Φόρεσε το βαρύ της άρωμα
και βγήκε στον κήπο.
Είχε φτάσει η ώρα που
για καιρό περίμενε.
Στάθηκε μπροστά στο
άγαλμα της ματαιοδοξίας
και της αυταρέσκειας.
Μια μικρή Αφροδίτη
με μακρύ χιτώνα, μέση
δαχτυλίδι και αλαζονικό
χαμόγελο.
Έβαλε μπροστά τη μηχανή,
το σιδεροπρίονο του πατέρα
και αποκεφάλισε το άγαλμα.
Πήρε το κεφάλι, το τύλιξε
με μια εφημερίδα και
το άφησε να κλαίει κάτω
από τη γερασμένη κυδωνιά.
Ύστερα κι αφού πέρασε
την τεχνική λίμνη
έφτασε στο παρτέρι
με τους ανθισμένους νάρκισσους.
Προσεκτικά έκοψε τα άνθη
να στολίσει το ανθογυάλι
και ρίχτηκε στο έργο της.
Ξερίζωσε τα λουλούδια,
έβγαλε τους βολβούς και
τους πέταξε στο βαθύ πηγάδι
στο κέντρο του κήπου.
Τώρα κλεισμένοι εκεί χωρίς
το μεθύσι του ήλιου
δεν θα μπορούσαν
να ξανανθίσουν.
Σκούπισε τα χέρια της
από το χώμα και μπήκε
στο σπίτι απελευθερωμένη
και λυτρωμένη από το
αγκάθι του εγωισμού.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Μια βαθιά ρυτίδα έτεμνε
το μέτωπο της.
Αδιαφόρησε.
Έστρωσε τα μαλλιά της
κι έπαιξε δυο τρεις νότες
στο πιάνο.
Περίμενε τον ήχο του
κουδουνιού.
Ήρθε κι όλα τώρα ήταν
αλλιώς.
Ο έρωτας δεν ήταν φυγάς
για να γυροφέρνει το αυθάδικο
σώμα της λήθης.
Με γυμνό το σώμα
έδωσε όρκους παντοτινούς
που μια άλλη εποχή
είχε αθετήσει και εξιλεωμένη
έριξε μια ματιά από το
παράθυρο στην αλλαγμένη
όψη του κήπου.
Δίπλα τα λουστρίνια της
γυάλιζαν σαν τους λαμπρούς
αστερισμούς ενός μακρινού
Αυγούστου έλειπε μόνο
το μεταξωτό φόρεμα
με τα στρας.