Τράβηξε τις κουρτίνες να μπει το φως της
πανσελήνου στο σπίτι.
Πήραν να λάμπουν τα έπιπλα, τα μαχαιροπίρουνα
κι αυτό το πιάνο που συνέθετε τις μελωδίες.
Έλαμπε και το πρόσωπο της με ένα ασημόχρυσο φως.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της αρχαίας μνήμης.
Χείλη λεπτά, σακούλες κάτω από τα μάτια,
αγουροξυπνημένο βλέμμα, μάγουλα ρουφηγμένα
και μέτωπο πλαισιωμένο από δυο άστρα που έκλεψε
έναν Αύγουστο από την παραλία της Καλογριάς
Ακροάστηκε τον σφυγμό της.
Δύο άλογα κάλπαζαν εκείνη την ώρα
έξω από την πόρτα της.
Ο αγωγιάτης τα έψαχνε ημέρες τρεις,
το έσκασαν για να μπουν στο καμένο δάσος
εκεί που πριν από το τελευταίο θέρος βοσκούσαν
τετράφυλλο τριφύλλι κι έπιναν νερό από την
πηγή με τα λιονταρίσια στόμια.
Κάηκε το δάσος, λίγα ζώα σώθηκαν,
τέφρα παντού και ξινισμένη γεύση αγριόχορτου.
Γλίτωσε η καρδερίνα της που της έδινε τις παρτιτούρες.
Το σκιουράκι της που της έγραφε τις χορογραφίες.
Γλίτωσε την τελευταία στιγμή η χελώνα της
που στο καβούκι της έκρυβε τα ποιήματα.
Έχασε όμως πολλούς άλλους φίλους καλούς
όπως την αλεπουδίτσα, το κουνάβι, το λαγό,
τη πέρδικα, το ελάφι και τα νερόφιδα που κολιέ
τα έκανε κάθε Μάη μήνα.
Η οσμή του καμένου έρχονταν μαζί με την ,
πανσέληνο μέσα στο σπίτι.
Νόθευε το λάδι στο πήλινο κιούπι της γιαγιάς.
Διαπερνούσε τα ρούχα της στην καρυδένια ντουλάπα.
Κάθονταν πάνω στο διπλό κρεβάτι
εκεί που κοιμούνταν παρέα με τα μελαγχολικά όνειρα.
Ρίχνονταν πάνω στην στριφογυριστή σκάλα
που οδηγούσε προς την χαμηλοτάβανη σοφίτα.
Η οσμή του καμένου είχε εγκλωβιστεί στο σώμα της.
Το νερό και το σαπούνι της ελιάς δεν έκανε τίποτα.
Μάταια παρακαλούσε το φεγγαρόφωτο
μάγια να κάνει και να την απομακρύνει.
Μάταια έτριβε τη σκάλα, το κρεβάτι, τα ρούχα,
τα κιούπια, τα νικούσε πάντα όλα η ψυχή
του καψαλισμένου πεύκου.
Μόνη χωρίς έρωτα πλάγιαζε.
Ποιος να αγαπήσει ένα σώμα που μύριζε
σβηστό φυτίλι;
Το δάσος τώρα το κατοικούσαν δέκα
πελώριοι δράκοι με την ανάσα τους κομματιασμένη.
Αυτή σαν μάγισσα περιφέρονταν πίσω από την μάντρα.
Νοιάζονταν για τα άλογα που ποτέ δεν
θα έπιανε ο αγωγιάτης.
Ανησυχούσε για τα μικρά φυντάνια που μόλις
είχαν ξεπροβάλλει μέσα από την στείρα γη.
Μα πιο πολύ φοβούνταν για τους φίλους της
που επέζησαν της καταστροφής.
Η καρδερίνα, το σκιουράκι κι η χελώνα προπάντων
έπρεπε να γλιτώσουν απ' τα νύχια
των υπερκόσμιων όντων.
Φανταστείτε ένα κόσμο χωρίς ποιήματα
και τραγούδια αλλά αντίθετα ζωσμένο από
άκρη σε άκρη μόνο από κάποιες νυχτοπεταλούδες
που γυρνοβολούν γύρω από την φωτεινή λάμπα
της ποίησης σκιάζοντας τους στίχους
των νέων ποιητών.