Βότσαλα λευκά
ανταριασμένα νερά
κύματα βουνά
τα μάτια σου κοιτάω
εισβάλλω στο γαλάζιο.
*
Έρημη ακτή
ο ήλιος κατακαίει
λόγχες καλαμιάς
βότσαλα ζωγραφίζω
έμπνευση η μορφή σου.
*
Κρινάκια άμμου
κατάλευκα βότσαλα
ζεστά τα νερά
πέφτω με μακροβούτι
χάνομαι στο γαλάζιο.
*
Συννεφιάς πέπλα
σκεπάστηκε ο ήλιος
βροχή ξεκινά
τρέχω να σε προφτάσω
λεία βότσαλα φέρνω.
*
Βοριάς φυσάει
βότσαλα παρασέρνει
κρινάκια μαδά
βρίσκω μικρή κρυψώνα
στέγαστρο από σκίνα.
*
Περνά ο χρόνος
απόδητη γυρίζω
η άμμος παχιά
βότσαλα με λαβώνουν
βροχές με πολιορκούν.
*
Βότσαλα γκρίζα
ακύμαντη θάλασσα
οι βάρκες πλέουν
στέκομαι και θαυμάζω
ολάνοιχτο το στόμα.
*
Γνώριμη ακτή
σώπασαν τα κύματα
βότσαλα γύρω
γυρεύω το φιλί σου
καμίνι το κορμί μου.
*
Μαύρα βότσαλα
παρθενικά τα νερά
ρόδινο το φως
βασίλεμα του ήλιου
με πνίγουν αναμνήσεις.
*
Φιλικά νερά
αιχμηρά τα βότσαλα
το πέλμα γυμνό
πληγώνομαι για σένα
ξωπίσω σου βαδίζω.
*
Βότσαλα βαριά
κύκλοι δημιουργούνται
τα ψάρια φεύγουν
ατέρμονο παιχνίδι
την αρμύρα ξιφουλκώ.
*
Δέντρα στον κάμπο
ποταμίσια βότσαλα
χρυσοί οι καρποί
περνάει μια πέστροφα
ασημίζουν τα νερά.
*
Μαγκίτης καιρός
μαζεύω δυο βότσαλα
ο ήλιος λαμπρός
καπηλατώ στα χάη
σαφρίδια μες τα δίχτυα.
*
Μαύρα βότσαλα
άδενδρο το τοπίο
κάθετες πλαγιές
διαστέλλεται η κόρη
ριγάω στην ομορφιά.
Αγαπούσε τον καφέ, τα αφεψήματα μέντας, πράσινου τσαγιού καιτα άφιλτρα τσιγάρα. Μικρή αμαζόνα θα τηνέλεγες με δάχτυλαμακριά πιανίστα καιμε κόμη χρυσή σαντα αθέριστα στάχυαστην αυλή του φτωχού. Το πρόσωπο της παρέπεμπεστον ήλιο και τα αυτάκια τηςμικροί ημισέληνοι ενόςΑυγούστου που χάθηκεανεπιστρεπτί. Τα δάχτυλα πιανίσταβάφονταν κίτρινα απότην νικοτίνη. Με την λίμα που ο πατέραςτης τρόχιζε τα μαχαίρια την αφαιρούσε. Δεν άφηνε ίχνος κι όλοπάλι ματαίωνε την ημέραπου θα έκοβε το τσιγάρο. Από μικρή το έμαθεόταν ο μερακλής παππούςτης επισκέπτονταν το πατρικόκαι την κέρναγε ένα από αυτά. Πήγαινε στον αχυρώνακαι το κάπνιζε στα κρυφά. Κάποτε μάλιστα άναψεένα μπροστά στην μάνα της. Αυτή λιβάνισε τρεις φορέςτο σπίτι να φύγει ο έξω από εδώ. Ο παππούς γελούσε. Ο πατέρας έλεγε συνεχώςτην ίδια πάντα επωδό. Μην γίνεστε δούλοι του καπνού. Δεν τον άκουγε. Ο πατέρας είχε λάβειμέρος σε μάχη. Ο πατέρας έτρεμε κι είχεπολλά τικ. Τώρα καπνίζει τα τσιγάραμόνη της κι οι ημισέληνοι την έχουν εγκαταλείψει. Μόνο στον ύπνο της βλέπειπαλιούς γνώριμους νεκρούςνα την κερνούν τσιγάρο. Αραίωσε κι η κόμη τηςκι η φτώχεια στην γηέχει πολλαπλασιαστεί. Αναθυμάται και δακρύζει. Ξεχνάει και πονεί. Στον αχυρώνα είχεπαίξει τα πρώτα ερωτικάτης παιχνίδια. Στα δαχτυλίδια του καπνούμετρά τώρα τα χρόνια της νιότης που πέρασαν και τους χαμένους Αυγούστους.
Τις νύχτες θα έρχομαι, τότε που απλώνω τα χέριαμου στη χόβολη των άστρων για να ζεσταθώ. Ένα μικρό γάντζο θα φορώστο μεγάλο μου δάχτυλογια να τραβώ τις αγριοτριανταφυλιές που έχουν τυλίξει το σώμα σου. Δεν σε βλέπω αγάπη, η όραση μου ασθενική. Πολλά τα λουλούδια γύρω σουκαι χάνω τη μυρωδιάτου κορμιού σου. Κάνω να σε αγγίξω καιπληγώνομαι. Αίμα κυλάει στις παρειές μουκαι μία άμορφη γίνομαιμάζα. Πώς να με γνωρίσεις;Εσύ που τόσο πόθησες ένα κρυστάλλινο να έχειςβλέμμα τώρα μέσα από μιαοργιώδη βλάστηση ίσαπου με θωρείς. Δίπλα σου μια λίμνη με βουρκωμένα τα νεράμήπως είναι τα δάκρυα σουπου ευθύνονται;Σε ψάχνω εναγωνίως. Δίπλα σου ένα δάσος απροσπέλαστο, σε χάνω. Περνούν ζαρκάδια πώςνα τα φτάσω;Στον ίλιγγο ζω. Μέσα στον κουρνιαχτόυπάρχω. Κάτω από τον θόρυβοτων οπλών τους ξεχνώτα τραγούδια που σου έγραψα. Δεν βγαίνει φωνήκαι το γαντζάκι μου έσπασε. Απομένω με κάποιααγριοτριαντάφυλλα στην αγκαλιά να προσπαθώροδόνερο να σου φτιάξωμήπως και σου ξυπνήσωτης θύμησης τα κύτταρανα πάψεις για άλλουςκόσμους να μοσχοβολάς. Εδώ να υπάρχεις. Εδώ να ζεις.