιλιά που άγνωστο έχουν τώρα παραλήπτη.


Πώς το έκανε;

Κι αν δεν ήταν τα φιλιά κάτι σίγουρα ολόδικο του θα υπήρχε εκεί:

Το καθρεφτάκι του, ο νυχοκόπτης του, η χτένα του. 

Ναι η χτένα του, δεν παρέλειπε να χτενίζεται, ευπαρουσίαστος 

ήθελε να μάχεται τον καθημερινό θάνατο και τα επερχόμενα.


Ας ανακεφαλαιώσουμε.

Η ατζέντα με τα φιλιά και η χτένα σίγουρα δεν θα έλειπαν.

Πάντα κάτι χρωστούσε, πάντα κάτι στον μαυροπίνακα της καρδιάς 

σημείωνε για το μέλλον, φοβόταν μην εχθροί το πλησιάσουν.

Τραγικό, απόκληρη έμεινε από φιλιά και χάδια 

κι αυτός έτσι αγέρωχος γιατί για κρυψώνα 

βρήκε μια ασήμαντη τσέπη και δεν τα αποκάλυψε, 

πνοή να της χαρίσει;

Πώς το έκανε;

Όχι αυτός, εκείνη η φταίχτρα. 


Μέμφονταν τον εαυτό της αποκλειστικά.

Αυτός διάφανος, ωραίος, αδέκαστος, άτρωτος θα βαδίζει 

ανάμεσα στις λεμονιές με ένα βιβλίο στο χέρι.

Τουλάχιστον αφού έχασε τα φιλιά ας της έμενε η χτένα, 

θα είχε θησαυρίσματα πάνω:

Λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά του, λίγη σκόνη απ' το στενό πηλοφόρι, 

λίγο ξεραμένο αίμα απ' τον κρόταφο.

Ναι αίμα, που σε άλλη τώρα ύπαρξη νύχτες πανσέληνες φανερώνει.

Τώρα πώς θα ταυτοποιήσει τα στοιχεία του, την οντότητα του;

Πώς θα πλησιάσει τα χνώτα του, τους κωδικούς του;


Δεν αρκούν τα όνειρα, άσε που ψευτίζουν το πρόσωπο.

Το αίμα είναι δυναμίτης, 

είναι το κιτάπι του καθενός,

είναι ο κρίκος που θα την έδενε μαζί του, 

παρά τα χάη, αδιαχώριστοι να βαδίζουν κάτω από τις λεμονιές. 

Το ταξίδι

Nikki bungakou


Φύσηξε η μπουρού, λύθηκαν οι κάβοι, τραβήχτηκε η άγκυρα, οι μπουκαπόρτες μαζεύτηκαν και ο κατάπλους ξεκίνησε. Η θάλασσα γαλήνια λίκνιζε το πλοίο. Μελίσσι οι ταξιδιώτες καταλάμβανε κάθε ελεύθερο χώρο του. Πανσπερμία φυλών μάστιζε με τις φωνές και τις κιθάρες τους καταστρώματα, σαλόνια, διαδρόμους και τις καμπίνες του πλοίου. 
Σε λίγο είχαν βγει στα ανοιχτά, τα φώτα της ακτής έμοιαζαν με καντηλάκια ενός απέραντου κοιμητηρίου. Τρεμόπαιζαν κι ήταν σαν να εύχονταν οι νεκροί καλό κατευόδιο. Οι πολυκατοικίες έμοιαζαν με ευθυτενή στη σειρά κυπαρίσσια.
Το πλοίο συνόδευε ένα τσούρμο από γλάρους που έκαναν εκκωφαντικό θόρυβο και σμίγοντας με το μελίσσι δημιουργούσαν μια άνευ προηγουμένου οχλαγωγία.
Στην θάλασσα ζευγάρια από δελφίνια είχαν βαλθεί με τις χορευτικές κινήσεις τους να ξεσηκώνουν τους παλαμίζοντες ταξιδιώτες. Έβγαζαν φωτογραφίες, τα τάιζαν κι αυτά σαν ανταπόδοση έκαναν τις χορογραφίες τους όλο και πιο χαριτωμένες.
Κάποια στιγμή το πολύβουο πλήθος κουράστηκε και τεντώθηκε να κοιμηθεί. Ησύχασε ο χώρος μόνο οι γλάροι και τα δελφίνια συνέχιζαν ανενόχλητοι να συνοδεύουν το καράβι με κρωγμούς κι επιδέξιες πιρουέτες.

Γλιστρούν δελφίνια
η θάλασσα σαν λάδι
μαγική πίστα.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Εξ ουρανού

 Nikki bungakou 


Η ζωή στο χωριάτικο σπίτι ξεκινούσε αχάραγα. Στο πόδι η κυρά Αγγελική κι ο άντρας της ρίχνονταν στην δουλειά. Και τι δεν είχαν να κάνουν. Να ποτίσουν τα ζαρζαβατικά, να καθαρίσουν τα νεκρά φύλλα απ' τα λουλούδια, να ανοίξουν τις κότες και να τους πάνε τροφή και καλαμπόκι.

Ξυπνητήρι τους το κοκόρι που αξημέρωτα ακόμη τους ξυπνούσε. Αγαπούσαν αυτή την ώρα και ποτέ δεν τους διέφευγε να δουν τις πορφυρές γάζες της ανατολής, και φευγιό της πούλιας.

Σήμερα ξύπνησαν αργά. Ο ήλιος είχε βγει στις στράτες. Το κοκόρι δεν λάλησε.

Πετάχτηκαν έντρομοι από το κρεβάτι τους και πήγαν στο κοτέτσι. Φοβισμένες οι κότες κακάριζαν, ένας πανζουρλισμός. Στο έδαφος είδαν διάσπαρτα φτερά και αίματα. Ο άρχος του κοτετσιού είχε γίνει βορά ενός αρπακτικού. 

Άκουσαν φτερουγίσματα, κοίταξαν ψηλά, μια γερακίνα πραγματοποιούσε χαμηλές πτήσεις. Φαίνεται πως η γκούσα της ξερογλύφονταν και για άλλο μεζεδάκι. Χτύπησαν δαιμονισμένα τους γκαζοτενεκέδες, έφυγε. Ένα δάκρυ τους έφερε πίσω στο σπίτι.

Σιγή της πέτρας 

νυχτερινή εισβολή

ράμφος φονικό.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Η ψαριά

 haibun


Φόρεσε το ψάθινο καπέλο με την σατέν κορδέλα και κατέβηκε τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Το ποδήλατο ήταν αραγμένο κάτω από τη γέρικη μουριά πλάι στο πηγάδι. Σκούπισε την σέλα που η βατομουριά της μάντρας είχε λερώσει. Πήρε μαζί την απόχη της. Πάτησε πετάλι κι έφυγε με προορισμό την κοντινή λίμνη.

Καβούκι λεπτό
τα σαλιγκάρια σέρνουν -
βροχή πέρασε.

Ήταν πρωινή η ώρα και στην βόλτα της δεν συνάντησε κανένα να πει μια καλημέρα. Ο δρόμος ίσιος μόνο στα τελευταία χιλιόμετρα υπήρχε μια κάθετη ανηφόρα. Βάρεσε ορθοπεταλιά. Οι γάμπες της πόνεσαν και η αναπνοή της επιταχύνθηκε. Σταγόνες ιδρώτα λαμπυρίζανε στο μέτωπο της, σκουπίστηκε.

Ξερά τα φύλλα
στριμωχτήκαν στην άκρη-
νεκρές οι ψυχές.

Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε σαν στροβίλισμα πεταλούδας. Έφτασε στην λίμνη. Τα νερά ακύμαντα την προκαλούσαν να ριχτεί μέσα τους. Ένα ζευγάρι βατράχων είχε πάρει θέση πάνω σε ένα ανθισμένο νούφαρο. Περίμεναν τις πρώτες αχτίδες του ήλιου για να λιαστούν και να διώξουν το πούσι της νύχτας απ' τα σώματα τους.

Κόκκινα σπόρια
κατάμεστη η ροδιά -
ποντικού ουρά.

Έβγαλε τα σαντάλια της και βούτηξε τα πόδια της στο νερό. Ήταν δροσερό μιας και την προηγούμενη μέρα είχε ξεσπάσει καταιγίδα. Δεν άργησε να βρεθεί στα γαλαζοπράσινα νερά. Ένα κοπάδι από γριβάδια της χάιδεψαν τα πόδια. Έπιασε αρκετά στην απόχη της. Λαχταριστός ο τηγανητός μεζές, το μεσημέρι, χόρτασε αυτή και την γάτα της.

Κίτρινη φούστα
ετοίμασαν οι λεύκες -
υψηλής τέχνης.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Οι χρυσοί κοπτήρες της γιαγιάς

 Κάθε φθινόπωρο που η σοδειά απ' τα ρόδια 

έμπαινε στα τελάρα για να πουληθούν στην αγορά

έπαιρνα δέκα από αυτά (πάντα δέκα) 

για να τα αποξηράνω στον ήλιο.


Τέχνη να αποξηραίνεις ρόδια, τα κρεμούσα 

σε κορδέλες κόκκινες και διάλεγα τον ήλιο 

του Νοέμβρη που είναι πολύτιμος αλλά και σπάνιος.

Αφού η φλούδα τους ξεραίνονταν κι ήταν έτοιμα 

τα τακτοποιούσα σε ένα ξύλινο κασελάκι 

που είχε πάνω του ανάγλυφο έναν μονόκερω.    


Τα κρατούσα για γούρια της πρωτοχρονιάς.

Βροχή έπεφταν τα ρόδια χρωματίζοντας πατώματα 

και τοίχους μα και τα μάγουλα στην ασπρόμαυρη 

φωτογραφία της γιαγιάς.

Οι ευχές κρυφογελούσαν, τις έβλεπα πίσω 

από την μεγάλη κληματαριά 

που γυμνή την υπομόνευε το ξεροβόρι.


Κάποια φορά, πριν την γιορτή, χαράματα ήταν 

άνοιξα το κασελάκι.

Τα ρόδια αναπαύονταν με ρόδινη την φλούδα τους. 

Πριν κλείσω το κουτί παρατήρησα κάτι να γυαλίζει.

Ένα ρόδι ήταν μισάνοιχτο κι ανάμεσα στους ρουμπινένιους 

σπόρους διέκρινα δυο χρυσούς κοπτήρες.

Ήταν οι κοπτήρες της γιαγιάς (έφεραν το μονόγραμμά της)

απόρησα λίγο μα γρήγορα συνήρθα και κατανόησα.


Η γιαγιά με τις συχνές επισκέψεις της στα όνειρα μου 

φαίνεται πως κάποια νύχτα αποξεχάστηκε ή το ήθελε 

και λησμόνησε να πάρει μαζί της τους μυτερούς κοπτήρες 

που ακόμα και τα αμύγδαλα δεν τους αντιστέκονταν.


'Έκλεισα το κασελάκι αφαιρώντας τους.

Ο χρυσοχόος τους έδεσε, τους έβαλε κρίκους 

κι εγώ τους πέρασα στην βαριά χρυσή αλυσίδα  

απ' τα αρραβωνιάσματα της.

Από τότε μπορώ να ανοίγω φλοιούς από μύγδαλα 

μα προπάντων να σπάω το σκληρό περίβλημα της μοναξιάς.

Η γιαγιά είναι μαζί μου, στον λαιμό μου, στον αγώνα μου. 

Φαινομενικά και στα επόμενα ρόδια που θα αποξηράνω

θαρρώ θα το επαναλάβει. .

Οι τραπεζίτες της μου φέρνουν για πιο πρακτικοί.   

Ο αρωγός

 Nikki bungakou


Το φευγιό του άντρα της άφησε πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Της έμειναν μόνο δυο τρεις φίλες και τα οικόσιτα ζώα της. Ένα κυνηγάρικο σκυλί και ένας σταχτής γάτος που περιμάζεψε από τους δρόμους. Γύρισε σελίδα κι αφιερώθηκε στα ζώα και δη στα αδέσποτα. Αγαπούσε πολύ όλα τα όντα.
Φέτος γνώρισε μια μεγάλη έκπληξη. Ένα ζευγάρι χελιδόνια ήρθαν να χτίσουν την φωλιά τους στο μπαλκόνι της. Παρακολουθούσε με τι τέχνη έχτιζαν την φωλιά τους κι ευφραίνονταν από τα τιτιβίσματα τους. Δεν άργησαν να φανούν οι νεοσσοί. Θαύμαζε το πήγαινε έλα των γονιών για να τους φέρνουν τροφή.
Μια μέρα συνέβη ένα πρωτόγνωρο γεγονός. Ένας από τους νεοσσούς έπεσε απ' την φωλιά του. Πρώτος τον ανακάλυψε ο σταχτής γάτος που αντί σύμφωνα με την φύση του να τον κατασπαράξει ήρθε στα πόδια της νιαουρίζοντας επίμονα.
Σαστισμένη βγήκε στην αυλή κι είδε το μικρό πουλί κάτω. Προσεχτικά το ανέβασε στα αδέρφια του. Ο γάτος της γουργούριζε ικανοποιημένος. Τον χάιδεψε και σαν ανταμοιβή του έδωσε μια ολόκληρη τσιπούρα που μόλις είχε ψήσει.

Στήσανε φωλιά
μαυρόασπροι άγγελοι
στεγνός ο πηλός.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Ένας ιδιότυπος κήπος

 Nikki bungakou


Είχε ένα ψαροκάικο ο καπετάν Ανέστης. Λεβεντάνθρωπος, χρόνια χήρος όργωνε τις θάλασσες. Δυο νοματαίοι ήταν, η κόρη του κι αυτός. Η γυναίκα του πέθανε στην γέννα, το κοράσι επέζησε. Δεν ξανάφτιαξε την ζωή του. Μεγάλωσε τη θυγατέρα του και για όνομα της έδωσε το όνομα της αδικοχαμένης. Μαρίνα, έτσι ονομάτισε και την βάρκα του.
Άσπρισε πάνω στο σκαρί κι η βάρκα του χτυπημένη χρόνια από την αρμύρα έμπαζε νερά απ' τα ύφαλα. Δεν του έκανε καρδιά να την αφήσει να σαπίσει. Καλοτάξιδο σκαρί, του έδωσε αφειδώλευτα πόρους για να ζήσει την οικογένεια του.
Την πήρε στην αυλή του. Έφερε χώμα αφράτο, χωνεμένο φουσκί και κάλυψε ως πάνω το σκαρί. Θα έφτιαχνε έναν λουλουδόκηπο. Τι δεν έσπειρε μέσα, εποχικά λουλούδια κι ένα χιώτικο γιασεμί να μοσχοβολά το νησιωτικό σπίτι.
Μεγάλωσαν τα άνθη και το γιασεμί χρειάστηκε πασσάλους για να αναρριχηθεί. Κάθε πρωί έκοβε κι από ένα κλωνάρι γιασεμιού και το πήγαινε στην κυρά του. Δεν την απολησμόνησε στιγμή κι άσβεστο έμενε το καντήλι της. 

Παλιό το σκαρί
παροπλισμένο στέκει
σειρές η μπογιά.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Σομόνκα

Λησμονιά


Κίτρινα φύλλα
πλανιόνται μες τον δρόμο
μάγος άνεμος
την υδρία γεμίζω
μαραμένα σ' αγαπώ.

Άπονη καρδιά 
βουητό του ποταμού
λιγοστός ύπνος
νερό της λήθης ήπιες
αρμυρισμένο δάκρυ.

*
Ματωμένος έρωτας

Κόβει η λάμα
λαβωματιές αγάπης
κρουνός ανοιχτός
σφαλνώ πώμα υδρίας 
της γης νερό σου φέρνω.

Άπατα νερά
κολυμπούν τα δελφίνια
κόκκοι αλατιού
διψασμένη καρτερώ
πηγαδίσιο το νερό.

Χειμωνανθός

Nikki bungakou


Τα λουλούδια στο μπαλκόνι απεριποίητα. Το ωράριο εργασίας απαγορευτικό δεν της επέτρεπε να ασχοληθεί. Οι κάκτοι επέζησαν καθώς δεν απαιτούσαν πολλή φροντίδα. Ευαίσθητη, πρώτη η καμέλια ξεκίνησε να δηλώνει παραίτηση. Άρχισαν να καφετίζουν τα φυλλαράκια της και στην συνέχεια έχασε όλα τα λουλούδια.
Όταν πια ο ελεύθερος χρόνος της επέτρεψε άρχισε να δίνει μάχη για να τα επαναφέρει στην ζωή. Η καμέλια ξερή σχεδόν την λυπούσε αφάνταστα. Δεν την παράτησε, τουναντίον την πότιζε, την σκάλιζε και της έβαζε άριες να ακούει.
Με τα πολλά και τα λίγα προς μεγάλη της έκπληξη είδε να πετά καινούργια βλαστάρια. Τα λουλούδια αργούσαν να βγουν μιας και το φυτό άνθιζε τον χειμώνα. Χειμωνανθός με ροδοκόκκινα κυματιστά πέταλα.
Έτσι και έγινε. Η καμέλια στολίστηκε με πολλά άνθη. Την καμάρωνε όπως καμαρώνει η μάνα το παιδί όταν ψηλώνει. Στις παγωνιές την έφερνε μέσα σπίτι. Τα άνθη αν και άοσμα φορούσαν ένα βαρύτιμο ροδοκόκκινο πέπλο. Ο αέναος αυτός αγώνας έμοιαζε με την τέχνη του θαυματοποιού που κάνει μαγικά με τα μαντήλια του.
Βαθιές οι ρίζες
σπέρμα κρατούν στην βάση
γεννά το χώμα.

Οι θησαυροί της γιαγιάς

 Nikki bungakou


Είπε να αλλάξει την διακόσμηση. Οι κουρτίνες είχαν φθαρεί. Τα τραπεζομάντηλα, τα σεμέν, τα καρέ και τα πετσετάκια όλα ευτελούς ποιότητας. Θα έβαζε τα καλά υφάσματα απ' το προικιό της γιαγιάς που φύλαγε τυλιγμένα στα δυο ξυλόγλυπτα σεντούκια. Τα εργόχειρα της γιαγιάς άθικτα απ' τον χρόνο την περίμεναν. Κοφτές κουρτίνες με αγγελάκια, αετούς και παγώνια, σεμέν, καρέ, λινά τραπεζομάντηλα υφασμένα στον αργαλειό και πλεκτές κουβέρτες και πετσετάκια.
Της πήρε μια ολόκληρη μέρα να τα φρεσκάρει, να τα σιδερώσει, να τα κολλάρει. Τελείωσε σχεδόν ξημερώματα. Περιεργάστηκε τους άδειους σχεδόν τοίχους. Το λευκό χρώμα την συνέτριψε.
Ντύθηκε και βγήκε στην αγορά. Θα έπαιρνε πίνακες με θέμα τις θαλασσογραφίες. Διάλεξε έξι πίνακες. Αφού τους τοποθέτησε, το σπίτι έμοιαζε με ορμητήριο πειρατών. Χάρηκε και σαν μια τελευταία πινελιά έφερε μέσα το πιθάρι με τα γεράνια και τα έβαλε μπροστά στο παράθυρο. Θα καλούσε τις φίλες της που για χρόνια είχε χάσει. Αν δεν κατόρθωνε να τις βρει είχε μια άλλη λύση. Θα απευθυνόταν στους προσφιλείς της νεκρούς που επιστήθιοι ήταν φίλοι της για να τους τραπεζώσει.

Λευκό το βλέμμα
αλύγιστος ο χρόνος
νεκρά τα φιλιά.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Η συνεύρεση

 Nikki


Έκλεισε την βαλίτσα. Κοντά της θα έπαιρνε την Κιάρα την αχώριστη φίλη της. Προορισμός της ένα άγονο νησί. Μετά από πολύωρο ταξίδι και με τον άνεμο να δέρνει το καράβι έφτασε στον προορισμό της.
Το ήξερε το νησί μιας κι εδώ παραθέριζε επί τρία συναπτά έτη.
Παντού η κυριαρχία του ασβέστη, οι αναρριχώμενες βουκαμβίλιες, τα μπουγαρίνια κι οι μυρωδάτοι βασιλικοί. Μαντηλοφορούσες νησιώτισσες στα κατώφλια έπλεκαν με το βελονάκι.
Έφτασε στο σπίτι που ενοικίαζε με την σπιτονοικοκυρά της να την προσμένει ολόχαρη. Έπεσε αμέσως να κοιμηθεί και σαν ξύπνησε προς μεγάλη της έκπληξη είδε πως η Κιάρα το είχε σκάσει. Ανησύχησε και τελικά την βρήκε στο λιμάνι παρέα της έναν κανελί γάτο.
Τρόμαξε να την ξεκολλήσει, έβγαζε νύχια. Με τα πολλά την πήρε αγκαλιά. Στον δρόμο είδε στο μπλουζάκι της λεκέδες. Η Κιάρα το πιο πιθανόν θα γινόταν μαμά. Πιστός ο κανελής και γαλαντόμος της έφερνε μπαρμπούνια. Αυτή χαριεντιζόντανε μαζί του κουνώντας ερωτικά την ουρά της. Ένας μεγάλος έρωτας λάμβανε χώρα με σαφείς προοπτικές συμβίωσης.

Περνούν τα γρι γρι
ολογέμιστα δίχτυα
μελάνια σουπιάς.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Το αλλιώτικο λουλούδι

haibun

Τα γαρύφαλλα άνθισαν. Πλούσιες ταξιανθίες χόρευαν ρυθμικά με τον άνεμο. Ανθισμένες κόκκινες γροθιές να τις πλησιάζουν οι μέλισσες το γλυκό να τους πάρουν μύρο. Γλάστρες πήλινες σε οριζόντιους σχηματισμούς έδιναν τόνους ομορφιάς δίπλα στους κρίνους και τους πρώιμους βασιλικούς. Μοσχοβολιές παντού καθιστούσαν τον πρωινό καφέ ιεροτελεστία.

Σμάρι τα άνθη
εξωτική γαζία-
χάντρες κίτρινες.

Απολάμβανε το πρωινό ρόφημα της πριν η πούλια δύσει καθισμένη μπρος στο ξύλινο τραπέζι που μαστορικά με σανίδες πεύκου είχε η ίδια φτιάξει. Οι καρέκλες ακατέργαστες, λίγα κούτσουρα μόνο που ακόμα έσταζαν ρετσίνι, έφτιαχναν μια ιδιότυπη τραπεζαρία σαν αυτές που συναντάς στις ράχες και στα πλατώματα των απόμακρων δασών.

Ζεστά χρώματα
πεταλούδες πετούν-
λάμνει ο κήπος.

Απρόσμενα, αξημέρωτα ακόμη την πλησίασε μια νεαρή τσιγγάνα απ' τον διπλανό καταυλισμό. Φορούσε μακρύ εμπριμέ φόρεμα με βολάν, είχε ελιά στο μάγουλο κι έμοιαζε με αγρίμι. Της διάβασε το χέρι και της έδωσε ένα μαντζούνι του έρωτα. Δεν γύρεψε τίποτα σαν αμοιβή παρά δυο κόκκινα γαρύφαλλα για να στολίσει το μπούστο της και το χωνάκι του αυτιού της.

Λαλεί ο κούκος
μοναχικός στο πεύκο-
ήχος διαρκής.

Το σκοτάδι υποχωρούσε και η αυγή με το λικνιστό της βήμα έβαφε τα βουνά πορφυρά. Η τσιγγάνα με το φιδίσιο κορμί άρχισε να χορεύει χορούς της κοιλιάς. Κουδούνιζαν τ' ασημικά στα χέρια της κι οι χρυσές λίρες στο λαιμό της. Ζήτησε κι άλλο ένα διπλό γαρύφαλλο που είχε καταληφθεί όμως από μια μελισσούλα. Στο μπράτσο της η πληγή από το κεντρί έμοιαζε σαν κεντητό γαρύφαλλο.

Σιγή τριγύρω
μαργαρίτες στο δάσος-
μιλούν γι' αγάπη.

Καλημέρα απανταχού.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Οι απόντες

haibun


Φόρεσε το μεταξωτό της φόρεμα. Πετρόλ το χρώμα του έδενε απόλυτα με το σμαραγδι των ματιών της, οφειλή ακριβή απ' τον προπάπου της. Το βρήκε στο βάθος της ντουλάπας, όταν έκανε ένα ξεκαθάρισμα, ξεχασμένο και τσαλακωμένο. Μύριζε όμορφα καθώς νοικοκυρικά τοποθετούσε στα συρτάρια της αποξηραμένα άνθη λεβάντας.


Ανοιχτοί κήποι

χρυσάνθεμα μυρίζουν -

κίτρινοι ήλιοι.


Η πολυκαιρία δεν βίασε το ζωηρό χρώμα του αλλά ούτε προδοσε την εξαίσια του γραμμή. Το φρέσκαρε με πράσινο σαπούνι, το στέγνωσε στο λιακωτό και με προσεκτικές κινήσεις το σιδέρωσε. Είχε πολλές πτυχώσεις  και το σίδερο κυλούσε πάνω του τρυφερά σαν χάδι μωρού. Της πήρε πολλή ώρα για να το κάμψει και να το φέρει στην πρωτινή του μορφή.


Φθινοπώριασε

μπουρίνι καταφτάνει-

χορός των φύλλων.


Ζάρα δεν έβλεπες πουθενά, χρησιμοποίησε προστατευτικά ύφασμα για να μην πληγώσει την ευαισθησία του. Της πήγαινε κουτί καθώς διατηρούσε επί χρόνια το ίδιο βάρος. Ανάλαφρα έπεφτε και χάιδευε το σώμα της. Μόνο το πρώτο κουμπί έλειπε που αποκάλυπτε το πλούσιο στήθος της. Έβαλε τα δωδεκάποντα που υπογράμμιζαν το ρούχο αλλά και τις λεπτές της γάμπες.


Μυρίζει η γη

ήρθαν τα πρωτοβρόχια-

γέννα της χλόης.


Είχαν συνάντηση οι παλιοί συμφοιτητές μετά το πέρας μιας εικοσαετίας. Ήρθαν λίγοι οι υπόλοιποι είτε ξεχάστηκαν είτε έφυγαν νωρίς. Ο χρόνος είχε βάλει πάνω τους βαθιά την πατίνα του. Μόνο αυτή διατηρούσε αισθητά την ομορφιά της. Ίσως να βοηθούσε και το φόρεμα που αναδείκνυε το αγέραστο κορμί αλλά και τα βαθυπράσινα μάτια που δεν είχαν χρωματικά σχεδόν καθόλου ατονήσει.


Στέγαστρο σπιτιού

τρύπια τα κεραμίδια -

άντρο σπουργιτιών.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Ολιγαρκής

 haibun


Έστριψε το τσιγκελωτο μουστάκι του με μεγάλη επιδεξιότητα. Τι δεν έκανε γι αυτό δεν φαντάζεστε. Το γυαλιζε με μπριγιαντινη, το ψαλιδιζε τακτικά, το χτένιζε και δεν άφηνε καμία τρίχα να εξέχει. Στο κεφάλι του είχε δεν είχε τέσσερις πέντε τρίχες μα το μουστάκι του δασυ κι ακμαίο τον ανταμειβε και τον παρηγορούσε.


Φλάουτο παίζουν

νυχτερινοί οι γρύλοι-

ήχους ξοδεύουν.


Κάθε απόγευμα κάτω από την δροσερή κληματαριά έπαιρνε τα απαραίτητα σύνεργα κι άρχιζε την καθιερωμένη ιεροτελεστία. Με πειθαρχία στρατηγού, μπροστά στο καθρεφτάκι, το σαπουνιζε και το ψαλιδιζε ελαφρά. Το σαπούνι γνήσιο από την μουργα της ελιάς που μόνος του το έφτιαχνε σε μεγάλες ποσότητες.


Γλυκό το θέρος

ακούγονται τζιτζικια-

ύπνος ελαφρύς.


Χρόνια χήρος, δεν την πρόδωσε την κυρία Ευτυχία. Άλλη γυναίκα δεν βρέθηκε να αντικαταστήσει ή να προσομοιασει την θρυλική ομορφιά της. Παιδιά σκυλιά δεν είχε μόνο πέντε έξι φίλους από τα χρόνια του σχολείου. Εκεί στραγγιζε τον θυμό του, τον πόνο του και την πέτρα της μοναξιάς του με ατελείωτες αντρικιες συζητήσεις.


Μαγεύουν τ' άστρα

η πούλια σεργαναει-

γεράνια φέγγουν.


Όποτε δεν είχε άλλη ασχολία έπαιρνε την φλογέρα του κι έπαιζε. Οι καρδιές των γειτόνων ανέβαζαν χτύπους. Με χοντρό καλάμι την είχε φτιάξει μετά το φευγο της κυρας του. Ήταν η συντροφιά του τις ώρες που οι φίλοι του έλειπαν σε δουλειές του χωραφιού. Αυτός δεν είχε κλήρο παρεξ ένα κηπάκι, ένα σπιτάκι από πλίνθους και κανά δυο τρία ζωντανά κι όρνιθες για να τον συντηρούν.


Ψηλά έλατα

χαμηλές ορτανσίες-

βουνίσιος τόπος.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

Αισθαντική ομορφιά

 haibun 

Φορούσε ένα μακρύ αστραφτερό φόρεμα με βαθύ μπούστο. Όπως ήταν καθισμένη πάνω στην πέτρα έμοιαζε με γοργόνα που συνομιλεί με τα καράβια. Της έστελνε ο ήλιος μια δέσμη φωτός και διαστέλλονταν οι γαλάζιες ίριδες των ματιών της. Έλεγες πως ήταν ψεύτικη σαν νεράιδα που το έσκασε απ' την τροπική ζώνη με τα παραδείσια πουλιά.


Λυγούν τα στάχυα

καλοκαίρι τα δρέπει-

δρεπανιού κόψη.


Είχε μακριά ξανθά μαλλιά με τους βοστρύχους να φτάνουν ως την πλάτη σαν χείμαρρος. Αλαβάστρινο σώμα που το πότισε η αρμύρα και κρουστό βγήκε στην επιφάνεια να διαφεντεύει τα πλήθη των αγγέλων που παραφυλούσαν παράμερα στην ακτή. Αδερφή τους την ήθελαν στα τάγματα τους αρχάγγελο να την ορίσουν και επιστάτρια στους φάρους.


Άκουσμα γρύλου

ξαγρυπνάει η πόλη-

λευκή η νύχτα.


Μύριζε το νυχτολούλουδο βαριά και το γιασεμί έδινε αγώνα να το ξεπεράσει. Ο κόρφος της αιθέρια έστελνε αρώματα που σκέπαζαν όλες τις  ευωδιές της γης. Τα χείλη της είχαν το χρώμα του βατόμουρου. Κάνιστρα έπαιρναν τα παιδιά γεμάτα με ροδοπέταλα για να την ράνουν. Κάποιος είπε πως κοιμόνταν με τον ήλιο αγκαλιά κι αυτόφωτη ήταν, μια αρχοντοπούλα των αιθέρων που ήρθε την γη να κατακτήσει.


Φυσάει λίβας

ανακατεύει μαλλιά-

θεϊκοί ώμοι.


Στην κόρη μου.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

dodoitsu

Αναδιπλώσεις


Κύμα δεν τις δαμάζει
κυκλοφορούν στα βράχια
ανεβαίνουν στον αφρό
πλανεύτρες τσούχτρες.

*
Πολιορκία

Αεικίνητες γυρνούν
τρυφερά πόδια ψάχνουν
μωβ και πράσινες τσούχτρες
βεντούζες τρόμου.

*
Πεισματάρα

Πεισματάρικη τσούχτρα
φαρμάκι το σώμα της
στόχο βάζει στ' ανοιχτά
τρυφερούς γλουτούς.

*
Κουτσομπόλα

Φαρμάκι τα λόγια της
τριγυρνά μες τις ρούγες
μακριά η γλώσσα της
τσούχτρα γυναίκα.

*
Εξόρμηση

Χρυσαφένια η άμμος
πλανεύτρα η θάλασσα
κήτη έχει και τσούχτρες
μωβ καμπανούλες.

*
Το κοπάδι

Τρομερά τα πλοκάμια
κοπαδιαστά πηγαίνουν
ζεστή σάρκα γυρεύουν
πονηρές τσούχτρες.

*
Καρτέρι

Κολυμπάνε στα ρηχά
πανούργες δύο τσούχτρες
αμέριμνος βουτηχτής
πέφτει στ' αγκίστρι.

Προχωρημένη ώρα

Έμαθα να ζω με τους νεκρούς μου

Οι νεκροί μου έχουν μακριούς μανδύες από καμποτο κι έρχονται και 

με σκεπάζουν τις νύχτες.

Ξεσκονιζουν τις κορνίζες με τα πορτραίτα τους και δεν ζητούν ποτέ τους φιλοδώρημα.

Μία νύχτα μάλιστα του Γενάρη τότε που το φεγγάρι γύριζε σε πανσέληνο μου χάρισαν όλα τα χρυσαφικά που βρήκαν στις προθήκες του ουρανού.

Έγινα πλούσια ξάφνου και με τα νύχια σκληρά σκάλισα κι άνοιξα τα μνήματα τους καθώς αυστηρά στον ύπνο μου υπαγόρευσαν με λευκό κρασί να πλύνω τρεις φορές τα λευκά οστά τους.

Το ξέρω πως τους έχω κακομαθει μα δεν μπορώ χατίρι να τους χαλάσω.

Δεν ξεχνώ πόσες επίγειες μου έδωσαν χαρές, χωρίς αυτούς ο δείκτης του χεριού μου θα ηταν άδειος και δεν θα είχε το βαθυκόκκινο ρουμπίνι να τον στολίζει.

Άσε που χάριν σε αυτούς υπήρξα και δεν βρέθηκα στους δρόμους να αναζητώ με αναμμένο φακό τους στίχους που είχα γράψει στην εφηβεία μου στα παγκάκια της κοντινής πλατείας.

Δεν χρειάστηκε να δουλεψω για να βιοποριστω καθώς αυτοί έγνοια με είχαν πάντα.

Εδώ το καλό κριθαρένιο ψωμί.

Εδώ ο αστραφτερος κουβάς με το νερό.

Εδώ και τα ψητό της Κυριακής με μπόλικη ανθισμένη ρίγανη.

Εδω και το κιτρινισμενο μου μαντό για να πηγαίνω ευπρεπής στο γειτονικό καφενείο να πίνω τρία ούζα για έναν με συνοδευτικό πάντα παστό βακαλάο και ψωμί μπαγιάτικο.

Έμαθα να ζω με τους νεκρούς μου κι αν κάποτε τους αποχωριστώ θα πει πως έχω πεθάνει θάνατο βασανιστικό.