Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

παραμύθι

Το πράσινο σκαθάρι του Έρωτα πάνω στο δέντρο
Έκρωζε ξεθυμασμένες λέξεις
«Με αγριολούλουδα θα σε ντύσω
Μικρό παιδί του Απρίλη»
«Απασφαλισμένη η καρδιά μύχιες μυρωδιές αναδύει
Δες τα φεγγάρια πόσο μαύρισαν»
Πένθιμοι αμαξάδες το χέρι τείνουν
Σε ονειρικές δεσποινίδες
Με ποιους ρυθμούς να δοθώ στο παραμύθι;
«Χρυσό το γοβάκι αμάρτησε
Σε ξένα πέλματα»
«Η αχυροκαλύβα μετοίκησε στην λεκάνη
Του γιγάντιου καταρράκτη»
Δυο αμαξοστοιχίες στα ακρόπρωρα του μεσημβρινού
Ζώνουν με σφίξεις αρμονίας τον κόσμο
«Πόσο διαρκεί το ταξίδι στον λοβό της γης;
Ημέρες και νύχτες αγρύπνιας εναλλάσσονται
Στην δακτυλογραμμή του πνεύματος»
«Στην οθόνη το τρέιλερ επαναλαμβάνει
Ξένιες αποδράσεις στα άδεια πάρκα»
Μια ζωή έχω μόνο…
Στο πλατύ γιαλό οι ασημένιες κορδέλες
Προετοιμάζουν τη τελετή
Της απαραχώρητης Ανατολής
Απομακρύνω μεθυσμένους ημεροδείχτες
Από το συρτάρι της νύχτας
«Στο ληξιαρχείο διόρθωσα λαβύρινθους
Και βαρετές χρονολογίες»
«Κανένα ψεγάδι δεν βρήκα στον μακρύ
Κατάλογο των παθών»
Πικρή η ανάσα του Έρωτα χνώτισε
Τα βλέφαρα μου
«Στο σήμερα σιγούρεψα το σκιερό
Βλέμμα της τίγρης»
«Μες στη σαβάνα πληθαίνουν οι αλχημιστές της χλαίνης
Ώριμους οπώρες φυγαδεύουν στη κλεψύδρα
Του ουράνιου θόλου»
Βάστηξα χρόνια ανοιχτές τις πληγές
Για να έρθεις
Ξεγελώντας τους μύστες του αίματος
Ναυαγός αποσταμένος και χάνομαι.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

βουβός ταξιδιώτης

Ξεχέρσωνε τα αμμολούλουδα στην παραλία
Πριν έρθουν οι μεγάλες βροχές
Κρόσσια ανέμου έπλεκαν στα μαλλιά του
Μικρές νησίδες περίφρακτες
Ανήσυχος ένας άυπνος ήχος
Σπαρταρούσε πλάι στο κύμα
Μικρές κομμένες φράσεις έπεφταν
Πληγωμένες
Ψαλίδισμα του χελιδονόψαρου
Στα πεινασμένα σύμφωνα
Κομφετί ασημένιο πάνω στα χείλη
Του αφρισμένου βράχου
Γεύση και θέα της θάλασσας
Πλάι στην ανοιχτή πληγή
Της καμένης γης
Ο ταξιδιώτης φορούσε το καινούριο
Καπέλο με το πλατύ γείσο
Πελαγοχτυπημένος
Το παλτό διπλωμένο στα τέσσερα
Πάνω στη σέλα του ποδηλάτου
Αργόσβηνε η μέρα με τη μεστή ποδιά
Γεμάτη ρόδια πυράκανθους και μέλι
Στη βαλίτσα προεξείχε το εισιτήριο
Της χτεσινής παράστασης
Και μια δακρυσμένη ταυτότητα
Μακριά στην αποβάθρα του βυθού
Σφύριζε το τρένο
Η ειμαρμένη της μέδουσας
Σώπαινε παγωμένες σκηνές των σπινθήρων

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

πλαγιαστό δάκρυ της φιλύρας

Στο σύνορο της πόλης με το δάσος της φιλύρας
Εκεί που κατεβαίνουν οι τελευταίες
Ξύλινες παράγκες του γκρεμού
Ίπταται ολοσκότεινο το πράσινο αερόστατο της χλόης
Φαράγγια βαθύσκιωτα βγαλμένα λες από τη
Παλέτα του ανθρώπινου ποταμού
Φυλλώματα ζέοντα σαν τα κοντόκανα εξάσφαιρα
Των γλάρων που ένα βράδυ ενταφιάσαμε
Στου κήπου το κυπάρισσο
Ένοχες οι κλαγγές και τα οστά του Απρίλη
Πάνω στο κεραμίδι με την αρχαία στάχτη
Ηττημένες οι αποδράσεις μας στου καπνού το σκέλια σβήνουν
Μια χελώνα αποτολμά ένα ταξίδι
Κι ένα ελάφι τα βατόμουρα τρώει
Από την ακάνθινη άλω της νοσταλγίας
Μες στο ζεμπίλι του δασοφύλακα με ιεροτελεστία
Κρύψαμε τρία βλαστάρια αγριοφουντουκιάς
Δύο κόκκους γύρης λαδανιάς, σπόρους υγρούς
Ασφοδείλου και το πρώτο κεντίδι της μέλισσας
Βουβή η μυθολογία των λαών αντιβαίνει
Τον όρκο της θλιμμένης προσευχής των πτηνών
Στο σύνορο της πόλης πεσμένα τα μουσικά τετράδια
Του αφανισμένου πιανίστα ενορχηστρώνουν
Τα ορατόρια της ανώνυμης καλεντούλας
Άγγελοι καταθέτουν κρυστάλλινα φτερά
Κι η επωδός του ποιήματος βάφει τα νύχια της με ώχρα
Μελάνι χυμένο καταγής σκληραίνει τους ανθούς του πάγου
Καταδιωκόμενο το ποίημα συλλαβίζει
Φτηνές ατάκες από εφήμερα λαϊκά αναγνώσματα
Τριγμοί της γης μελίρρυτοι μπροστά στις τσακισμένες κυψέλες
Ισολογισμοί παραλήψεις κι αποφάσεις αναίτιες…
Στο σύνορο της πόλης βελόνες πυρωμένες
Κεντούν με τατουάζ τα πάθη του οργασμικού κενού
Στις υδροφόρες ρίζες του ακρωτηριασμένου ορίζοντα

«Πλαγιαστά στο δάκρυ αργοκοιμάται
το υπεραστικό τρένο της λήθης»

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

δισυπόστατη πορεία

Φορούσες το κόκκινο χιτώνα
Μαύρη αορτή
Όταν ο ίσκιος σου πλάγιαζε
Με τα άγουρα αγόρια
Στους αμπελώνες της γητείας
Κάτω από την αγράμπελη σε συνάντησα
Να κόβεις τα τυφλά σου νύχια
Τη πρύμνη των ρόζων της νύχτας
Κρατούσες στο χέρι
Φτηνά τα λόγια σου
Ρηγματωμένα από έναν ανάδελφο θάνατο
Θεός φώναξα θημωνιά
Θύμηση θυμός και θαύμα
Αδύναμα τα λόγια
Τραβούσες οπλισμένη στην εσπέρα
Των Αθάνατων Κενταύρων
Παρέα με τα ναρκωμένα φίδια
Της παρελθούσης νιότης
Πλατιά τα ζυγωματικά του ποταμού
Ξεχείλιζαν άστρα του αίματος
Κίτρινο θειάφι χιόνιζε στις όχθες
Ατελής η μορφή σου συμπιεσμένη
Σαν τα τρεμάμενα πόδια
Της απαγχονισμένης πεταλούδας
Μάντεψα τη πορεία σου
Και σαν αλλόφρονη κορασίδα
Τα χέρια τρύπησα να διαβείς
Στον κόσμο σου ηχούσαν
Σήμαντρα του παρελθόντος Αυγούστου
Και στους γκρεμούς σου ανάθρεφες
Μικρούς έρωτες
Και πέλματα αγγέλων ζοφερά
Βιάστηκα στην αγκαλιά μου να σε κρύψω
Έφυγες κάθιδρη και σαστισμένη
Αναζητώντας τη μέθεξη
Της αναστάσιμης εισροής
Μαύρη αορτή στα κατακόκκινα
Προπύργια κατοίκησα
Της αναπνοής σου τους χτύπους
Και πριν η θάλασσα με τα πέπλα
Σε τυλίξει μετάλαβα
Τον άχραντο σου φλοίσβο
Ιδού η μορφή σου τις φλέβες μου
Διατρέχει
Μαύρη αορτή του Έρωτα
Θεός και θημωνιά
Θύμηση και θυμός και θαύμα
Θερίζουν οι μνήμες τα άκαμπτα
Και άνυδρα πηγάδια
Μες στους αιώνιους δρυμώνες
Των βυθών που κοιμήθηκες

αφιερωμένο

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

μαρμάρινη κόρη

Κατέλυες τη δημοσιά μαρμάρινη κόρη
Αδιαφορώντας υπερήφανα
Για την μουσική κλίμακα
Του συντριμμένου θώρακα
Μπροστά στο παραπόρτι της βαθύσκιωτης εστίας
Είχες ξεχάσει απαρηγόρητο
Ένα πύρινο δάκρυ
Ριζωμένο στον αμίλητο πορτοκαλανθό των γοφών σου
Γαλάζιες φτερούγες ξεπηδούσαν
Από τα κυρτά σου πέλματα
Κι ο πυρετός του ουρανού ξιφουλκούσε
Το άσπρο σου χάδι, γεύση και οπώρες
Βουβή από έρωτα
Στις υφασμένες σου πλάτες κρυφά
Ένα κοτσύφι σκοτωμένο ψηλαφούσε
Τις άρπες του λιθοξόου κενού
Μαρμάρινη κόρη, του πηγαδιού Θεά
Με ένα κοκάλινο σαντάλι στο αριστερό σου χέρι
Σε είδα να προσφέρεις ανάθημα ασπίδας
Στου αγέρα τον σκληρό μίτο αιώνες πριν
Τον Ναό σου ανακάλυψα ένα βράδυ
Να προβάλλει πάναγνος
Στον εφιάλτη που κοιμήθηκες
Προσωπίδα από κερί σμίλευες
Κι ένας άσπρος τυφλός καθρέφτης
Χρωμάτιζε τα πιράνχας των πτυχών σου

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

ο κονιορτός των ευκαλύπτων

Οι διαβαθμίσεις του λευκού
Πάνω στα παγωμένα αντίσκηνα
Θρηνούσαν
Κατοικούσες το κάτοπτρο της σελήνης
Με βλέμμα υγρό πιγκουίνου
Αγάπη, αγάπη πυκνό στρωσίδι της ψυχής
Κωπηλάτης του μικρού βραχίονα
Χιόνι πασπαλισμένο με της κορφής θυμάρι
Η ξεβαμμένη κούπα άπλωνε τσαμπιά κεράσια
Στο περίγραμμα της
Μια αλλόκοσμη γλώσσα μιλούσαν τα πουλιά
Του κρεματορίου στον υγρό θάλαμο
Η νύχτα μητριά των ανεκπλήρωτων πόθων
Μετρούσε διάφανα σεντόνια
Και της κερένιας κούκλας
Τους δύσμορφους λεπτοδείχτες
Οι σειρήνες δεν ήχησαν σήμερα
Οι διακυμάνσεις του λευκού
Πάνω στα παγωμένα αντίσκηνα
Μάκραιναν
Στους υποθαλάσσιους συρμούς αγκομαχούσε
Υπερφίαλο το τρένο της έκτης πρωινής
Άκαμπτες οι μνήμες του υπερούσιου άρτου
Πάνω στο ανατολικό τραπέζι της Κυριακής
Μνήμη, μνήμη αυλακωτή χαρακιά
Στα μαστιχόδεντρα μάτια
Απατηλή νεράιδα με τα χάλκινα πανέρια
Οξειδωμένα από το νύχι του δρυοκολάπτη
Ένα απαγορευμένο ποίημα σκίαζε
Το χάρτη της άρρητης περίπτυξης
Περίλυπα δυο στάχια αποδομούσαν
Τη πορσελάνινη ψίχα του κόσμου
Αγάπη, αγάπη
Στης γης το ανώγειο χαμόγελο
Αποσκιρτούσε η μεθυσμένη κόμη του αλατιού
Βήματα αργά διέσχιζαν την λεωφόρο
Των πένθιμων ευκαλύπτων
Κι η απουσία ξεφύλλιζε νωθρά το τελευταίο
Καλαμπόκι των αγρών
Πρωί και ξυπνούσε κάτωχρη η τεθλιμμένη
Αδελφή του ιερολάτρη Πόντου
Οι διαβαθμίσεις του λευκού
Πάνω στα παγωμένα αντίσκηνα
Στηλίτευαν το τελευταίο μήνυμα
Της μέθυσης καρδιάς