λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί,
κι η μάνα το ζηλεύει.
Ήσουν ο φυσιοδίφης κι ο
γητευτής των φιδιών.
Υπνώτιζες την δενδρογαλιά, την
φοβερή έχιδνα, τον πύθωνα και
τον ύπουλο αστρίτη.
Με μαγικά χέρια και με λόγια
που είχες εκμυεύσει από
πανάρχαια λεξικά καθυπόταζες
τη φύση τους.
Απ' όταν έφυγες γέμισαν
τα χωριά αλλά και οι πολιτείες
από τα φοβερά αυτά ερπετά.
Συριγμοί ακούγονται παντού
και μια τεράστια ουρά
προσπαθεί να τυλίξει γύρω της
τα θαυμάσια σώματα των
αγαλμάτων και την προσιτή
φύση των ειδωλίων.
Τρέμει η γη σαν κλαράκι φτελιάς
μπροστά στον γκρεμό.
Τρέχει ο κόσμος να σωθεί
πανικόβλητος.
Με κασμάδες και φτυάρια οι
άνδρες σκάβουν τα σπλάχνα
της γης κρύπτες να ανοίξουν
για να στεγάσουν τα γυναικόπαιδα.
Αλαλαγμοί ακούγονται, κατάρες
εκτοξεύονται και προσευχές
που είχαν ξεχαστεί βγαίνουν
από τα χείλη.
Κάθε μετρό κι ένας νεκρός.
Κάθε πόντος και μια σβησμένη
ανάσα.
Μανάδες εγκαταλείπουν τα
μωρά τους έξαλλες.
Οι ποιητές ξεχνούν τις ρίμες
τους πάνω στα πυρπολημένα
από τον ήλιο αλώνια.
Όποιος γλυτώσει.
Μαινάδα εγώ κι αρχαία θεά
εκλιπαρώ να γυρίσεις πίσω.
Δείχνω την φωτογραφία σου
στους αγγέλους να σε
γνωρίσουν κι εδώ να σε φέρουν.
Μιλάω στο αυτί του Θεού να
μας σπλαχνιστεί.
Χτυπάω τις καμπάνες πένθιμα
μήπως κι αλλάξεις γνώμη.
Ανασηκώνεις το ματοτσίνορο
και μου ξεφεύγεις, τραγούδια
ερωτικά ψελλίζεις και τις
κλειστές θύρες επιθεωρείς.
Άφαντος από τα γήινα τραβάς
τ' αψήλου και χάνεσαι πίσω
από τις δαντέλες των σύννεφων.
Με έναν εγωισμό που οι νεκροί
μόνο κατέχουν απομακρύνεσαι.
Με σεισμούς σε απειλώ με εσύ
πιο δυνατός από τον εγκέλαδο
μας προσπερνάς.
Σε παίρνουν φαλάγγι ιερά
λείψανα, εξαπτέρυγα και
μικροί ερωτιδείς μα εσύ μας
αποφεύγεις με τη μορφή σου
να θυμίζει κόλαση και σφαγείο.
Αλύγιστος και με προμηθεϊκη
τόλμη μας αφήνεις άλλη μια
φορά να χαθούμε μέσα στον
ζόφο και στο δηλητήριο.
Αχ! Τα φτερά γιατί στα έδωσα;