Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

μοναξιά

Το κλαδί της μοναξιάς τρίζει
Μαζεύονται έντομα με μυριόφορα φτερά
Ακουμπούν τα λεπτά τους πόδια στις στέγες
-Εκείνες που ένα βράδυ εσύ εγκατέλειψες-
Πετούν με συστολή σε ένα αναχωρητικό χρώμα
Και διασκεδάζουν με τη καρδιά
Του άδειου κελύφους τους
Το κλαδί περισφίγγει τη μοναξιά με υγρά γάντια
Και το κομμένο νούφαρο της λίμνης
Αναθρώσκει ασημένια κύμβαλα βροχής
Στάσου, κερνάω απόψε άφιλτρο τσιγάρο
Σε χαρτί ποτισμένο με άρωμα βανίλιας
Οι εξώκοσμοι ναύτες φωτογραφίζονται δίπλα
Στα εξογκωμένα μάτια της νεκρής ακρίδας
Μεταμφιέζομαι σε γύρη
Και παίζω στα χέρια μια πολύγωνη κερήθρα
Η μέλισσα είναι κατά δική μου
Μου περιφράζει οράματα της νύχτας
Όταν σεπτά αναγεννιούνται
Τα λεπιδόπτερα μάτια της χλόης
Η πατίνα της μοναξιάς εξαπλώνεται στο δασύλλιο
Άκου το βόμβο των εντόμων
Στη μετάσταση της πεταλούδας
Άχρονος ο θεός επιστρέφει

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

τελετουργία

Μια κάθετη γραμμή τέμνει το ποίημα
Από άκρη σε άκρη
Δυο ημισέληνα πορτοκάλια
Το πολιορκούν
Χυμοί και γεύσεις φυλάττουν
Την σκληρότητα της εαρινής ισημερίας
Οι άρρωστοι ποιητές κρατούν
Ένα άδειο όπλο
Κάτω από το μαξιλάρι τους
Δεν ξέρουν πια που να το εμπιστευτούν
Μαζεύτηκαν σκιές
Και τα λόγια διάβηκαν
Κρότοι χάνονται μέσα στην ηχώ των θαλασσών
Σαν τα λησμονημένα πασπαρτού
Στο συρτάρι της υπέργηρης φύσης
Άνοιξη ήρθε και μια οριζόντια γραμμή
Τέμνει τις σκιές
Στο γυάλινο φορτηγό της σελήνης
Αγάπησες τις συνθέσεις των άγουρων κηπουρών
Τα τελετουργικά σκήπτρα της ένοχης βροχής
Τα ηλιακά ρολόγια που αργά έσβηναν
Στο επαναστατημένο πάρκο
Κανένα φύλλο δεν αναζήτησε
Τον εκλιπόντα καρπό του
Στο κήπο της Εδέμ λυπημένη αργοσβήνει
Η συμπαθητική μελάνη των σύννεφων
Και μια πέτρινη λεοντή χειροκροτεί συνεπαρμένη
Τις ωδές της κόλασης

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

η νύχτα μας αποκρούει

Νυχτώνουν οι άμαξες στα πέτρινα
Μονοπάτια του βιβλικού τόξου
Οι ρίζες τρίζουν ρυθμικά
Κάτω από τα ροζακιά
Πέλματα των μπαλαρίνων
Βυθισμένη μπρος στον καθρέφτη
Νοστάλγησα λίγη σκόνη από το είδωλο σου
Ψαύσε τα χέρια της μάγισσας
Στο μεσοστράτι των σελίδων
Ακούμπησε τρεις συλλογές ποιημάτων
Τον άνεμο ψαύσε
Την γιορτή
Την αριθμητική μοίρα των φωνηέντων
Το αηδόνι που αποθαρρημένο
Αποσκίρτησε από τα μάτια μου

Μελάνι έγινα και μούσα
Στους βοτσαλωτούς κήπους του έρωτα
Έμβλημα ερμητικής γραφής
Στο προπύργιο της ανέκφραστης καμάρας
Ριγούν τα γεφύρια
Σεισμοί καταφτάνουν και γέλωτες
Στην ελαιογραφία του δυτικού κωπηλάτη
Χρώματα σφίγγουν το περιλαίμιο
Σημάδι της τύχης
Παραμορφώσεις υδάτων δίπλα
Στο καιόμενο σπυρί της άμμου

Εμβρόντητοι οι αμαξηλάτες ζήτησαν
Κανόνα και γνώμονα από την
Απελθούσα γεωμετρία
Κρύψε τη πένα σου άσκοπα το αίμα
Μη σχηματίσει ιριδισμούς
Στη βαλβίδα της γης
Που είναι το πέλαγος;
Ποτέ δεν πίστεψα στην ακίδα του πόνου
Στον δρυμώνα του Καύκασου
Κρύβω το χαμόγελο μου
Ψαύσε το σώμα μου
Και γαλήνια αποκοιμήσου μέσα
Στον αποδημητικό χνώτο των δελφινιών
Αδεής πρόστρεξα στους αιματοδείκτες σου
Και στο λοφίσκο του Βορρά
Έστησα αντίσκηνο
Προς δόξαν της πλανητικής Αγάπης.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

οιωνοί

Απομονωμένα τα χέρια συντρίβονταν
Πάνω στο γλωσσίδι του αιώνιου πεύκου
Ανταύγειες σιωπής παρακολουθούσαν
Το τεφρώδες ρετσίνι του λυκόφωτος
Στην ανέσπερη ακτή

Κόλλαγε το όστρακο πάνω στο δέρμα
Κι ένας μικρός κατασπαραγμένος
Ιππόκαμπος αναθεμάτιζε
Τους δερμάτινους ιμάντες της παλίρροιας

Ήρθαν αργά οι μέρες
Με τις τρέμουσες Ειδήσεις
Το απόκομμα κιτρινισμένο
Λαμποθωρούσε πλάι στο χείλος του ποτηριού

Σαν να μιλούσε ξάφνου η πέτρα της λατρείας
Ένα αγόρι τη συνόδευε σαστισμένο
Κραυγές και βόγκοι χωρίς ικέτες
Στο κοιμητήριο μύρα ανάβλυζαν
Οι κορδέλες της αρχαίας Βιολέτας

Λιωμένο σίδερο και φωταψίες
Χωρίς ούτε ένα κορμί για θυσία
Άδεια η σκελίδα του βολβού
Στη παλάμη κρυμμένο ένα
Αγριοπερίστερο χωρίς ταίρι

Πάνω στα χαλίκια κάλπαζε
Ένα άλογο με οπλές στεγνές
Ακολουθούσες προτάσσοντας τα αόρατα
Μαστίγια του μαΐστρου μες το σκοτάδι

Η νύχτα κοιμόνταν πάναγνη
Δίπλα στις συστάδες των σκίνων
(λιτάνευες το λείψανο του
Απαγορευμένου Ονείρου)

Στα χέρια σου λάκτιζαν
Κρύσταλλοι αλατιού
Σπήλαια γεμάτα θειάφι
Κι αιφνίδιοι γέλωτες μαγισσών
Παγωμένοι συσπώνταν
Οι μύες του κάκτου

Απομονωμένοι έρωτες ξαγρυπνούσαν
Σιγοψιθυρίζοντας τα μυστικά
Της λευκής παρειάς
Το πρωί έφυγες χωρίς ούτε μια λέξη
Δεν πολυπίστευες στην ενσάρκωση των οιωνών

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

σπειροειδείς πορείες

Αφαίρεσε το τελευταίο απόστημα
Από το δεξί του πέλμα
Ανάλαφρος τώρα περπατούσε
Πάνω στο λείο έδαφος
Στιλπνό το χάδι της γης
Η αυταρέσκεια συνομιλούσε
Με τους ήχους των άρρωστων κυττάρων
Μεγάλη μητέρα η γη τον πρόσταζε
Για μια μοιραία έξοδο
Στα τσακισμένα αγγεία του πλήθους
Απαιτητικό το άγγιγμα σαν τις θωπείες
Της νεαράς σελήνης στο μεταλλικό
Βλέμμα της ύαινας
Τον διαπερνούσαν
Άκουγε τον ήχο του χώματος
Και τους χυμώδεις βόγκους της πέτρας
Ένα ακυβέρνητο καράβι αγκυροβολούσε
Στα πειρατικά του χρόνια
Ξάρτια οι φλέβες κι ένα σκισμένο ιστίο
Αλάφραινε την καρδιά
Σαν το βουβό ηφαίστειο που αιώνες πριν
Βούιζε στα χέρια του
Θέλησε να προσευχηθεί στον Θεό
Των παιδικών μυστηρίων
Αίφνης άλλαξε γνώμη
Στη μεγάλη λεωφόρο αναζήτησε μια μικρή γωνιά
Εκεί θυμάται είχε κρύψει εχτές μόλις
Ένα μικρό θησαυρό
Λεγεωνάριος η μήπως σταυροφόρος
Τιμαλφών αισθημάτων
Σιώπησε κι έθαψε τον μονόλογο του
Στην άκρη της διαχωριστικής μπάρας
Αρρωστημένη αυτοσυγκέντρωση στο διαρκές
Παίγνιον του ποιήματος
Η μοναξιά θεοποιούσε μικρές ανάσες
Ιδιότυπος προσκυνητής με μιαν αξίνα
Στο χέρι κατέβαινε τα σκαλοπάτια της γης
Μελαψός ανθρακωρύχος
Στα ορυχεία του έτρεμε μια παγωνιά
Χωρίς μια σπίθα ακροβασίας
Πως ξεγελάστηκε
Οδοιπόρος μοναχικός μετρούσε τώρα με επιφύλαξη
Τα αποστήματα στη ράχη της ασφάλτου
Στο δεξί του πέλμα φυγόκεντρες δυνάμεις
Τον περιέλουζαν με το χνώτο του θανάτου
Γύρισε στο σπίτι ξημερώματα
Στο δωμάτιο είχε ενσκήψει
Ένα πράσινο μαραμένο φύλλο
Κι ένα ιριδίζων φτερό παγωνιού
Πέρασε είπε η εποχή των φυτολογίων
Κι αποκοιμήθηκε μέσα στη ζεστή
Ελαφρότητα των σελίδων
Χαράζοντας ερμάρια και στοές στον
Εκκωφαντικό ερειπωμένο πύργο του ύπνου
Δεν είχε αλλάξει τους σελιδοδείκτες
Στην αχλή του πρωινού
Σπειροειδείς πορείες γονιμοποιούσαν
Την εσωτερική γεωγραφία

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

τόποι της φαντασίας

Σύνορο δεν έχει η ζωή
Οι μηλιές ανέβαιναν τεθλιμμένες
Ως το πευκοδάσος
Έστηνες αυτί, αφουγκραζόσουν
Έναν αχνό χτύπο κάτω από τη φλούδα του μήλου
Η ζωή προχωρούσε αδιάφορη
Κρατώντας σε σφιχτά με το μαντήλι του χορού
Ταξιαρχίες πελεκάνων σου προσφέρανε
Ένα νεογνό λιγόζωο όνειρο
Σαν εκείνο που έβλεπαν
Οι στεφανωμένες κόρες της μαρμάρινης κρήνης
Και ξυπνούσαν ακροπατώντας
Στα σιταροχώραφα των πένθιμων βιβλίων
Που θλιβερά έκρυβαν μες το σεντούκι
Με τα οικογενειακά κειμήλια
Έτριζε σπασμένο το δύσμορφο ράμφος
Του πολύχρωμου παπαγάλου
Αναπαράγοντας σκηνές συγχορδίες εικόνων
Και ήχους αναίτιων στιγμών….
Ένας διαβάτης έδενε το κορδόνι του ήλιου
Ο δασοφύλακας είχε χάσει το κλειδί
Της φιλύρας στο δάσος των λέξεων
Ένας καμηλιέρης ξαπόσταινε
Στο πανδοχείο της όασης
Κι ένας μικρός κηροπλάστης συνομιλούσε
Με το γλυπτό της πλατείας
Μικρά λιγόζωα όνειρα μέσα στους σπόρους
Της τετριμμένης αλφαβήτα
Πονούσε ο στίχος στο χέρι
Ματαιοδοξία και φθόνο
Χάιδευες ανύποπτος και αδρανής
Αμαρτωλές υπόσκαπτες αυταπάτες
Σύνορο δεν έχει η ζωή
Μέσα στη σάρκα του μήλου το μικρό σκουλήκι
Άδειαζε τα στενά διαμερίσματα
Της πεινασμένης μνήμης
Μόνο τα όνειρα των παιδιών κρατούν
Τη κοφτερή γυαλιστερή λάμα της απεραντοσύνης
Σηματοδοτούσες τα όρια σου
Με λεκτικές παραισθήσεις
Απαριθμώντας τους βωμούς
Που το μέλλον έστηνε μπροστά σου

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

αποκομιδή

Σπαράζουν πράσινες φολίδες στο σώμα
Σηκώθηκαν χαρταετοί με ενάλιους
Βοστρύχους
Φανοί του ανέμου
Φωτοσκιάσεις απογυμνώνουν τον αντίχειρα
Εκεί που αναβόσβηνε πέτρινο το βλέμμα της τίγρης
Κλειστοί οι πόροι ωσάν την κλειστοφοβική
Επιφάνεια του θαλάσσιου οψιδιανού
Μικρές κοφτές ανάσες με εκπορθούν
Έρπω στον χρόνο του ανεκπλήρωτου
Αμαρτωλός εραστής πάνω στο πανσέληνο χνούδι
Των αμαξοστοιχιών που έφυγαν
Δεν κοιτάζω το ρολόι
Ακροβατώ στην αφή του στίχου
Και ωριαίους έρωτες απομυζώ
Μια σπίθα εξουσιαστής καίει δευτερόλεπτα τσιγάρα
Υπερπλήρης ο Αύγουστος επιστρέφει
Συνομωσία των αστέρων
Κι ο εφιάλτης έχει διαβεί
Κρατώ σφαλιστά τα κλειδιά του απείρου
Μικρή κόρη του κόσμου με ραβδοσκόπους
Διάττοντες αστέρες στο χέρι
Στα κρύα πλήκτρα σου απένθητος ενέδωσα
Πένητας και προσκυνητής ορκίζομαι σιωπές
Και Βόρειες ακτές εξερευνώ
Ψάχνοντας το υγρό κόσμημα που θαλερά στολίζει
Της νύκτας το κρουστό λαιμό
Εικονοστάσι και προσκυνώ
Μια άρπα διακυβεύει τους ύμνους
Αποκομιδή Αθανάτων
Μέσα στην θύελλα επωάζω το ηλεκτρονικό μου
Περίστροφο
Σπαράζουν πράσινες φολίδες στο σώμα

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Η τεθλασμένη του σωματος

Κάθε που έφευγαν οι γερανοί
Έβγαινε στην αυλή με τα
Καλαίσθητα παρτέρια
Παντού σαρκοβόρα φυτά
Κι αφανισμένες σημύδες του χθες
Χορτάριαζε το χέρι του στις πέτρες
Και στα πολύριζα
Ανάριος ο τόπος σαν τα υγρά σημάδια
Στο περίγραμμα του φιλιού
Στο σιντριβάνι ριγμένο ένα κομμάτι
Ύφασμα με κεντημένα πάνω του
Τα δυο αρχικά μιας οργισμένης αγάπης
Στύλωνε τα μάτια διέκρινε το πρώτο
Μονόγραμμα καθαρά
"Άλφα" αναστάσιμα ανθισμένο
Χάνονταν ασαφής η όραση του
Στο δεύτερο μονόγραμμα
Κάτι ανάμεσα σε "Ζήτα" και "Ύψιλον"
Σαρκοβόρα φυτά παντού κι ένας κάκτος
Κοντόθωρος στου χρόνου τα πανιά
Η λίστα των εντόμων και το νωπό
Πουκάμισο της βέργας αδειανό
Μια αράχνη μόνο μπερδεύονταν
Στα μαλαματένια στημόνια της γης
Ξέχασε τις ανάρριχτες βελονιές
Αν κινδυνεύεις χρεώνεις
Δάνεια πολλά στη μοναξιά
Μια τεθλασμένη γραμμή
Στο κλειστό ορίζοντα του πηγαδιού
Τον απορροφούσε
Κάθε που έφευγαν οι γερανοί
Οι φωλιές στην αγκαλιά της οξιάς
Πλημμύριζαν νότες ανειρηνευτων πουλιών
Με καλλίγραμμα ράμφη
Σε αυστηρά εξάγωνα σχήματα
"Ζήτα" ή "Ύψιλον" έπαψαν πια να το παιδεύουν
Τουναντίον τα απολάμβανε
Η Ζωή επιζητεί το μέγα 'Υψος
Για να Αναστηθεί
Έκλεισε την στρόφιγγα στο σιντριβάνι
Το νερό κυοφορούσε δάκρυα γυρίνων
Μάζεψε το ύφασμα
Μια μοναξιά…
Τώρα στο σπίτι έγραφε στίχους
Πάνω στο δεύτερο μονόγραμμα
Ποτέ δεν απίστησε
Κάθε που έφταναν οι γερανοί
Τα σαρκοβόρα φυτά γίνονταν
Καμπανούλες κι ανεμώνες
Μέλισσες οργίαζαν πλάι
Στο μεθυσμένο Αηδόνι
Ο θάνατος επιζητεί το μέγα ύψος
Για να αναστηθεί
Η τεθλασμένη του κήπου άπλωνε
Το μαύρο μαντήλι στην ακριβή πτυχή
Της αόρατης βεντάλιας
Ήταν πια συνηθισμένος
Στις μεταμορφώσεις του σώματος

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

ολόγυμνη διάσταση

Οι μνήμες επέστρεψαν
Με μακριά σκαιόχρωμα πουκάμισα
Κι ένα κερί στο χέρι
Εξέτασαν τα ασημένια σερβίτσια
Στο ηλιόστρωτο τραπέζι της αυλής
Και τα ταχτοποίησαν με περισσή τάξη
Χάιδεψαν τη πνοή των μικρών πελεκάνων
Στα ακρόπρωρα του σιντριβανιού
Περιστροφικά τυλίχτηκαν την απουσία
Των συνδαιτυμόνων ανέμων
Εγκαρτερικές και πράες σαν τα μουδιασμένα μέλη
Των νεαρών ψαράδων στην ακτή
Των παραλίμνιων αναψυκτηρίων
Πιστές στο συμπαντικό ραντεβού τους
Δες πως αναπνέουν!
Ήρθαν οι μνήμες σαν μικρές
Θεραπαινίδες της Αφροδίτης
Με λευκούς καλοστρωμένους γιακάδες
Κι άδεια μακριά δάχτυλα
Πριν ακόμα χαράξει
Η ημέρα του πρώιμου Έρωτα
Φίλησαν το άσπρο μέτωπο
Του έκπτωτου αγγέλου και τον οδήγησαν
Στο βάθρο της πλαταιάς γης
Αγκάλιασαν την βρεγμένη κόμη
Της κρύας Εσπέρας στο κήπο
Αστρικές χαρακιές είχαν στο σώμα τους
Επουλωμένες στα βαμβακοχώραφα της στέπας
Μύριζαν θάλασσα κι ασφόδιλα νεκρά
Γαλήνιες ήρθαν με ένα ψαροκόκαλο στην πλάτη
Χωρίς ακολούθους
Τροφοδότες μιας νέας ολόγυμνης διάστασης
Δεν συγχωρούν το χειμώνα στα πράσινα φύλλα
Προσχωρούν αναρριγώντας
Άκαμπτες και σκληρές φορτίζουν
Τους μύες των δέντρων με νωπό μολύβι
Και σε αναγνωρίζουν

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

γυμνά σημάδια

Έστεκα να κοιτάζω την ουτοπία
Των σκιερών κληματόβεργων
Έξω από το παράθυρο
Στοιβαγμένες πειθήνια
Πάνω στο πεζούλι
Που μύριζε αυγή, στυφό κρασί
Κι αμφίσημη αναιμία
Απόγευμα Κυριακής στην εξοχή
Το παλτό κρεμασμένο
Σε ένα παλιό σκουριασμένο καρφί
Με το μαντήλι της Αλωνίσταινας στο πέτο
Υπάκουο το «καλώς ήρθατε»
Και η καλημέρα να διαθλά
Απαρηγόρητες νυχτοπεταλούδες
Ασταμάτητο πήγαινε-έλα
Κυκλικά πάνω στο παγωμένο κρύσταλλο
Αδύναμα φτερά κι πούδρα του χρόνου
Εξατμίζονταν σε κυβάκια γέλιου
Ένα αετόφτερο είχε πέσει στο πάτωμα
Ακριβώς στο σημείο εκείνο
Που εσύ ακούμπησες ένα μικροσκοπικό
Λινό ύφασμα σε σχήμα σκορπιού
Θυμάμαι τον βηματισμό σου, επιθετικός
Δεν είχες σβήσει από το σκαλοπάτι
Τα ίχνη του δόλιου δηλητήριου
Φοβόμουν να πλησιάσω
Οι ρόζοι στα ξύλα σάρκαζαν
Το νέο είδωλό μου
Άναψα φωτιά, καθαρτήριος ο καπνός
Ανέβαζε τις χρυσόμυγες του χτεσινού ονείρου
Το σπίτι ορμητήριο του φωτός
Ο αετός είχε εξαφανιστεί στο κτήμα
Μες τα κίτρινα πολύριζα της στάχτης
Όλο προπέτεια για τα άγνωστα σημάδια
Στο γυμνό του φτερό
Κανείς δεν τον αναζήτησε
Βράδυ Κυριακής στην εξοχή
Και το χώμα των αλσυλλίων έμεινε βουβό
Ξεπαγωμένη η πλήξη
Δίπλα στα αμπελόφυλλα μετρούσε
Το άγρυπνο γαλάζιο με περίσκεψη

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

ανάφλεξη

Ασημένια δυο νομίσματα έριξε
Στο ενυδρείο
Εκεί που πριν χλόμιαζαν ανθισμένα
Τα κίτρινα χρυσόψαρα
Των Βόρειων κήπων ή των θαλασσών
Είπε πως ξέχασε στην χώρα της άμπωτης
Πάνω στην άμμο με τα λέπια
Ένα επτάφτερο κοχύλι
Θα ταίριαζε τόσο πολύ εδώ
Αναφώνησε

Ασημένια δυο νομίσματα
Που να βρεθεί χρόνος για ευχές
Οι λίμνες νυμφεύτηκαν
Ουράνιους καταρράκτες
Κι οι προσμονές μας έβαψαν
Κόκκινο το φόρεμα τους
Στον χορό των παρθένων κρίνων
Μόνο ένα δάκρυ κρατούσε στα χέρια
Σαν το φυλακτό της αγκαλιάς

Προιστορικά δυο νομίσματα
Με άγνωστους βασιλείς να ωχριούν
Θλίψη και ναρκοθετημένα όνειρα
Απάγκιασα στο πλάι τους μια κρύα νύχτα
Τα μάτια τους με σκόπευσαν
Ανασηκώθηκα
Κι έδεσα μια ευχή
Για τους ασώματους θλιμμένους
Βασιλείς και τις γοργόνες αδερφές τους
Να ζουν και να ευτυχούν
Στους αρμυρισμένους βραχόκηπους
Του πύρινου χεριού μου

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

χορός αγγέλων

Ακόνισα τα βήματα μου σήμερα
Για να να χορέψω στο κέντρο της γης
Αχανές το σημείο
Ένας τόπος στη κόψη του χρόνου
Διαβρωμένος από σπουργίτια επισκέπτες
Αναψηλάφηση στιγμών ακριβών
Που δεν σε εγκαταλείπουν
«Στα χέρια σου τι κρατάς;
Έλα σίμωσε κοντά μου
Ακούω τα δάκρυα σου
Πικρή πηγή
Αναδιπλώσου στο νερό της»
Ένα νυχτέρι έχει ανάψει το φεγγάρι απόψε
Εδώ είμαι, ρίζωσα
Αθέατη στροβιλίζομαι γύρω από φλόγες
Και πυρσούς αίματος
Αναίμακτοι φόνοι συντελούνται
Στη τέφρα χαμένο ένα δίπτερο δαχτυλίδι
Πέτρα του αχάτη
Στιλβώσεις της γης πάνω στο δέρμα
Άνεμος των εντόμων φρικτός
Σε αρχαίο κόσμημα κεντημένος
Ένα πέτσινο γάντι πέταξε η σελήνη
Άδεια τα δάχτυλα
Κι η αφή να πονάει
Ο γέρο-χρόνος άπατρις
Σβήνει το τσιγάρο πάνω στο πόνο
Ανασαίνω το κρύο αποτύπωμα
Στο χέρι μου ένα κυρτό ραβδί
Κοίταξε πάνω στις πέτρες
Φύτρωσαν ασημένια μάτια
Και μια έχιδνα κρύφτηκε βουβή
Στο κόρφο τους
Ζω τον αιώνα μου αφανισμένη
Μέσα στα σπλάχνα της Μήλου
Ξέχασα να περπατώ στα νύχια
Απλά αιωρούμαι στο εκκρεμές
Του θανάτου
Ψελλίζοντας
Στο κυρτό μέρος της σελήνης
Αινιγματικούς ύμνους

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

η αγκαλιά του ράμφους

Όταν επιστρέφουν οι γόησσες Κυριακές
Φοβάμαι πολύ την νεκρική όσμωση των κύκνων
Τυλίγουν περιστροφικά τους μακριούς λαιμούς τους
Εξυφαίνοντας σχήματα από λαθραίους αποχωρισμούς
Και ταραγμούς του Σώματος
Δακτύλιοι και διασκελισμοί σε φτηνές
Προπληρωμένες παραστάσεις
Υπό την υπόκρουση κροτάλων, οστών, φτερών
Και τυμπάνων
Επιθανάτιοι ύμνοι σε σταυροδρόμια επίγειων λέξεων
Μια αλφαβήτα ακατάληπτη με όλα
Τα ύψιλον υπό διωγμό
Αλίμονο εμείς δεν θα γεράσουμε ποτέ
Στις πόρτες μας κατακάθεται η πάχνη
Των αργοπορημένων αμαξηλατών
Αγωνιώδεις σκιές περιφέρονται
Κι ένα τρυφερό ράμφος ανασκιρτά
Στην καρδιά μας Βηματισμούς του σύμπαντος
Υιοθετήσαμε ένα άδειο λιμναίο έρεβος
Γεμάτο ρωγμές κι άκυρες διαβουλεύσεις
Στα υπόγεια κύτταρα χλομιάζει
Ένα αετόφτερο κι ένας αλήτης κύκνος
Χρυσός
Η ανταμοιβή μας εξεπληρώθη

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ροές δακρύων

Στις ραφές της ζωής
Βυθίζονται τα θαλάσσια βλέμματα
Μικρών μεταναστών
Έγχρωμες κλωστές διαπνέουν
Τα σιρίτια των ορίων
Ντυμένη αποχρωματισμούς
Απρόσμενων προσδοκιών βγαίνω
Στο κρύο κατάστρωμα της πατρίδας
Πάνω στα γόνατα μιας ξένης Ηπείρου
Αγκυροβολώ
Κι οι αλυκές του ανέμου
Σκισμένα διαβατήρια μού εκδίδουν
Βουλιάζω μέσα στο φως αόρατων σειρήνων
Κι αποστηθίζω ένα παράπονο Οδύσσειο
«Για ένα νανούρισμα ήρθα στη ζωή
Κι η θάλασσα με ξεγέλασε»
Αθόρυβα καταδύομαι σε λησμονημένα ναυάγια
Κι ένα ανεβατό μοιρολόι αυτόχθονο τυχαία εμβολίζω
Καταδιώκομαι
Βελόνες και πόρπες αρχαίες τρυπούν το κορμί
Τις ασπάζομαι
Γεμάτα τα αμπάρια με θέλγητρα
Κι αρώματα ακριβά
Μια αλληλουχία άσαρκων φιλοδοξιών
Χαμένων...
Καταφεύγω απελπισμένη
Στο μέγιστο πράσινο των άστρων
Και σε λιμένες απροστάτευτους
Τα χάρτινα ιστία μου καταθέτοντας άδοξα
Μετανάστης ενός χαμένου Απρίλη
Πάτρια πάθη οριοθετώ
Και με φτερούγες αλλότριες αιωρούμαι
«Για ένα σκισμένο χάρτη ήρθα τη ζωή
Και ροές δακρύων πικρών με διαπλάτυναν»
Αγκαλιάζω υδρόγειους αναστεναγμούς
Στα σύνορα εσύ με ανακρίνεις

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

αντίτιμο

Αρρώστησαν οι Ερινύες
Κρυφά τις φυγαδεύω κάθε βράδυ
Στο κρύο αερόστατο της πλάνης
Κόκκινα φορώ λουστραρισμένα
Δορυφορικά παπούτσια
Στην εποχή των σαρκοβόρων
Λειμώνων αγορασμένα
Με αντίτιμο της ζωής μου τις εκδορές
Πλαγιαστές φόνισσες οι νύχτες
Και τα τοιχία του ύπνου
Παρέμειναν ορθάνοιχτα
-Επιστρέφω
Λέει η μητέρα
Ένα κερί αχνοφέγγει δειλά
Ζωγραφίζω δυο μάτια στην επιβίβαση μου
Η παιδική ηλικία χορεύει ταγκό
Στην χώρα των αμπελώνων
Πλησιάζω ξεσφίγγοντας τα κορδόνια
Στα παιδικά μου μποτάκια
Οικείοι διάτοροι οι τόποι
Αποστέλλω στη νύχτα δυο πάλλευκα κρίνα
Από την άμμο της Αμοργού κομμένα
Εδώ ο τόπος μου

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

μετέωροι υδρατμοί

Ηλεκτροφόρα σύρματα χτυπούν
Στα βράχια της όρασης
Πάλλονται οι βλεφαρίδες
Σαν την σκόνη των υδρατμών
Πάνω στο καθρέπτη
Αναθρώσκοντα δυο ανεμόπτερα
Περισυλλέγουν δέσμες φωτός
Διυλίζοντας τα πέπλα
Του ακονισμένου Δωματίου
Ανοιγοκλείνουν το διακόπτη
Στην οθόνη της φαντασίας
Εικόνες και γρίφοι
Και το ποίημα άμωμο
Με σταυρωμένα τα χέρια
Κρυφοκοιτάζει τους ιστούς
Της φωτισμένης Σελήνης μου
Γεωγραφία με εκλάμψεις φθορίου
Αναμασά ισχνές ματαιωμένες ενοράσεις
Μιας υπέργειας ανατροπής
Αφήνομαι γειωμένη στα φορτία
Της δεύτερης φύσης
Κι αναπαράγομαι σε άναρχους
Πυρήνες φωτός
Δεν με βλέπεις
Μετέωροι υδρατμοί αμφιταλατεύονται

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

έποικοι

Χτίσαμε τα σπίτια μας πάνω σε λόφους
Υγρά μονοπάτια μας οδηγούσαν ως εκεί
Στις κοίτες μας μεγαλουργούσαν
Φασιανοί και κορμοράνοι
Δρασκελιά και πόνος
Ο κάθε μας ουρανός
Ψηλές οι στέγες μας, στα ακροκέραμα
Κρεμάσαμε δίχρωμους χαρταετούς
Για να αλαφραίνει ο ύπνος
Της Αφροδίτης και του Αμπελουργού
Με μεμβράνες του σύννεφου
Ντύσαμε τα παράθυρα, κρυώναμε
Ο στρόβιλος καιροφυλαχτούσε μουγκός
Ήταν πολύ πικρά τα μεσημέρια
Ξεχαστήκαμε
Κάτω από τη βερικοκιά τα παιδιά μας
Έστησαν μεγαλοπρεπή βασίλεια
Με βότσαλα του Νότου
Φάρδυνε έξαφνα η παλάμη μας
Θυσία και πόνος
Κι ο κυκλώνας να συλλαμβάνει
Ανυποψίαστες αιώρες
Ένα βράδυ μας επισκέφτηκαν στρατιές
Αιχμαλώτων
Στέγη ζήτησαν και τροφή
Κι εκείνο το άγουρο μάγουλο της Μητέρας
Χτυπήσαμε την φλέβα μας πάνω στην πέτρα
Και τους καλωσορίσαμε με σκιερά χαμόγελα
Ξάφνιασμα κι οι ώρες χωρίς συμβουλή
Αργότερα ανέστιοι προσφύγαμε
Στους ψαράδες
Με δίχτυα σκισμένα στους ώμους
Στη θάλασσα επιστρέψαμε
Το κορμί του κάβουρα γέμισε
Αόρατες φυσαλίδες
Θηλιές χτυπούσε ο αφρός
Στα βλέφαρα μας
Πονούν τα σπίτια στα ξένα βλέμματα
Έκπτωτοι σκαλίσαμε στο ακρογιάλι
Γιγάντιες σκάλες
Κρυφά τα βράδια ανεβαίνουμε
Στα υπώρεια για λίγο ψωμί
Διασώσαμε τους ανεμοδείχτες μας
Σκαλοπάτι ο πόνος
Κι ο ωκεανός δυναμίτης στους πόθους μας
Συμφιλιωθήκαμε με τα χελιδονόψαρα
Στα όνειρα μας κερνάμε τους εποίκους
Θεμέλια άρμη

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

οι ροδιές δεν φύονται στο βοριά (αφήγηση)

Παλιά ένδοξη ερειπωμένη κατοικία
Διαιρέσεις με χτιστές καλαμωτές
Και σώματα ηλιακού πηλού
Επιβεβλημένη η σιωπή στα χείλη
Της οικοδέσποινας
Μας καλωσόρισε με ένα πλατάγισμα
Της γλώσσας
Ο καιρός σήμερα το γύρισε σε νοτιά
Μερώσανε οι πλίνθοι
Ψιθύρισε
Καφές πικρός μέσα στη χλωρίδα της ζωής
Αναθυμήσεις με μαύρους εναλλασσόμενους
Κύκλους
Γεννήσεις, ξόδια, αρραβωνιάσματα
Κι εκείνες οι στυφές φλέβες ακουμπισμένες
Στο πιάτο του τυφλού πατέρα
Στερνό παραλήρημα
Ένδοξες μαρτυρίες χιλιοειπωμένες
Σε σχήμα σπιράλ όταν οι πλίνθοι
Μουσκεύουν ανάσες

Γεννήσεις με την δόξα του φύτρου
Της φραγκοσυκιάς
Ξερακιανές οι μοίρες πάνω από το λίκνο
Στη τράπουλα έλειπαν πάντα τρία φύλλα
Θάνατοι αθόρυβοι σαν τις επτά κάμαρες
Της ροδιάς
Πώς να θρηνήσεις
Ο χρόνος μας κυνηγούσε με ένα
Μεγάλο αγκάθι
Αγαπήσαμε τις μαύρες ρίζες
Κρυφά τις ενταφιάσαμε
Χαρές κι αρραβωνιάσματα με τις κάνες
Γυρισμένες στον ουρανό
Πήλινοι σβόλοι δίπλα στο κοντάκι
Του όπλου
Οι αρραβωνιαστικιές έλουζαν τα μαλλιά τους
Στη λίμνη παρέα με τους αργυροπελεκάνους
Οι άντρες απουσίαζαν στο κάμπο
Σώπαιναν σαν άκουγαν τις κλαγγές

Παλιά ένδοξη κατοικία κι η οικοδέσποινα
Δοξαστική μυρτιά
Κοίταξε τη αυλόπορτα
Ορθάνοιχτη !
Ποιος δρόμος σας έφερε ως εδώ
Τι έκπληξη
Ανάμεσα στις καλαμένιες διαιρέσεις
Κρύβω ένα θησαυρό
Την δεύτερη φωνή μου
Με αυτή κρυφομιλώ τα βράδια
Που οι εποχές με καπέλα βεστιαρίου
Ανασυγκροτούνται
Στα βάθη της λίμνης αναβιώνω
Τους διχασμένους Έρωτες της γενιάς μου
Ποιος οιωνός σας έφερε ως εδώ
Αλήθεια!
Γιατί φοβάστε την ηδύτητα του κορμιού
Οι νεκροί μου επιστρέφουν τα απογεύματα
διψασμένοι...
Τους προσφέρω ένα αποξηραμένο ρόδι
Είναι το δώρο μου στη Θεία Μούσα τους
Καλή τύχη!
Από προαίσθηση έκρυψα τα έπιπλα
Με μυρωμένα μαύρα σεντόνια

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

παραχαράκτες

Βαδίζουμε πάνω σε δρόμους στρωμένους
Με ασβεστόλιθο
Άκρη – άκρη πελεκημένα στους βράχους
Σειρές από αγάλματα
Αβέβαια μας μιλούν για θαυμαστές καταβάσεις
Μια προσμονή εγγίζει τα μάτια μας
Τα χέρια μας μνημεία προϊστορικών αλαλαγμών
Στα όνειρά μας έρχεται ο συριγμός
Από τις ατμομηχανές των αερίων
Περιπατητές της κόλασης
Παραλυμένοι στοχασμοί μας καταδιώκουν
Στα παραμύθια μας αποθέσαμε
Τον βυθισμένο σκελετό
Οι έρωτες μας παραδομένοι στο μικρό
Νυχάκι της πέρδικας
Κι οι θάνατοι μας με την οσμή
Του πικραμένου δαμάσκηνου
Ολιγώρησαν οι τεχνουργοί
Στις όποιες προσκλήσεις μας
Μη ρωτάτε το προορισμό μας
Ο θάνατος πλάγιασε με την αγιασμένη
Κόμη των αγαλμάτων
Διασώστες της αλήθειας
Ανάβουμε αποβραδίς τη καντηλήθρα
Στο κεραμιδένιο οστό της Πλάτης
Δυσοίωνες πορείες
Ποτέ δεν πιστέψαμε στα αγάλματα
Των παράκτιων κοιμητηρίων

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

χάλκινες θάλασσες

Έζησα τα χρόνια μου μέσα σε αβαθείς
Χάλκινες θάλασσες
Ένα πλεούμενο αγκυροβολημένο στις
Ηράκλειες στήλες της Μοναξιάς μου
Ανεβοκατέβαζε πένθιμα φεγγάρια
Και κύματα δορυφόρους
Δεν είναι η περιστροφή που με φοβίζει…
Μάζεψα τα ιστία μου μετά τη
Προτροπή των λησμονημένων καταιγίδων
Στο κατάρτι με βρήκε η αστραπή
Δεν παραδόθηκα και ανακωχή
Δεν μου εδόθη ποτέ
Στις συνάψεις της μνήμης κλείδωσα
Το διαμαντένιο δάκρυ του νυχτολούλουδου
Μη και λείψουν από τον κόσμο
Τα εξάγωνα κουτάκια της μάντρας
Όταν οι λευκές κατοικίες ωχριούν στον ορίζοντα

Κορμούς αειθαλών δέντρων και χλοοτάπητες
Βλεφαρίδων υλοτόμησα τα απογεύματα του Μάη
Για να σκεπάσω της γοργόνας
Το σκουριασμένο πτερύγιο
Τότε που η παλίρροια συνωμοτούσε μέσα μου
Και ρωγμές σημάδευαν το μέτωπο μου
Κι έφτασε η νύχτα που οι θάλασσες
Ανέβαζαν πνιγμένους όρκους κι αινίγματα
Το περιστέρι επέστρεφε χωρίς
Ούτε ένα κλάδο
Ήταν καιρός να λύσω τους κάβους μου
-Νωρίς ευτύχησα τον αρμυρό πόνο
Της τραμουντάνας-
Κι απέπλευσα στην χοάνη του Πρωτέα
Αντάμα με τα αγαπημένα του κήτη
Εκεί ζω με τη σπασμένη μου ρομφαία!

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

το φωτοστέφανο της ματιάς

Τα μάτια μου ανέτειλαν σήμερα
Ωσάν δυο αραχνοΰφαντα σάβανα
Κύλησαν στην υγρή σέλα της πεδιάδας
Ξεμάκρυνε το βλέμμα σαν ένα ρυτιδωμένο
Γέρικο βαγόνι
Αιώνια διαπάλη του καρπού
Που ακολουθεί την αλλόκοσμη μοίρα
Του έφηβου νεκρού
Υγρή η σέλα της πεδιάδας
Ξέβγαζε τα μαύρα πουκάμισα
Της οροσειράς στην κοιλάδα των καταρτιών
Πρύμνη σπασμένη του Ποταμού
Που με τόξα ξορκίζει τις φρενήρεις ελπίδες της πέτρας
Λαξεύω τα δάχτυλά μου με τη Δρόσο
Της φιλοδοξίας των νεκρών
Μη μιλάς για αθανασία
Δύο σάβανα και στα αποκαλυπτήρια μάτια
Βιάστηκε το πρελούντιο κορμί της Άνοιξης
-Η ενοχή είναι το χολερικό
Σταχολόγημα του ανθρώπινου ιδρώτα-
Έτσι ζύγωσα τους εξάγωνους φακούς
Του θανάτου χωρίς να σκοντάψω
Σας παραπλάνησα με κρύο Αντίο

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

ο κήπος με τα αγάλματα

Η σάλα ευρύχωρη λάιμ λαμπιόνια
Αναβόσβηναν στους καθρέπτες
Θυμάμαι ακόμα σαν τώρα τα μάτια σου
-Στο μούχρωμα του δειλινού-
Πίσω από την παλιά εταζέρα
Περιεργαζόσουν ένα παλιό κινέζικο βάζο
Γνωστές παραστάσεις
Μια κινέζα αυτοκράτειρα, ένα σκυλί,
Λουλούδια του λωτού
Κι ασύμμετρες χαράξεις αφαιρετικές
Το αφήνω ασχολίαστο
Τι πάθος…τα μάτια σου!
Λησμονώ το τατουάζ στο μπράτσο σου
Άγκυρα, γοργόνα ή αψίδα;
Μου διαφεύγει
Φαντάσου!
Το σώμα που τόσο αγάπησα

Ένα απόγευμα βγήκες από το σπίτι
Για ένα μικρό περίπατο στη πόλη
Όλα τακτοποιημένα
Στο κήπο τα αγάλματα
Μυημένα λες στις πληγές σου
Φόρεσαν κόκκινα σανδάλια
Στο ίδιο νούμερο με εσένα
Αφουγκράστηκα το αέρα σου
Να απομακρύνεται

Μελί το δειλινό
Η σάλα, το σπίτι γέμισε πυγολαμπίδες
Σημάδι αποχωρισμού
Εις μάτην έτρεξα, δεν σε πρόλαβα
Κάτω από την νεραντζιά άφησες
Μια φωτογραφία σου δυσδιάκριτη
Πρόβαλε μόνο καθαρά ένα τατουάζ
Στο στήθος σου
Μια κινέζα αυτοκράτειρα συνοφρυωμένη
Το βάζο τσάκισε σε κομμάτια
Σε αποχαιρέτησα με τον ήχο
Της αγαπημένης σου μπαλάντας

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

βραδυφλεγές πράσινο σώμα

Αγάπησα τα πράσινα πορτρέτα της κόρης
Με τα πικραμύγδαλα στα ματιά
Απροσδόκητα αλωμενη στο παρελθόν
Μέσα σε ασπρόμαυρα σκίτσα γελοιογράφων
Επαιτών
Η απόδραση κάποιες φορές σώζει
Παλιρροϊκό κύμα στο στόμα του Δράκου
Πράσινο σαν το σμαράγδι που κόβει το φως
Πράσινο εξατμισμένο από το κορμό των
Κυκλάδων
Σπάταλες εντέλει οι σχολικές αναγνώσεις
Οι προτροπές της βραδυφλεγής ελπίδας
Το αύριο, το αύριο
Με φκιασίδια κι αχνοπέταλα
Πόσο η ζωή σε διώκει;
Καμιά απάντηση ή έστω μια νύξη
Για το άγουρο ποίημα
Αγάπησα τη παλέτα με τις διαβαθμίσεις
Και τους τόνους του φαλλικού πράσινου
Γεννήτορας και βασιλέας με το υνί
Να διανοίγει χαρακιές στα σήμαντρα
Οκτώβρη μήνα
Σπόρος και ήχος κι καλύπτρα του νου
Να πικρίζει κόκκους δηλητήριου
Πράσινο σαν τα στεφάνια των νεκρών αθανάτων
Στην Αχερουσία λίμνη
Πράσινο μετουσιωμένο σε θρησκεία
Κρασί κεχριμπαρένιο στο φυσητό φλασκί
Του Διονύσου
Η καρδιά μου αναπνέει σαν νεογιλό κύτταρο
Στο αλογάκι της Παναγίας…
Φοβάμαι το θρήνο του χώματος
Θα φυτέψω δυο βραγιές αίμα στα μάτια μου
Πράσινο που ρέει
Πικραμύγδαλο στην κόρη!

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

επάνοδος

Αλαβάστρινο το τοπίο λευκό
Έξω από το παράθυρο
Φόρεσε τα καινούρια της ρούχα
Απόβραδο Κυριακής
Βαρύθυμα άναψε ένα τσιγάρο
Λειαίνεται έτσι λίγο η μοναξιά, σκέφτηκε
Ο καπνός του τσιγάρου τέμνονταν
Με τους καπνούς μιας ζωής
Αλαβάστρινος ο ορίζοντας παλαιωμένος
Έξω από το παράθυρο
Σήμα κινδύνου!
Εντός της όλα σε μια ευκίνητη ακινησία
Την προσκαλούσαν ανυπόμονα
Για πού;
Άφησε στη μέση ένα ταξίδι
Καρό τετράγωνη βαλίτσα στο πάτωμα
Ένα ταξίδι στα τέσσερα σημεία
Ενός ανήλικου τόπου
-Ανυποψίαστα ύποπτη λοιπόν
Διπλό συν στην έφηβη σιωπή -
Μια γόπα τρέμιζε στο στόμα της
Σαν μια ασυγκίνητη κιτρινισμένη διαδρομή
Εντός της έξω απ το παράθυρο
Χιόνιζε την επάνοδο στη ζωή
Το ταξίδι χόρευε δίπλα σε ένα κυρτό
Μαχαίρι
Αύριο είπε κι έφυγε
Αλαβάστρινο το τοπίο βραχύ
Έξω από το παράθυρο
Κλείδωσε τέσσερις φορές τη πόρτα
Κρεμασμένη στον φώσφορο η νύχτα σάστιζε

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

συνάντηση

Την νύχτα που οι καλαμιές πεθαίνουν ακούγοντας
Το μακρόσυρτο αργό σφύριγμα
Των τρένων και του νου μου
Στης ράγας τη διχάλα ξεψυχούν τα μαύρα
Εδώλια της δικής μου μοίρας
Άνοιξε πλούσια την παλάμη και σπόρους
Καλαμποκιού φύτεψε στο ματωμένο δάκρυ
Των προδομένων ηλίανθων
Εγώ δεν θα αργήσω
Την ώρα που τα εφτά κυκλάμινα διαρρηγνύουν
Την βραχώδη οροσειρά των νόστων
Στης Νοτιάς το εωθινό καταφύγιο
Λαχνό κερί ανάβει η κόρη που η ανάσα της
Μεσημέρι μυρίζει
Πλάγιασε σε λίθινο ολοστρόγγυλο λινό
Κι ολόγυρα με ρόδα, καρπούς ελιάς και κλάδους λυγαριάς
Οι μούσες στεφάνι θα σου πλέξουν
Ασθμαίνω και κυλάω της μνήμης τη πέτρα
Εγώ δεν θα αργήσω

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

το άλογο με τις μαύρες τουλίπες

Έφιππη περνώ τις ξέφωτες
Πολύκλωνες θάλασσες
Το ουράνιο μάτι στοχεύοντας
Με πέταλα από χαλκόχρωμα άνθη
Που μόλις χτες τα βρήκα μαραμένα
Στο σκήνωμα της ακάνθινης Ιέρειας
Έφιππη διαρτέχω δίαυλους πόντους
Κοσμώντας του αλόγου μου τη χαίτη
Με θύσανες μαύρες τουλίπες
Κάθε που βγαίνουν τα τρία φεγγάρια
Θυσία καταθέτω στον θεριστή καβαλάρη
Μη μιλάς τα απόβραδα
Κύμα οργής τρικυμίζεται
Και μια πρωραία ημέρα
Συναντά τη σκιά του ρολογιού σου
Φωτογραφίζομαι έφιππη
Στο δίμιτο μέλλον του έρωτα μας

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

χρονολόγιο

Ζεστά τα πρωινά και στις άβαθες
Ρίμες του λιμανιού βυθίζονταν ο ήλιος
-άφθαρτη εικόνα με τη μεστή μυρωδιά
Του αποξηραμένου ροδάκινου-
Να αναδέψει την αχνιστή αχινοθάλασσα
Στα μέρη της Κρανάης Νήσου
Ισχνό το χνούδι κι η ώρα αλλότρια
«Ζύγωσε μαύρα ματόφυλλα λυχναριών
Θα σε φιλέψω σήμερα»
Από χρόνους άγρυπνους αποκρούω τα ανατολικά
Σημάδια των νεκρών
Ναύτιλος η μνήμη πυροδοτεί
Τις σκονισμένες σπάθες μου
(Χρεία κι οργή....Πριν εσύ αργήσεις)
Υπέργηρα τα δειλινά
Κι από τις ενάλιες εξέδρες
Αναδύονταν οι πνιγμένοι αλιείς
Φαναράκια λευκά να δέσουν
Στα άλμπουρα μάτια του Σαγιά
"Φώναξε τους Παραμυθάδες
Στις Συννεφοσυμμορίες
Η Παρήγορος Θεά, μας καρτερεί»
Πέρα εκεί ξυστά στον ίλιγγο των υψωμάτων
Ιμάτια σπόρων διαμοιράζουν οι αλπινιστές
Μεταξωτές οι ρωγμές αίμα, αίμα, αίμα
Κι η αρπαγή της ισότονης μοίρας
Να επιστρέφει πριν το μεγάλο κατακλυσμό
Με δίχτυ τραχύ και κάλυκες αναμμένους
Στη κρύα παλάμη
(Χρεία κι οργή...Πριν εσύ αργήσεις)
Γυμνές οι νύχτες
Κι ανοιχτά του Μέζαπα σαλπάρει
Εμπύρετο το ψύχος…
Αν έρθεις φύλαξε ζεστή τη χούφτα σου
Ορέγομαι Θεούς Πύρινους και Χρόνους

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

τα ηδύποτα του Έρωτα

Κάθε απόγευμα δίπλα στο παλιό πιάνο
Με το σκεβρωμένο σώμα
Ανάσες κι ασπρόμαυρα στιγμιότυπα
Μελαγχολικών εραστών μελετώ
Πεντάγραμμο μιας μόνο ζωής
Φιγούρες και ζευγάρια με ηδύποτα στο χέρι
Λικνίζονται στο βαλς της δικής μου ψυχής
Παντοδύναμο το χειροκρότημα
Αναπνέω!
Μια απουσία διάχυτη πλαισιώνω
Κίτρινα τα φώτα και το βέλο της νύχτας
Λουστραρισμένο προσκρούει πάνω στο φιλί
Του ερωτευμένου Φαροφύλακα
Μια απουσία άχρονη αναβοσβήνει
Τραβώ τις κουρτίνες
Πάμφωτη η αυλαία προβάλλει το πορτρέτο του
Δες, πως ανοιγοκλείνει το μάτι
Στο τοκετό της Δύσης...
Χαρτογραφώ μιαν επίκληση στον πόνο
Της ασυλίας
Ανάστατη γραφή με επίθετα και ρήματα
Κι ουσιαστικά μου κρυφομιλούν
Αναπνέω
Δεν αρκεί!
Τι κι αν φαντάστηκες πως στην οροφή
Του πενταγράμμου ερωτοτροπούν τα ζευγάρια της λίμνης
Εκεί εχτές-θυμήσου- σκόνταψε το μυτερό πιγούνι
Της αμφίβιας Μάγισσας
Άραγε πως κι επέστρεψες;
Με εκείνα τα μουσικά κοχύλια αλιευμένα πρόχειρα
Από τη ζερβή σου τσέπη
Σκεβρωμένο το πιάνο κι ο έρωτας να συγκατοικεί
Στο ημιτόνιο διαμέρισμα της γελαστής Μπαλαρίνας
Μια σκιά μαύρη τέμνει την ουρά
Του μοναδικού χαρταετού της
Βρες το δρόμο σου
Πείνασε η νύχτα τα υγρά πέλματα
Της δικής σου τεφροδόχου, την ώρα
Που η Μπαλαρίνα κι ο Φαροφύλακας
Έκλειναν το πρώτο τους ραντεβού
Κρυφοκοιτάζοντας νήματα ομίχλης να δακρύζουν
Βγάλε το καπελίνο σου σίγησαν τα πλήκτρα ξαφνικά
Κι η παρτιτούρα βούρκωσε τραυματισμένους κύκνους
Βιάσου!
Μουδιασμένη χάσκει η κερκίδα
Πάνω από έφιππες αόμματες
Μελωδίες
Άραγε πως επέστρεψες;

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

εισαγωγή

Πήρες την ηλακάτη ενός αξόδευτου φιλιού
Λάμα και σπάργανο Εσύ της τερακότας
Με μήλο Αμίλητο έγνεφες
Της στέρνας το τρίκλωνο μπρούσκο χάδι

Ανάριο το μεσοφόρι σου φυλάκιζε
Μύρτιλους φιλήδονους ουρανίσκους
Κισσούς της γεωμετρημένης αρμύρας
Πρωτάδερφα ένπτερα μάτια υγρής
κληματίδας

Αυτοκρατόρισσα φωτιά, ρηχό λαγήνι
Δίψα κι οργή του Κόκκινου
Τριζάτη Πασχαλίτσα σε χείλη αμούστακο
Ξόδεψε βήμα σταθερό
Μέθυσε ασπάλαθο όνειρο, έλα!

-Μπρούσκο σε στέρνα ολόγιομη-
Ζύγωσε Ώρα άμωμη στου ήλιου τα ρυάκια
Στην ηλακάτη σου φτερουγίζει
Ο ταφικός ύμνος απ την άδεια χορδή
Της κληματίδας

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

αλισάχνη

Αδημονώ το άσπρο της καταιγίδας
Αυτό που το μάτι δεν διαπερνά
Κι ούτε νοιάζεται
Καθαγιάζει την έκρηξη
Αρχιερέας ψαλμών σε λάμπα θυέλλης
Δεν δίνει ένα μερτικό από την τέχνη του
Περιγελά τους ηλίανθους
Εγώ απλά τους περιθάλπω
Σε θαλάμους πρώτων βοηθειών
Αγόρασα μια ομπρέλα -χαλκόχρυση λάβα-
Έργο Ζωής ενός αποθανόντος ποιητή
Στο μνήμα του πάνω δρασκελεύει
Γαλήνια πανσπερμία Ζωής.
Χρειάζομαι επειγόντως μια ομπρελοθήκη
Ένα λιόδεντρο να φυτέψω
Ξέχειλα τα μάτια ξερνούν
Την πράσινη καραβίσια λαδομπογιά
Ζωγράφοι, ραγιάδες
Ακόντια σιωπής εκτοξεύουν
Στη μικρή πεταλούδα Αλισάχνη το όνομά της
Γυμνή χορεύει στη λευκή βροχή των βράχων
Αντάμα μοναχικοί ποιητές
Αναμειγνύουν τα βράδια Μητρικό χρώμα
Στο κεραμίδι του στέγαστρου
Ο πυρήνας της ελαιογραφίας πολύχρωμα
Μεταβάλλεται
Στις βραγιές του υπεδάφους
Ανάτροπα μάτια ροκανίζουν τις σκιές μου
….Και τα δάση με τους ηλίανθους;

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

θανάτου βελόνα



Άλικη η κουβέρτα
Ήπιες το θάνατο σε μια βελόνα
Πήρες χαρτί, έφτιαξες ένα καραβάκι
Η Κουβέρτα..
Ταξίδεψες σε μάλλινους πόντους
Ανάδελφα φύλα
Μια επιδιόρθωση πόντο το πόντο
Θανάτου βελόνα
Το κύμα να σε εκπορθεί
Ζωή και πόντος
Ανούσια φυγή
Εδώ είμαι, κατάρτι κοίλο
Ασπαίρουσα ζήση
Εδώ είμαι
Σε καταργώ!
Ήπιες το θάνατο σε μια βελόνα
Ταξίδεψες
Καραβοκύρης
Τριβή στις όχθες της σελήνης
Μαύρη η Κουβέρτα αποικιακή
Γιατί ολισθαίνεις;
Γλάρος ματίζει τη πλώρη μας
Ψαλίδισμα...στου ταξιδιού τα κρέπια

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

ανεπίδοτο

Βύσσινο σάρκα τραγανό πυρήνα αμάρτησα
Πουλιά της θύελλας μια δέση η ζωή μια πλάνη
Γυμνά πορφυρογέννητα Κορίτσια καλής ελπίδας
Δώστε τα χέρια
Συναχτείτε
Ψιχαλίζει απόψε στους Βυσσινόκηπους
«Άναμμα αλλότριας μέθης
Αρωμάτων συνάθροιση»
Βούλιαξε αφιονισμένο το σκούρο πέπλο της λάμιας
Xορός και πετροπόλεμος μες τις οπλές του Άδη
Πουλιά της θύελλας μια δέση η ζωή μια πλάνη
Πλέξτε καλάθια ποταμού με μίτους της φυκιάδας
Ψιχαλίζει απόψε στους Βυσσινόκηπους
Τροχήλατα δάκρυα γύρης σε λακκάκια άγουρα
Νέκταρ στο νύχι του αετού
Φυγόδικος
Απένδυτος
Ο Έρωτας...

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Μετράω προς τα μέσα

«Μη σκοτίζεις του ουρανού τη ρότα
Κωπηλατούν τα σύννεφα για σένα»

Κόκκινη ανεμώνα μικρή αλκυόνα του Γενάρη
Στο στάδιο στο υδραγωγείο στο θέατρο
Μια ανηφόρα το κόστος της αγκάλης
Επικλινής η κάμινος κι η κόρη του μουσείου
Βοτάνιζε της θημωνιάς βοστρύχους

Απαρχή του τετραγώνου το άσπρο της καταιγίδας
Κόκκινη ανεμώνα μικρή αλκυόνα του Γενάρη
Το χρόνο το μετρούσες προς τα μέσα
Ελλειπτικοί δακτύλιοι Φλαμουριάς
Δευτερόλεπτα κλειδωμένα στο μάτι της κλεψύδρας

Υπέταξες το δώδεκα αμαρτωλή η περόνη
Δώδεκα στόμια πηγές το στόχο για να χάνεις
Δώδεκα μάγουλα ροδιάς πιάστηκαν στην απόχη
Έλα στην πάνω θάλασσα σου φύλαξα ένα σπίτι
Αβρό χωνάκι βρεφικό στου γαλαξία το κύμα

Άκου φωνή
Μετράω προς τα μέσα!