Σάββατο 14 Μαΐου 2022

Η βυσσινιά

Η βυσσινιά στον κήπο μας μαραζωσε, έπεσαν τα φύλλα της, έγειραν τα κλαδιά της κι ο κάποτε σφριγηλος κορμός της γέμισε χαραματιες και ξεφτιους φλοιούς. Στρατιές μυρμηγκιών έκαναν επέλαση στο σώμα της και δυο χρυσομπουρμπουνες την περιτριγυριζαν. Ήρθε η ώρα της είπε ο παππούς. Αρκετά χρόνια άντεξε. Με το χέρι μου την φύτεψα. Ένα κλωνάρι ήταν κι εξελίχθηκε σε ένα πανώριο δεντρο με πεντανοστιμους καρπούς. Μια μέρα ο πατέρας πήρε το τσεκούρι να την κόψει. Σταμάτησε πριν καν την αγγίξει. Δεν του πήγαινε η καρδιά. Λιγοψυχησε. Πήρε ένα σχοινί κι άρχισε να την δένει στην μάντρα σφιχτά σαν σπλαχνο του την φρόντισε. Κάπου μου φάνηκε πως είδα ένα δάκρυ να κυλά στο σκαμμένο του μάγουλο. Πέρασε ένας μήνας κι η βυσσινιά έβγαλε δειλα δύο ανθη. Καταχαρηκαμε. Ο πατερας είπε να τα προσέχουμε κι αν με το καλό δέσουν να κρατήσουμε τα κουκούτσια για να τα φυτέψουμε στην γη. Σαν κι αυτή δεν θα βρούμε σε όλη την περιοχή. Έτσι κι έγινε το δέντρο έδεσε δυο κόκκινα ζουμερα βύσσινα. Ο μπομπιρας της οικογένειας τα έφαγε αφού πάτησε πρώτα πόδι. Τα κουκούτσια τα πήρε η μάνα και τα φυτεψε δίπλα στο πηγάδι σταυρώνοντας το χώμα. Σαν από θαύμα μέσα σε λίγο καιρό εμφανίστηκαν τα πρώτα φυλλαράκια. Σαστισαμε όλοι σαν τα αντικρυσαμε. Όλο χαρά τα πλησιαζαμε ξεσπώντας σε χειροκροτήματα κι αλαλαγμούς. Ξαφνικά όλα πήραν ένα άδοξο τέλος. Η βυσσινιά κάνοντας έναν δυνατό τριγμο έπεσε καταγής. Κλάψαμε όλοι μόνο ο παππούς μας πήρε απ'το χέρι και μας συμβούλεψε πως ηταν μάταιο να στεναχωριομαστε. Μας οδήγησε στα δύο φυντανια κι εκεί δίπλα στο πηγάδι μας έμαθε μέσα από το φαφουτικο στομα του τη χαρά της ζωής σημαδεύοντας με κόκκινη σατεν κορδέλα τους καινούριους μας φίλους μην και τους πατήσει καταλάθος κανείς.

Χαϊκού

Λιλά μανδύας 
πένθιμη μια βιολέτα 
λάγνο τ' άρωμα. 

 * 
Λιλά ίριδες 
κανακευουν τον ήλιο 
βελούδα φέρνουν.