Στο ίδιο προσκεφάλι κοιμηθήκαμε.
Λευκό μαξιλάρι με δαντέλα
στην άκρη περίτεχνη από τα χέρια της μάνας.
Το σταυρώσαμε τρεις φορές λαμπερά
να μας βρούνε όνειρα, συνέχεια
της καλοκαμωμένης μας ζήσης.
Στη στράτα των ονείρων ένα ένα
πετούσαμε τα πετραδάκια το δρόμο
να βρούμε του γυρισμού κατά το ξημέρωμα.
Στα όνειρα που μας συνόδευσαν
υποκλιθήκαμε σαν θεατές στο θέατρο
του παραλόγου.
Εσύ με ένα ποδήλατο της πολιτείας
διέσχιζες τα στενά.
Μαντήλι φορούσες στο λαιμό που ο αέρας
το πλατάγιζε πέρα δώθε σαν σημαία
σε νοερό σύνορο.
Το πρόσωπό σου ξαναμμένο σαν πρώιμη
αγριοφράουλα πετούσε σπίθες.
Εγώ πάνω σε ολόασπρο άλογο το
περιαστικό διέσχιζα δάσος.
Στο καλαθάκι δίπλα στη χαίτη τοποθετούσα
κλωνιά από αειθαλή δέντρα.
Μύριζε ένα γύρω ρετσίνι και στεγνή άργιλος.
Τα πατζάκια μου λερωμένα και το
στρίφωμα ξυλωμένο από τη χαλαρή τριχιά.
Το πρωί με τον καφέ να αχνίζει
δεν είπαμε τίποτα.
Στα βάζα του σαλονιού κλαδιά από
αειθαλή δέντρα.
Στο κέντρο της κάμαρας πάνω στο χαλί
σαν περιστέρι ριγμένο το λευκό σου μαντήλι.
Κοιτούσαμε δεξιά αριστερά για να
αποφύγουμε να κοιταχτούμε κατάματα.
Ακούστηκε το κουδουνάκι του ταχυδρόμου.
Ανοίξαμε την πόρτα.
Κοντοστάθηκε.
Του ψήσαμε καφέ.
Έβγαλε το καπέλο αφήνοντας ελεύθερη
μια ξανθιά του τούφα.
Ήταν όμορφος σαν άγγελος φευγάτος.
Ψαχούλεψε τη σάκα του και μας παρέδωσε
την αλληλογραφία μας.
Όταν έφυγε άφησε πίσω του την σκόνη
των δρόμων.
Δεν ξεσκονίσαμε παρά αφήσαμε τη σκόνη
να αιωρείται στον πικρό αέρα του σαλονιού.
Ξέραμε πως θα ξαναπερνούσε το επόμενο
πρωί την ίδια ώρα ακριβώς με ένα
πάκο από γράμματα.
Βλέπεις είχαμε πολλούς ξενιτεμένους
αδερφούς και πολλά ανερμήνευτα όνειρα
κι αυτός σαν καλός μάντης τα γνώριζε όλα
και μας παρηγορούσε.