Ξεκίνησε πριν ακόμα σκάσουν οι αχτίδες του ήλιου στο βουνό. Χάζεψε λίγο την πορφύρα του ξημερώματος και κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Η λυγερόκορμη φοράδα την περίμενε αναχαράζοντας την τροφή της. Ένας κόκορας έφερνε βόλτες
γύρω της κορδωτός πριν αποφασίσει να σημάνει το πρωινό εγερτήριο. Λεπτό φόρεμα
ανοιξιάτικη μπόρα-
τρέμει το κορμί.
Βγήκε στον δρόμο, ανέβηκε στο άλογο κι άρχισε να ιππεύει. Ξέσφιξε τα χαλινάρια, κλώτσησε με τα πόδια και το ζωντανό επιτάχυνε τον καλπασμό του. Κρύος ακόμη ο πρωινός αέρας της χάιδευε το τσιτωμένο της δέρμα. Έσφιξε λίγο το λουλουδάτο φουλάρι της γύρω από το λαιμό.
Χνουδωτά φύλλα
άνθη της καλεντούλας-
βρόχινο νερό.
Έφτασε στο ακροθαλάσσι. Ανεμπόδιστος ο ήλιος χωρίς καθόλου σύννεφα την ζέσταινε απαλά. Έβγαλε το ανάλαφρο της φόρεμα και βούτηξε στα ήσυχα νερά. Κολύμπησε γρήγορα για να ζεστάνει το ανατριχιασμένο της κορμί. Το άλογο φρούμαζε κάτω από τις καλαμιές. Τα μπαμπού μεγαλώνουν πολύ γρήγορα προσφέροντας την αδιαπέραστη σκιά τους.
Φύσηξε βοριάς
οι κερασιές λυγίζουν-
τράνταγμα ζωής.
Βγήκε από το νερό. Ένα σπασμένο κοχύλι της τρύπησε λίγο το πέλμα. Άρχισε να μαζεύει αγριοβιολέτες που κάλυπταν το πάνω μέρος της ακτής. Τους έδωσε το σχήμα του στεφανιού και με αυτές στόλισε την χαίτη του αλόγου. Μακριά ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου. Καβαλίκευσε την φοράδα κι έφυγε. Οι μωβ αγριοβιολέτες έπεσαν στη γη. Στάθηκε τις μάζεψε και τις πέρασε γύρω από το λαιμό της σαν δεύτερο φουλάρι.
Κρύα τα νερά
κοάζουν οι βάτραχοι-
πυκνή βλάστηση.