Πριν ακόμα φύγεις μητέρα μες
στου παραδείσου τους τόπους
σεργιανούσες.
Με σπασμένη φωνή τον γιο σου
που τόσο λίγο κανάκεψες ζητούσες.
Ήμουν κοντά σου μα δεν με έβλεπες
το πούσι της μνήμης σου σαν πλέγμα
ατσάλινο σε απομάκραινε.
Τώρα μες στον παράδεισο χέρι με χέρι
με τον πρωτότοκο σου ξέγνοιαστη
περπατάς.
Αιωνόβια εσύ κι αυτός μικρός, χλωρός
σαν στάχυ από ψηλά μας χαιρετάτε.
Το φαρμάκι που τον σκότωσε απομυζείς
μα δεν πεθαίνεις μητέρα, δεν χάνεσαι
το αντίθετο μάλιστα δείχνεις
να αναγεννιέσαι σαν τα φοινικοδεντρα
της πατρίδας μέσα από στάχτη πηχτή.
Τις νύχτες εδώ κατεβαίνεις και μες στην
αχλύ των ονείρων περιφέρεσαι.
Σε βρίσκω χαρούμενη να τραγουδάς
με φωνή αηδονιού τα πάθη της ελιάς
και των βουνών την άκαμπτη περηφάνια.
Σε αφήνω ήσυχη να έρχεσαι στην
πατρική που τόσο αγάπησες πέτρα
και σταλιά σταλιά μες στις σχισμές
της να κρύβεις το φαρμάκι που από
τόσο νέα ουσιαστικά σε πήρε από κοντά μας.