Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Τάνκα

Βότσαλα λευκά
ανταριασμένα νερά
κύματα βουνά
τα μάτια σου κοιτάω
εισβάλλω στο γαλάζιο.

*
Έρημη ακτή
ο ήλιος κατακαίει 
λόγχες καλαμιάς
βότσαλα ζωγραφίζω
έμπνευση η μορφή σου.

*
Κρινάκια άμμου
κατάλευκα βότσαλα
ζεστά τα νερά
πέφτω με μακροβούτι
χάνομαι στο γαλάζιο.

*
Συννεφιάς πέπλα
σκεπάστηκε ο ήλιος
βροχή ξεκινά
τρέχω να σε προφτάσω
λεία βότσαλα φέρνω.

*
Βοριάς φυσάει
βότσαλα παρασέρνει
κρινάκια μαδά
βρίσκω μικρή κρυψώνα
στέγαστρο από σκίνα.

*
Περνά ο χρόνος
απόδητη γυρίζω
η άμμος παχιά
βότσαλα με λαβώνουν 
βροχές με πολιορκούν. 

*
Βότσαλα γκρίζα
ακύμαντη θάλασσα
οι βάρκες πλέουν
στέκομαι και θαυμάζω
ολάνοιχτο το στόμα. 

*
Γνώριμη ακτή
σώπασαν τα κύματα
βότσαλα γύρω
γυρεύω το φιλί σου
καμίνι το κορμί μου. 

*
Μαύρα βότσαλα
παρθενικά τα νερά
ρόδινο το φως
βασίλεμα του ήλιου
με πνίγουν αναμνήσεις. 

*
Φιλικά νερά
αιχμηρά τα βότσαλα
το πέλμα γυμνό
πληγώνομαι για σένα
ξωπίσω σου βαδίζω. 

*
Βότσαλα βαριά
κύκλοι δημιουργούνται
τα ψάρια φεύγουν
ατέρμονο παιχνίδι
την αρμύρα ξιφουλκώ. 

*
Δέντρα στον κάμπο
ποταμίσια βότσαλα
χρυσοί οι καρποί
περνάει μια πέστροφα
ασημίζουν τα νερά. 

*
Μαγκίτης καιρός
μαζεύω δυο βότσαλα
ο ήλιος λαμπρός
καπηλατώ στα χάη
σαφρίδια μες τα δίχτυα. 

*
Μαύρα βότσαλα
άδενδρο το τοπίο
κάθετες πλαγιές
διαστέλλεται η κόρη
ριγάω στην ομορφιά. 

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Η μικρή αμαζόνα

Αγαπούσε τον καφέ,
τα αφεψήματα μέντας,
πράσινου τσαγιού και
τα άφιλτρα τσιγάρα.
Μικρή αμαζόνα θα την
έλεγες με δάχτυλα
μακριά πιανίστα και
με κόμη χρυσή σαν
τα αθέριστα στάχυα
στην αυλή του φτωχού.
Το πρόσωπο της παρέπεμπε
στον ήλιο και τα αυτάκια της
μικροί ημισέληνοι ενός
Αυγούστου που χάθηκε
ανεπιστρεπτί.

Τα δάχτυλα πιανίστα
βάφονταν κίτρινα από
την νικοτίνη.
Με την λίμα που ο πατέρας
της τρόχιζε τα μαχαίρια
την αφαιρούσε.
Δεν άφηνε ίχνος κι όλο
πάλι ματαίωνε την ημέρα
που θα έκοβε το τσιγάρο.
Από μικρή το έμαθε
όταν ο μερακλής παππούς
της επισκέπτονταν το πατρικό
και την κέρναγε ένα από αυτά.

Πήγαινε στον αχυρώνα
και το κάπνιζε στα κρυφά.
Κάποτε μάλιστα άναψε
ένα μπροστά στην μάνα της.
Αυτή λιβάνισε τρεις φορές
το σπίτι να φύγει ο έξω
από εδώ.
Ο παππούς γελούσε.
Ο πατέρας έλεγε συνεχώς
την ίδια πάντα επωδό.
Μην γίνεστε δούλοι
του καπνού.
Δεν τον άκουγε.
Ο πατέρας είχε λάβει
μέρος σε μάχη.
Ο πατέρας έτρεμε κι είχε
πολλά τικ.

Τώρα καπνίζει τα τσιγάρα
μόνη της κι οι ημισέληνοι
την έχουν εγκαταλείψει.
Μόνο στον ύπνο της βλέπει
παλιούς γνώριμους νεκρούς
να την κερνούν τσιγάρο.
Αραίωσε κι η κόμη της
κι η φτώχεια στην γη
έχει πολλαπλασιαστεί.
Αναθυμάται και δακρύζει.
Ξεχνάει και πονεί.
Στον αχυρώνα είχε
παίξει τα πρώτα ερωτικά
της παιχνίδια.
Στα δαχτυλίδια του καπνού
μετρά τώρα τα χρόνια
της νιότης που πέρασαν
και τους χαμένους Αυγούστους.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Εδώ να ζεις

Τις νύχτες θα έρχομαι,
τότε που απλώνω τα χέρια
μου στη χόβολη των άστρων
για να ζεσταθώ.
Ένα μικρό γάντζο θα φορώ
στο μεγάλο μου δάχτυλο
για να τραβώ
τις αγριοτριανταφυλιές
που έχουν τυλίξει το σώμα σου.
Δεν σε βλέπω αγάπη,
η όραση μου ασθενική.
Πολλά τα λουλούδια γύρω σου
και χάνω τη μυρωδιά
του κορμιού σου.

Κάνω να σε αγγίξω και
πληγώνομαι.
Αίμα κυλάει στις παρειές μου
και μία άμορφη γίνομαι
μάζα.
Πώς να με γνωρίσεις;
Εσύ που τόσο πόθησες
ένα κρυστάλλινο να έχεις
βλέμμα τώρα μέσα από μια
οργιώδη βλάστηση ίσα
που με θωρείς.
Δίπλα σου μια λίμνη
με βουρκωμένα τα νερά
μήπως είναι τα δάκρυα σου
που ευθύνονται;
Σε ψάχνω εναγωνίως.
Δίπλα σου ένα δάσος
απροσπέλαστο, σε χάνω.
Περνούν ζαρκάδια πώς
να τα φτάσω;
Στον ίλιγγο ζω.
Μέσα στον κουρνιαχτό
υπάρχω.
Κάτω από τον θόρυβο
των οπλών τους ξεχνώ
τα τραγούδια που σου έγραψα.

Δεν βγαίνει φωνή
και το γαντζάκι μου έσπασε.
Απομένω με κάποια
αγριοτριαντάφυλλα
στην αγκαλιά να προσπαθώ
ροδόνερο να σου φτιάξω
μήπως και σου ξυπνήσω
της θύμησης τα κύτταρα
να πάψεις για άλλους
κόσμους να μοσχοβολάς.
Εδώ να υπάρχεις.
Εδώ να ζεις.