Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Χαϊκού

Σπουδή στο δεκαεφτασύλλαβο
και ένα τάνκα 

*
Πέφτει η νύχτα 
το τσαγερό κοχλάζει 
ο σουμιές τρέμει. 

*
Στα αρμυρίκια 
στήσαμε τραπεζάκια 
"παίζει" ουζάκι.

*
Ντύθηκες νύχτα 
για χαϊμαλιά στο λαιμό
χρυσά αστέρια.

*
Πέσαν στρατιώτες 
η χλόη ανεβαίνει 
πνίγει το δέντρο.
(ολίγο δανεικό από τον Ίσσα)

*
Χρόνια φευγάτος 
θάμπωσαν τα μάρμαρα 
λοξός ο σταυρός.

*
Στα πλακόστρωτα 
κιτρινισμένα φύλλα 
στρώμα άστεγου.

*
Καύτρα τσιγάρου 
πυγολαμπίδα μοιάζει 
οποία ντροπή. 

*
Βράζει ο μούστος 
χαράς  ευαγγέλια 
στους καταπιόνες.

Καμμένο πεύκο 
έκοψα 'να κλωνάρι
δάκρυ έσταξε. 

*
Με κιμωλία 
χάραξες δύο λέξεις 
θανή και έρως. 

*
Καρπουζόφλουδα 
απόψε το φεγγάρι 
έλα, μην γλιστράς.

*
Απ' την κουρτίνα 
φαίνεσαι καλύτερα 
χλωμό φεγγάρι. 

*
Η πανσέληνος 
φραγκόκοτα ψημένη 
με πολύ ζουμί. 

*
Δίπλα στο σκαμπό 
νωχελικά ριγμένα
τα γάντια του μποξ.

*
Σβέλτη γυναίκα 
το μπακάλικο υγρό 
ψυχροί οι τοίχοι
η ζωή της άχαρη
κουβάς με σαλμονέλα. 

*
Συνάντηση 

"Η λύπη ομορφαίνει 
                                   επειδή της μοιάζουμε"
Οδυσσέας Ελύτης 

Φοβόταν τα χαώδη μέρη. 
Δεν έμπαινε στο μετρό 
και στα πολυεπίπεδα καταστήματα 
απέφευγε να πάει. 
Μια μέρα που βρέθηκε σε ένα από αυτά. 
βάδιζε σαν χαμένη. 
Κοίταζε δεξιά, αριστερά 
τις βιτρίνες, κοίταζε τα καφέ 
και τα φαγάδικα.
Το βλέμμα μετέωρο, ανασφαλές. 
Αναζήτησε την έξοδο. 
Μπερδεύτηκε κι άλλο. 
Έμεινε σαν στήλη άλατος 
να παρατηρεί το πλήθος που με μαστίγια 
στα χέρια την κυνηγούσε.
Πώς να ξεφύγει;
Ένας νεαρός άντρας με μπουτονιέρα 
την πλησίασε και την ρώτησε 
αν χρειάζεται βοήθεια. 
Δεν μίλησε, μόνο λίγο αχνογέλασε. 
Τον πήρε αγκαζέ και χάθηκε 
μαζί του.
Παραδόθηκε άνευ όρων 
στη [μυστηριακή] σαγήνη της ματιάς του.

*
Επικήδειος 

Είχε τρελό αέρα και το τζάκι κάπνιζε.
Η κάπνα είχε πνίξει το δωμάτιο. 
Άνοιξες το παράθυρο 
να αεριστεί ο χώρος.
Έξω σκοτάδι βαθύ. 
Τα μάτια σου έτσουζαν.
Έκλαιγες ή  προσποιόσουν;
Στο περβάζι στάθηκαν δύο πουλιά. 
Ένα λευκό κι ένα μαύρο. 
Πεινούσαν. 
Έτριψες ένα κομμάτι ψωμί.
Φτερούγισαν ανάλαφρα 
σαν να σε ευχαριστούσαν. 
Έφαγαν στα γρήγορα κι έφυγαν. 
Έμεινες να κοιτάς το σώμα της νύχτας. 
Μόνη. 
Στο δωμάτιο μπήκε η ψύχρα. 
Έκλεισες το παράθυρο 
(κι ας δάκρυζες ακόμα.)
Πήγες και κάθησες στην πολυθρόνα 
Αποκοιμήθηκες έναν 
τρυφερό χωρίς όνειρα ύπνο.
Το πρωί σε ξύπνησαν
κάποιοι τριγμοί στο τζάμι.
Οι φίλοι σου είχαν επιστρέψει
και με το σκληρό τους ράμφος 
σε καλημέριζαν. 
Μόνο που το λευκό πουλί 
ήταν λαβωμένο θανάσιμα στο ύψος 
της κοιλιάς
Έτσι έγραψες εκείνη την ημέρα 
το πρώτο σου ποίημα. 
*
Ο αρχηγός 

Η πόρτα ορθάνοιχτη. 
Αναρωτηθήκαμε γιατί 
Κι αν έμπαινε ο κλέφτης;
Αν έμπαινε ο ξενομερίτης  
με τα πράσινα μάτια και μας
έκλεβε το ψωμι;
Το πρωί μόλις ξυπνήσαμε
είδαμε στο πάτωμα σκόρπια
ψίχουλα.
Τρεις σπουργίτες δίπλα στην 
παλιά μαντεμένια σόμπα
απολάμβαναν τη ζέστη.
Δεν μας είδαν.
Κι ένας άλλος διαμελισμένος
ράμφιζε την πίκρα μας.
Αυτός μονάχα μας κοίταξε 
κατάματα.
Φοβηθήκαμε.
Κλείσαμε με θόρυβο την πόρτα. 
Τα πουλιά έψαξαν διέξοδο. 
Ανοίξαμε τα παράθυρα, έφυγαν
και τότε παρατηρήσαμε 
πως εκείνος με το
διαμελισμένο σώμα 
τράβηξε πιο μπροστά απ' όλους
Δεν απορήσαμε.
Σηκώσαμε ψηλά τα χέρια και 
χαιρετήσαμε τον αδιαφιλονίκητο
αρχηγό. 
Χαμογελάσαμε με νόημα.
Η πίκρα στα στήθη μας φτερούγα 
που πέταξε. 

*
Απώλεια 

Πέταξε το αδιάβροχο στο πάτωμα
Έσταξε βροχή στα σανίδια
κι έκανε ένα ρυάκι 
που διακλαδίστηκε σε δύο ακόμα
πιο μικρά. 
Έβγαλε το καπέλο. 
Έσιαξε τα μαλλιά του στον καθρέφτη. 
Ήταν όμορφος μέσα στην υγρασία 
του πρωινού. 
Ο ξύλινος κούκος χτύπησε 
το ακριβώς της ώρας.
Ένατη πρωινή. 
Πέρασε στην κουζίνα 
η ψωμιέρα ορφανή. 
Θυμόταν πολύ καλά τα δύο καρβέλια 
που είχε αφήσει αποβραδίς. 
Έψαξε πίσω από την κουρτίνα. 
Κανείς. 
Ήξερε πως οι νεκροί 
δεν κάνουν θόρυβο κι ούτε φοβούνται. 
Μάλιστα όταν πεινούν 
πάντα ζητούν διπλή μερίδα.
Εξ' ου και τα δυο καρβέλια 
που έλειπαν.
Τα αντικατέστησε με δύο μήλα
που οι νεκροί αποφεύγουν
κι απόμεινε να τα κοιτά 
πιο υποψιασμένος από ποτέ.