Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Ισοπαλία

Βρέθηκα στο ρινγκ
με αντίπαλο έναν σωματώδη
Ινδό. 
Δεν ήμουν προετοιμασμένη 
να παλέψω. 
Γάντια δεν φορούσα, 
τα πόδια μου ασταθή
με πρόδιδαν, καρδιά
δεν είχα ούτε ψυχή 
να αγωνιστώ. 
Η μπλούζα μου σκισμένη
καθέτως έβγαζε στη φόρα
το αδύναμο κορμί μου. 

Μόλις δόθηκε το σύνθημα
για την έναρξη, άρχισε 
να σείεται ο γύρω χώρος
σαν το τραπουλόχαρτο 
στον άνεμο. 
Κόκκινα τριαντάφυλλα
έφραξαν τα μάτια μου. 
Δεν έβλεπα σπιθαμή
πέρα από τη μύτη μου. 

Όταν βρέθηκα στο πάτωμα
χτυπημένη ευθύς τα
τριαντάφυλλα κατέλυσαν 
όλο μου το κορμί. 
Δεν ήξερα τι να κάνω. 
Άρχισα να φτιάχνω 
ανθοδέσμες για να
απασχολούμαι. 
Πολλές ανθοδέσμες 
και με ποικίλα δεσίματα. 
Γέμισε το στάδιο με φλογερά
άνθη και ξάφνου ο άχρωμος
χώρος πήρε να ομορφαίνει
και να ευωδιάζει σαν κήπος
κρεμαστός, 

Ο αντίπαλος μου στο δεύτερο 
γύρο άλλαξε κι άρχισε σιγά σιγά
παραδόξως να συρρικνώνεται. 
Πρώτα υποχώρησαν τα μπράτσα
του κι ύστερα όλο το κορμί του. 
Τα χέρια του μίσχοι έγιναν
λουλουδιών και το πρόσωπο
του ανοιχτό τριαντάφυλλο
με δροσοσταλίδες. 

Το στάδιο σίγησε όπως ο λαγός
στο λαγούμι του την ώρα της
καταιγίδας. 
Εγώ συνέχισα το έργο μου. 
Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. 
Ήμουν ο νικητής παμψηφεί. 
Ο κόσμος με επευφημούσε 
κι εγώ μοίραζα χαμόγελα
κι ανέμιζα τα χέρια. 
Πέταγα τις ανθοδέσμες
στο πλήθος. 
Ολοι βρέθηκαν στο τέλος
με μια κόκκινη ανθοδέσμη 
στο χέρι. 

Πήρα κατόπιν τον αντίπαλο
αγκαλιά και διαπίστωσα 
πως χωρούσε στη μια
μου μόνο παλάμη. 
Του χάρισα τριαντάφυλλα. 
Έκανε σαν μικρό παιδί. 
Στην απονομή τον κρατούσα
σφιχτά. 
Όταν μου έδωσαν το έπαθλο
το τρύπωσα στη τσέπη του. 
Είμασταν κι δυο νικητές. 

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Το μαρτυρικό δέντρο

                 Για τα παιδιά της Γάζας

Οι μανάδες κάθε που
μάτωνε ο ήλιος
συγκεντρώνονταν κάτω
από το πυλύκλωνο δέντρο. 
Ήταν φυτρωμένο στη μέση
μιας μικρής πλατείας. 
Γύρω ερείπια, κλαυθμοί
και βογκητά από ένα πλήθος
που αδυνατούσε να κρατήσει
τα δάκρυα του καθώς ξέθαβε
μια ανάπηρη κούκλα μέσα 
απ' το τραχύ τσιμέντο. 

Κάθε δείλι στο δέντρο
υποδοχέα έρχονταν τα
πουλιά για να απαγκιάσουν.
Ήταν οι ψυχές των παιδιών
που πουλιά γίνονταν κι έφταναν
στο δέντρο να βρουν ανάπαυση. 
Ούτε ένα κλαδί δεν έμενε
αδειανό, ούτε μία μάνα
χωρίς μνήμα και θρήνο. 

Τα αλλόκοτα αυτά πουλιά
δεν ήξεραν να κελαηδούν
παρά μόνο να σωπαίνουν. 
Κυρτές οι μανάδες
μοιρολογούσαν
χτυπώντας τα στήθη
και τις ρίζες πότιζαν 
με αρμυρό δάκρυ.
Φορούσαν μαύρα μακριά
φορέματα κι είχαν
ξεπλεγμένα τα μαλλιά τους. 
Το δέντρο αδυνατούσε να
απορροφήσει όλους αυτούς
τους ποταμούς δακρύων. 
Ασυγκράτητος ο πόνος
ξεχείλιζε ολοτρόγυρα. 

Η πλατεία μεταμορφώνονταν
σε πλωτή λίμνη. 
Έβγαινε με τη βάρκα
χαιρέκακος κι αιμοδιψής
ο χάρος και θέριζε ανηλεώς.
Διάλεγε κατά το πλείστον
τις μικρομάνες με τα 
σκισμένα απ' τη λύπη μάγουλα. 
Τραβούσε μια φαλτσέτα 
στο χρώμα του υδραργύρου
και έπαιρνε ψυχές. 
Μόνο η Φατμέ αγνώριστη
καθώς ήταν γλίτωσε
το διωγμό είχε βλέπεις
γεράσει μέσα σε μια ώρα 
όταν έχασε και τα τρία 
της σπλάχνα στον τελευταίο
τυφλό βομβαρδισμό. 

https://youtu.be/scl3nAnrIfI?si=DIMe6mXlPxUTPSgW

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι...*

Κοντά σου έβλεπα αστέρια
εκεί που δεν υπήρχαν. 
Λαμπροί αστερισμοί 
καταδικασμένοι στην αφάνεια
για τους άλλους σε εμένα
πλούσια δίνονταν. 
Έτσι να έκανα να απλώσω
τα χέρια και θα τους έπιανα.
Αυτοί να στολίζουν 
την ποδιά μου και τον μπούστο
μου. 
Στα μαλλιά μου να στέκουν
σαν στέμμα βασιλικό και σαν
τιάρα πάμφωτη. 
Ο θρόνος μου μια ριζιμιά
πέτρα που αλμυρό νερό 
δεν την γλύφει. 

Επιτελείς είχα κοντά σου πολλούς.  
Μια ολόκληρη στρατιά από
μικροσκοπικούς ανθρώπους. 
Αυτοί να καλλωπίζουν το σπίτι
μου, να βουρτσίζουν τα άλογα
και να κινούν για μυθικές 
εκστρατείες. 
Η Ελένη στην άκρη να κεντά
μαντήλια και να ράβει ντάνες 
από πουκάμισα μεταξωτά. 
Η Ελένη η καλύτερη μου
φίλη, η μπιστική μου παρέα. 
Αυτή κι εγώ ξεχωριστές 
μέσα από τα αλαλάζοντα 
ευήθη πλήθη, με τους 
πιο ωραίους επιβήτορες 
και με τα πιο όμορφα
στρογγυλοπρόσωπα παιδιά. 
Ο κόσμος μου μια απέραντη
επικράτεια που κανείς άλλος
στρατηλάτης δεν αξιώθηκε
να κατέχει. 

Κοντά σου έβγαινα στα πιο 
γόνιμα κι εύχαρη μέρη, 
σ' αυτά που μόλις με τα ακρόνυχα 
μου στο μέτωπο τα χάιδευα 
μού αντιγύριζαν φιλιά. 
Εκεί οι δροσιές, 
οι στριφογυριστοί ποταμοί, 
οι κρουνοί από νερό αναβλύζον
και τα αφύλακτα πηγάδια. 
Οι αποθήκες μας γεμάτες
σιτηρά κανείς να μην πεινάσει. 
Πεταλούδες και άνθη τριγύρω 
να πνίγομαι στην ομορφιά
και δυο μικρές παρθένες
να βγαίνουν στο φως και
να νυμφεύονται τον ήλιο. 

Εσύ ο ουρανός κι εσύ η χώρα μου. 
Εσύ οι αστερισμοί και τα ανοιχτά πηγάδια. 
Εσύ ο καλός ο σίτος και η σπιρτάδα του νου. 
Εσύ το μόνο φιλί καρδιάς
που άλλος κανείς δεν γνώρισε. 

*Ο τίτλος είναι στίχοι της Μαρίας Πολυδούρη. 

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Το τραγούδι του ποδηλάτη

Απόψε σε βρήκα πάνω
στη σέλα του ποδηλάτου
μου ανεβασμένο 
ορθοπεταλιές να πατάς
και στην ανηφοριά
της ζωής μου αέναες
διαδρομές να κάνεις. 

Απορούσα πώς και δεν
κουραζόσουν πως κι η
κάθετη ανηφόρα δεν σε 
πρόδιδε ούτε λεπτό. 
Ακμαίος πατούσες το πετάλι, 
λαμπαδηδρόμος σε γιορτή
με γάμπες δυνατές
δρόμους άνοιγες. 
Σταματημό δεν είχες
κι ας γδερνόσουν
πλάι στις βατομουριές, 
και τα ασπαλάθια που 
σε κύκλωναν. 

Χαμογελαστός πήγαινες
και κρατούσες στα χείλη σου
σχηματισμένο το τραγούδι μας. 
Μιλούσε για τον έρωτα μας, 
ωραίον σαν απριλιάτικο ξημέρωμα, 
που μια νυχτιά
τον σεργιανίσαμε στην
υγρή χλόη πέρα και πάνω
από τις λεύκες που
ένας βοριάς αντάρτης
τις ερωτοχτυπούσε
κι αυτές πλάνταζαν
σε ρυθμούς τρελούς. 

Είσαι εδώ κι είσαι καλά
κι εγώ σου παραχωρώ 
της ζωής μου τις δύσκολες
στράτες.
Σκίζω τις κουρτίνες
για να σε βλέπω καλύτερα
κι εσύ το μόνο που έχεις
να κάνεις είναι να έρχεσαι 
και να λειαίνεις της ζωής μου
το κακοτράχαλο παρόν
με το επίμονο τραγούδι σου. 

Μην φοβηθείς δεν θα σου
κλέψω το τραγούδι. 
Έμαθα τους στίχους του απέξω
και δικό μας το έκανα
οι στάχτες μην το βρουν. 

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Somonka

Τρυγητάδες

Ώριμοι καρποί
σταφύλια στο λιακωτό
ο τρύγος ήρθε
βαριές οι αναπνοές
το φιλί πετιμέζι

Γλυκός ο μούστος
το ρακί με μεθάει
λεκές στο μπούστο
υάκινθους θα σου στρώσω
Χυμώδης ο έρωτας. 

"
Προσκλητήριο

Χτυπά καμπάνα
υάκινθοι και γιασεμιά
τα πόδια γερά
συνάντηση ορίζω
ήρεμο περιγιάλι

Όρθιο το κορμί
γοργά κυλά το αίμα
κλειστή η σπηλιά
κιλίμια στρώνω κάτω
απόψε σε προσμένω.

*
Απόδραση

Ο όρμος κλειστός
φύονται γύρω πεύκα
σκαστό το φιλί
δυο υάκινθους σου στέλνω
βαρκούλα μας προσμένει

Βαριές μυρωδιές
φτερούγισμα της ψυχής
αγύρτης έρως
κρατάω μια βαλίτσα
πίσω πια δεν γυρίζω.

*
Ανάθεμα

Καυτός ο ήλιος
η άμμος τσουρουφλίζει
το πέλμα γυμνό
ανάθεμα σου ρίχνω
άπιστε έρωτα μου

Τρυφερή χλόη
παρτέρια με υάκινθους
Ψιλή βροχούλα
άλλη αγάπη βρήκα
στέρεψες το φιλί σου.

*
Πρώτο σκίρτημα

Κόρη λυγερή
μαλλιών ανέμισμα 
δωμάτιο κρύο
κρυφή γραφή σου στέλνω
ποθώ να σε φιλήσω

Άλικο άνθος
υακίνθου ανασεμιά
κλειστός ο καιρός
τους χτύπους σου ακούω
κοντά σου βρίσκω χώρο.

*
Συνάντηση

Λάδι το νερό
πανάκι δεν κουνιέται
μηχανή βάλε
έλα να σ' αγκαλιάσω
το κορμί μου σε ζητά

Έρημες ακτές
υάκινθοι πέσαν στη γη
ο ήλιος καίει
κουνώ άσπρο μαντήλι
ηδονικές οι στιγμές.

*
Γιατρικό

Κόμποι ιδρώτα 
η καρδιά αργοσβήνει
το σώμα πονά
γιατρός ο έρωτας σου
τα θαύματα θα κάνει

Ψηλός πυρετός
απότιστα λουλούδια
μόνο το σκυλί
αντάμα σου συμπάσχω
υάκινθοι σε στολίζουν. 

*
Χωρισμός

Ανοικτό γράμμα
σκιρτήματα της καρδιάς
τα λόγια πικρά
ξεφεύγεις από μένα
άπληστη η ψυχή σου

Σίδερο βαρύ
τα λόγια που σου είπα
νοτιάς ο καιρός
υάκινθοι στο παρτέρι
αγύρτης ο έρωτας. 

*
Νύχτα

Η νύχτα κλαίει
το τσεμπέρι στα μάτια
ο πόνος βαρύς
οι υάκινθοι στο χώμα
η απουσία σκληρή

Τα άστρα λίγα
ουρλιάζουν τα τσακάλια
το φως ζοφερό
τα μάτια εδώ ρίξε
ολάκερος να λάμψω. 

"
Παινέματα 

Φωτιάς σπίθισμα 
το τζάκι σιγοκαίει
τα ξύλα υγρά
προστρέχω στα χέρια σου
μοναδικό μου πάθος

Λευκοί υάκινθοι
σμσραγδένια τα μάτια
λαμπάδα κορμί
τα χρώματα θαμπώνουν
μπροστά στην ομορφιά σου. 

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Η ενηλικίωση των αγγέλων

Αγαπώ τα ευθυτενή
κυπαρίσσια. 
Από την αυλή του πατρικού μου
έβλεπα τρία στη σειρά
και τα θαύμαζα έτσι όπως
υποδέχονταν τον ήλιο
χωρίς να υποκύπτουν
σε κελεύσματα. 
Ήταν μέσα στο οικόπεδο
που πωλήθηκε για να 
αγοραστεί ένα τυφλό
διαμέρισμα στην πόλη. 

Αφού το πήραμε και μας
έδωσαν τα κλειδιά πήγαμε
να το επισκεφθούμε. 
Με έκπληξη μεγάλη
διαπιστώσαμε πως ήταν
όλο γεμάτο από μπουγαδοκόφινα. 
Ούτε ένα τετραγωνικό 
δεν έμενε άδειο για να 
το κατοικήσουμε. 

Πέρασαν δέκα χρόνια
στη σειρά, άστεγοι εμείς, 
πήγαμε πάλι να το δούμε. 
Τότε διαπιστώσαμε και πάλι
πως τα μπουγαδοκόφινα
ήταν ακόμα εκεί. 
Με την διαφορά ότι τώρα
αυτά ήταν γεμάτα με
καλοσιδερωμένα ασπρόρουχα. 
Μοσχοβολούσε το σπίτι
λεβάντα και άγρια ορχιδέα. 

Σίγουρα κάποιοι άγγελοι
θα το είχαν προ πολλού
κατοικήσει. 
(Νομίζω δεν ήταν άσχετο
πως το διαμέρισμα αυτό
υπαγόταν στη συνοικία των αγγέλων.) 
Φύγαμε άπραγοι και δεν 
κοιτάξαμε καθόλου πίσω. 
Άλλωστε πώς να τα βάλουμε 
με το ακραιφνές;

Χαλάλι είπαμε οι τρεις σειρές
από τις κοντακιανές ελιές
στο οικόπεδο που
πουλήθηκε μετά από μεγάλη χρεία. 

Καλημέρα απανταχού.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Παραλήρημα

Από μακριά έρχονταν
παραλλαγμένη η μουσική.
Κύματα αλλότρια έλεγες πως
την έφερναν ως εδώ.
-Έμπαινε σεινάμενη στη σάρκα
τους και την δονούσε
όπως δονείται ο λαιμός
του βατράχου στην επαφή
του με το κελαρυστό νερό.-
Βραχνός ο τραγουδιστής,
υπόκωφοι οι ήχοι κι από
κάτω χειροκροτήματα
ζητωκραυγές και ιαχές.

Μην ήταν κάποια χοροεσπερίδα
η μήπως γάμος ή τα βαφτίσια
του φεγγαριού στο γέμισμα του;
Ότι κι αν ήταν, όπως κι αν ήταν
η μουσική αυτή τη συντρόφευε.
Έκλεινε τα μάτια για να ακούει
πιο καλά.
Σφάλιζε τα χείλη για να μην
κραυγάσει η μοναξιά.
Μέγγενη τα χέρια της έσφιγγαν
τα γόνατα για να μην "φύγει".

Μεσάνυχτα, κι αυτή μόνη της
στο σπίτι, το σκυλί βόλταρε
στον κήπο, το σαμιαμίδι στο
εικόνισμα καλοτύχιζε το σπίτι.
Κρύωνε μα δεν είχε χέρια
εύκαιρα για να ρίξει μια
ζακέτα στους ώμους.
Μέγγενη τα χέρια της γύρω
από τα γόνατα.
Έμεινε ακίνητη να παρακολουθεί...
Παγωμένη σχεδόν νεκρή.

Δεν ήθελε να τελειώσει
η μουσική, ούτε οι κραυγές,
ούτε τα ακανόνιστα παλαμάκια.
Ένιωθε προσκεκλημένη της γιορτής.
Πήρε βαθιά ανάσα, φύσηξε
ένα σκνιπάκι που την
ενοχλούσε, άνοιξε τα μάτια
για λίγο. Το σπίτι σκοτεινό σαν
πάτος τσουκαλιού.
Το σκυλί γαύγιζε, αυτή γλεντούσε
μέσα της..

Η μουσική εξακολουθούσε
να έρχεται κατά κύματα,
αν είχε χέρια θα έγραφε ποίημα.
Βούιζαν τ' αφτιά της, η επέλαση
των στίχων την κυρίευσε,
Πήρε να τους θυμάται, όταν
θα απόσωνε η μουσική θα
έγραφε αναντίρρητα το
καλύτερο της τραγούδι.

Για μια Μάντω με χρυσές πλεξούδες
και γάμπες αισθησιακά μακριές.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Η μέλισσα

Ήσουν μια μέλισσα
με διάφανα φτερά. 
Δυο φτερά κρουστά
που σε απογείωναν. 
Στους ουρανούς σε πήγαιναν
ολοένα να ζητάς χρησμούς
από τους Θεούς. 
Στη γη ερχόσουν μόνο
για να τραφείς. 
Αγέρωχος σαν οπλαρχηγός
δεν καταδεχόσουν χώμα
να πατήσεις. 

Κάποτε όταν στάθηκες
στο λουλούδι μιας
φραγκοσυκιάς έχασες
το ένα σου ποδαράκι. 
Από τότε με ένα ξύλινο
ποδαράκι κυκλοφορείς. 
Σαν γάντζος αυτό σε δένει
τώρα ταπεινά με τη γη. 

Ασημένιο τάμα έκανα στην
Παναγιά την Ευαγγελίστρια
να σε φυλάει από μάτι
κακό κι από επιβουλές. 
Ένα μέτρο πάνω από
τη γη αιωρείσαι
και φτάνω το ποδαράκι σου
να το φροντίζω. 

Τους ουρανούς πια
έπαψες να αποζητάς 
και κοντά μου σε έχω 
να νοστιμίζεις τη ζωή μου 
με το μέλι σου, σκιά
να μου κρατάς στα κραταιά 
μεσημέρια του Ιουλίου. 

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Παραφροσύνη

Πάντοτε εγώ όταν βρέχει
τρώω παγωτό και διαβάζω
Ίψεν.
Διαμάντια οι σταγόνες
πέφτουν κάθετα στις λέξεις
και τις νοτίζουν.
Υγρές οι λέξεις με υποδέχονται
αναφανδόν.
Σφραγίζουν το μυαλό μου.
Τρεκλίζουν πάνω στη γλώσσα μου.
Επικάθονται στο μπράτσο μου
σαν στρατιωτικά περιβραχιόνια.
Βαυκαλίζομαι πως τις ξεντύνω
και γεύομαι στο έπακρο
την ουσία τους.
Τις κρατώ εντός μου
σαν αμαρτία ανομολόγητη.

Άθυρμα οι λέξεις με ζητούν
για συμπαίκτη τους.
Μου δίνουν τον πιο περιζήτητο
ρόλο.
Εγώ ο στρατηγός
κι εγώ ο μονάρχης.
Εγώ η ιερόδουλη της φωτιάς
με τα μακριά ματοτσίνορα
κι εγώ ο πρωταγωνιστής
σε μια υπαίθρια σκηνή
την ώρα του σούρουπου.
Με καταπονούν με τις αξιώσεις
τους.

Βγαίνω στους δρόμους χωρίς
προφύλαξη μήπως και ξεφύγω.
Καταλύτης η βροχή
με διαπερνά.
Το αίμα τρέχει πιο γρήγορα.
Νομίζω πως θα εκραγώ
σαν ένα πυροτέχνημα στα πόδια
των νεόνυμφων.
Οι νεόνυμφοι είναι τα δικά μου
που δεν γέννησα παιδιά.
Χρόνια τα κυοφορώ.
Χρόνια με μεταλλάσσουν
σε κάτι υδαρές και ρευστό.

Παρεισφρέω στην τελετή και
οι νεόνυμφοι με υποδέχονται
με ιαχές και συνθήματα.
Υποκλίνομαι και γλεντάω
με την ψυχή μου.
Σηκώνω το ποτήρι ψηλά
κι αυτοί με ορίζουν μητέρα των λέξεων
που κανείς ποτέ δεν θα
καταγράψει παρά μόνο
οι τρελοί θα τις ψελλίζουν
κάθε που πιάνει βροχή.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Τελεσίδικες μάχες

Δώσε μου το χέρι σου. 
Είναι Σεπτέμβρης και
το καλοκαίρι με αραιή
τη λευκή γενειάδα του 
απομακρύνεται. 
Μην αρνηθείς να βαδίσουμε
μαζί στα σκαλοπάτια
του φθινοπώρου. 
Κοίταξε τα φύλλα πως τρέμουν. 
Δες τα πουλιά πως συνάζονται
στα σύρματα σαν καλόγεροι
δίπλα στο αναλόγιο για την
πρωινή προσευχή. 
Ρίξε μια ματιά στα σύννεφα
πως πήραν να φορούν τη
βαριά πανοπλία και 
ετοιμάζονται να ξεκινήσουν
την αέναη μάχη τους με τον
ήλιο. 

Απόψε που είσαι γεμάτος
με τις μυρωδιές του μούστου
έλα εδώ να μεθύσουμε. 
Μην ξεσυνερίζεσαι το 
κακιωμένο καλοκαίρι που
τριγυρνά ξυπόλητο στις
παραλίες με τις σπασμένες
ομπρέλες και τα σεβάσμια
αρμυρίκια. 
Φεύγει ο καιρός. 
Πετάει μακριά ένα ψάθινο
καπέλο αδειανό από υποσχέσεις. 
Οι πελαργοί εξετάζουν
δίβουλοι τις φωλιές τους
κι απλώνουν νύχι για να
κρατηθούν από τη σκεπή
του ουρανού. 

Σε καρτερώ κι άνοιξα
μεσίστια μια σημαία για 
να με δεις. 
Έχει τα χρώματα της ώχρας
και σχεδιασμένο πάνω της
ένα αιμοδιψές κοράκι που
μέχρι πριν λίγο κατασπάραξε
έναν ανίδεο γλάρο. 
Δεν μπορεί παρά να με 
προσέξεις. 
Ένα τραγούδι συνέθεσα
για εμάς και το τοποθέτησα
δίπλα στην παρτιτούρα που
αγαπούσες. 

Μόνη δεν μπορώ άλλο
να τραγουδώ έλα να πιάσεις 
τουλάχιστον το σιγόντο. 
Χαλάλισα τις χορδές μου 
να μιλάω για τα πάθια του
έρωτα. 
Στην κρήνη μου θα βρεις
νερό για να πλυθείς και να
λουστείς. 
Αχ τι όμορφος θα δείχνεις! 
Σαν τον κούρο θα είσαι που
τον σμίλευσαν έμπειρα χέρια. 
Δες με πως χαράσσω πάνω
του το ακριβό σου όνομα. 
Αιώνιος να προπορεύεσαι... 
Στο βιβλίο των μεγάλων
ερώτων σε περίοπτη θέση
να κατοικείς. 
Κι εγώ θα σταθώ δίπλα σου
να καταμετρώ σιωπηλά τις
μεγάλες μάχες που κέρδισες
κόντρα στη φθορά. 

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Μαγγανεία

Εμείς πριν ακόμα 
μιλήσουμε μάθαμε
να τραγουδάμε. 
Πρώτο τραγούδι
το νανούρισμα της μάνας
πάνω από τα δαντελένια
κλινοσκεπάσματα. 
Τινάζαμε τις γροθιές μας, 
τη συνοδεύαμε. 
Καθησυχαστικές οι νότες
στα μέτρα μας οι στίχοι. 
Μιλούσαν για τον γενναίο
καβαλάρη που αψηφά
τους δράκους κι ελευθερώνει
την ναρκωμένη πεντάμορφη. 

Γελούσε η μάνα, χαίρονταν 
η καρδιά μας κι από 
αγάπη μούδιαζαν τα μέλη μας. 
Όταν αυτή, ξημέρωμα πια, 
αποκοιμιώνταν ήρεμη
σαν νερό που στέκει 
αμίλητο στο ποτήρι
εμείς συνεχίζαμε το τραγούδι. 
Ο καβαλάρης έφευγε
αγκαλιά με την αγαπημένη του. 
Ο πρωτομάστορας κόμιζε
στην καρδιά του τα τελευταία
λόγια της γυναικός του. 
Τα πουλιά μιλούσαν
για τη χαμένη ομορφιά
της αδερφής. 

Ξυπνούσε η μάνα από 
τις φωνούλες μας, έτριβε
τα μάτια, ξεσκέπαζε το
καναρίνι κι έπιανε το τραγούδι. 
Τότε μόνο εμείς κλείναμε
τα βαριά μας βλέφαρα
και κοιμόμασταν περιχαρείς. 
Η μάνα συνέχιζε να τραγουδάει. 

Σε όλες τις δουλειές η μάνα
τραγουδούσε:
Στην ελιά, στον τρύγο, στο
ξεβοτάνισμα, στο αλώνι. 
Αργήσαμε να μιλήσουμε
μας είχε βλέπεις απορροφήσει
οι μελωδίες. 

Στο σχολείο τραγουδιστά
μάθαμε την αλφάβητα. 
Αδαείς οι δάσκαλοι φώναζαν,
εκλιπαρούσαν για λίγη ησυχία. 
Εμείς απτόητοι συνεχίζαμε... 
Μέχρι και σήμερα βλέπουμε
στον ύπνο μας πως τραγουδάμε
μπροστά από ένα αγριεμένο
πέλαγο και με τη μαγγανεία  
των στίχων μας σώζουμε
τα παροπλισμένα καράβια
από βέβαιο πνιγμό. 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Η πολιορκία

Που είσαι εσύ που με
προμήθευες μ' άστρα. 
Που είσαι εσύ τώρα;
Έπεσε σκοτάδι και δεν
βλέπουν τα όνειρα μου
τη στράτα παραπέρα. 
Σκοτεινά τ' όνειρα μου, 
κοίτα, εφιάλτες γίνονται
και με φοβίζουν. 
Δεν βρίσκω φως για να
τους φέξω και σκοντάφτουν. 

Όλες οι πηγές μου 
χαλασμένες κι ανενεργές.
Κάηκαν οι λύχνοι, έλιωσαν
τα κεριά κι εκείνο το
τσακμάκι του παππού
δεν ανάβει. 
Φταίει που δεν τα πρόσεξα, 
φταίει που δεν τα συντήρησα, 
μα πάνω από όλα φταίει
η αυτάρκεια των προηγούμενων
ημερών. 

Γιατί όπως και να το πεις
πάντα το μείζον κυνηγούσα
πάντα το υπερβατικό 
με καθόριζε. 
Όλα δυνατά κι όλα μεγάλα
σε μια ζήση υπερβάλλουσα.
Τώρα ηττημένη αποζητώ
λίγο να μου δοθεί φως. 
Μα εσύ αμίλητος μένεις 
μακριά μου κι αδιαφορείς. 

Μια ολοσκότεινη νύχτα
σε είδα να περνάς κάτω
από το παραθύρι μου 
και να σφυρίζεις. 
Βγήκα να σε ανταμώσω
μα εσύ έφυγες τρέχοντας. 
Ακατάδεκτος κοιτούσες
τ' αψήλου. 
Ένα παιχνίδι θαρρώ
πως μου έπαιζες ή μήπως
λαθεύω; 

Αν πρόσεξα καλά ένα
δισάκι φορούσες στον ώμο. 
Βαρύ θα ήταν γιατί σαν να
έγερνες απ' την αριστερή
σου πλευρά. 
Εκεί πιστεύω πως κρατάς
τον οπλισμό σου. 
Το δίκαννο και τ' αστέρια σου. 

Ολιγαρκής σε προσμένω
λίγα να μου μοιράσεις 
άστρα. 
Να πάψω να γυρίζω 
σαν χαμένη στα καλντερίμια. 
Να καθίσω στο παράθυρο
ξέγνοιαστη να σε θαρρώ
να έρχεσαι καμαρωτός 
σαν ιππότης εποχής, τα
καλούδια σου να μου δίνεις
απρόσκοπτα. 
Να σταματήσω πια 
να πολιορκώ ουρανούς
ματαιόδοξους κι εχθρικούς. 
Να ασφαλίσω τους μεντεσέδες
και με κοφτή την ανάσα
πλάι σου να υπάρξω. 

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Η παρακμή μιας εποχής

Ήταν μετά από τη βροχή, 
έστεκε δίπλα σε ένα 
παγκάκι, ολομόναχος. 
Νέος ποιητής ανερχόμενος. 
Οι χούφτες του κλειστές. 
Τι να κρατούσε εκεί;
Μήπως σπόρους βασιλικού, 
άνθη καλεντούλας ή χωνάκια
γιασεμιού; 
Ποιος να ξέρει! 
Έστεκε εκεί κάτωχρος 
και βουβός. 

Πέρασε ξυστά ένας ποδηλάτης. 
Τον άγγιξε στον ώμο. 
Τραντάχτηκε, άνοιξαν
οι χούφτες του. 
Κάθε ένα του δάκτυλο αίφνης
μετουσιώθηκε σε κρίνο. 
Πήρε να γράψει ποίημα. 
Οι χούφτες τώρα ανοιχτές, 
δεν είχαν τίποτα όμως
να φανερώσουν.... 
Μόνο που λίγο πιο πέρα
ακούγονταν καθαρά μια
μελωδία αγαπημένη. 
Ο κόσμος παραμέριζε 
για να ακούσει. 
Αυτός έντυνε τη μελωδία
με στίχους. 
Κράτησε πολύ λίγο όμως
αυτή η μυσταγωγία. 

Όταν ξανάκλεισε τις χούφτες
οι πεζοί εξαφανίστηκαν, 
οι μελωδίες έπαψαν, 
τα ποιήματα παραπετάχτηκαν 
στους υπονόμους. 
Ο ποιητής αποχώρησε. 
Έμεινε μόνο στο παγκάκι
αζήτητη μια ανθοδέσμη
με ολόλευκα κρίνα. 
Ίσως αύριο κάποιος χαμάλης
την μαζέψει κι ένας καινούργιος
εμφανιστεί στίχος πέρα
από τον χρόνο και την παρακμή
του. 

(Τα ποιήματα που θα γραφτούν
από εδώ κι ως το εξής
θα μιλούν εξ ολοκλήρου
για τον ποδηλάτη που 
άργησε να 'ρθει 
να αναδιατάξει τις γραμμές 
του πενταγράμμου.
Οι μελωδίες να ξεχυθούν 
στους δρόμους κι ο κόσμος
να λικνιστεί ξανά στους 
ήχους τους, χωρίς 
να καρτεράει επίδοξους
ποιητές παρά μονάχα
αργασμένες παλάμες.) 

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

Ωδή σε έναν μέτριο ποιητή

Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το
βλέπω, πολύ υψηλή της
Ποιήσεως η σκάλα"

Κ. Π. Καβάφης. 

Λέξεις και μελάνι πλέον 
δεν βρίσκω για να γράψω 
τα ποιήματα. 
Η χώρα της ποίησης που
για χρόνια πολλά μου δόθηκε 
μου ζητάει τώρα επιτακτικά
να την εγκαταλείψω. 
Βουβή βαδίζω κι ο αέρας
μου λιγοστεύει επικίνδυνα. 

Αποτάνθηκα στις αγορές
μελάνι για να βρω έστω
έναν μικρό στίχο για να γράψω. 
Με έδιωξαν κακήν κακώς
τη μετριότητα μου σαν είδαν. 
Απευθύνθηκα στη συνέχεια
στους φίλους μου μα αυτοί
ούτε καν μου έριξαν μια
ματιά. 
Απασχολημένοι ήταν με
τα τετριμμένα της ζωής
και με τις αγωνίες. 

Συντετριμμένη πήγα και
βρήκα τη μούσα μου για
να με βοηθήσει. 
Φτωχική αυτή μου έδωσε
μόνο τρεις λέξεις που στο
σάκο της είχαν περισσέψει
και μου ζήτησε τρεις να
γράψω προτάσεις που θα
αντέξουν στο χρόνο. 

Ήταν τρία ρήματα αγαπημένα. 
Το σ' αγαπώ. 
Το σε ποθώ. 
Και το σε θέλω. 
Ανέσυρα αίμα από την καρδιά
μου κι άρχισα να γράφω:
Σ' αγαπώ όπως αγαπά το
κυπαρίσσι τη σκιά του 
κοιμητηρίου κι όμορφα
λικνίζει την κορφή του
σαν να δίνεται στον έρωτα. 

Σε ποθώ όπως ποθεί ο ναύτης
μετά από ένα υπερατλαντικό
ταξίδι την καλή του και στην
τσέπη του χαϊδεύει το
δαχτυλίδι του αρραβώνα. 

Σε θέλω όπως βουλιμικά 
ζητά το μωρό τη θηλή 
της μάνας για να χορτάσει 
κι εκείνη πεθαμένη εδώ 
και μία ώρα λίγες που της 
έμειναν τελευταίες σταγόνες 
του δίνει. 

Δεν βρίσκω τίποτα άλλο
να γράψω, μίκρυναν τα φτερά
και δεν πετώ. 
Μέτριος λοιπόν θα υπάρχω 
κι από τη μούσα μου θα αντλήσω
ξανά έμπνευση μέχρι που να
απασφαλίσω τη χειροβομβίδα
επαίτης για να μπω στην
ουρά λίγη να απαιτήσω δόξα. 

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ευκταίο

Με γαλότσες ως επάνω
απ' το γόνατο κυκλοφορούν 
στα νερά της βροχής
οι νεκροί μου. 
Έχουν μακριά νύχια βαμμένα
κόκκινα, άστατα μαλλιά και 
ώμους κυρτωμένους
κι ολίγον τι μαλλιαρούς. 
Αγαπούν τη βροχή, τα
σπασμένα κεραμίδια και
τις κονιορτοποιημένες 
πέτρες. 

Περπατούν στα νύχια
και κρατούν κάτι μεγάλα
μολύβια που ξεχνούν να 
ξύσουν κι έτσι άδικα θαρρώ
πως παιδεύονται να
σημειώσουν στο τετράδιο 
την ημερομηνία
της αποδημίας τους. 

Στα πανηγύρια τριγυρίζουν
αμέριμνοι και πάντα στη
λοταρία κερδίζουν τον 
πρώτο λαχνό.
Αν τους συναντήσεις
χαιρέτισε τους, μόνο
μίλα σιγανά γιατί φοβούνται
πολύ τους οξείς ήχους και
πετάγονται πάνω άναυδοι. 
Μην τους κεράσεις κρασί
γιατί όταν πιουν κλαίνε
ασταμάτητα σαν μικρά παιδιά
που τους στέρησαν το
γλειφιτζούρι. 

Άκουσε τους προσεκτικά
και τα μυστικά τους εναπόθεσε
στην καρδιά σου γιατί 
εκεί είναι το μέρος που
εμπιστεύονται να ζουν. 
Και τέλος μάθε, πως καθότι
είναι αρκετά φλύαροι, να τους
κρατάς πάντα πολύ ελεύθερο
χώρο για να μην πεθάνουν
ακαριαία από έλλειψη πάθους. 

Πλησμονή

Έχει βαριά συννεφιά
απόψε και πως θα βρουν
δίοδο για να επιστρέψουν
για λίγο στη γη οι προσφιλείς
μου νεκροί. 
Ως εδώ φτάνουν έντονες
οι διαμαρτυρίες τους. 
Ακούω τις αγανακτισμένες
φωνές τους, το σύρσιμο 
των ποδιών τους, την 
εξασθενημένη τους ανάσα, 
πίσω από την παχιά χλαμύδα
των σύννεφων, που τους 
κλείνει ερμητικά το δρόμο. 

Βροχοποιός γίνομαι και
σηκώνω τα χέρια σε ανάταση
οι ουρανοί να με σπλαχνιστούν
λίγο και βροχούλα ψιλή 
να ξεκινήσει. 
Ασημώνω εκκλησίες και τα
τάματα μου ακουμπάω ευλαβικά
στις αφανέρωτες εικόνες
των βράχων τα δάκρυα 
των νεκρών μου να φανούν 
και πάλι στο πεινασμένο μου 
σώμα σαν επίκληση έρωτα. 

Γιατί κάθε που συννεφιάζει
οι νεκροί μου γοερά κλαίνε
και να ποτίσουν ποθούν
τα μέρη που αγάπησαν. 
Σιωπηλή περιμένω, 
κοντάρια παίρνω και χτυπώ:
Η χλαμύδα να τρυπήσει, 
να υποχωρήσουν τα σύννεφα
και σαν δροσούλα πρωινή
να εμφανιστούν πάνω στην 
μαραμένη μου χλωρίδα. 

Γιατί ο άνυδρος καιρός
τελευταία έπληξε τα άνθη μου
και αδυνατώ να τους φτιάξω
στεφάνι. 
Θα περιοριστώ στα φύλλα
της μυρτιάς που ανθεί δίπλα
στη στέρνα για να ευωδιάσω
το τελετουργικό της άφιξης τους. 

Και να! 
Κοίτα πως άνοιξαν 
οι δρόμοι, πως ξεπετάχτηκαν 
οι άνεμοι σαν δράκοντες
μέσα απ' τη σπηλιά. 
Και να!  Ξανά των δικών μου 
νεκρών τα χέρια σφιχτά κρατώ 
σαν εικόνα σεπτή 
που την είχα για καιρό χαμένη. 

Βροχή οι νεκροί μου και
                          με επισκέπτονται. 

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Θυσία

Ήρθε πυρπολητής
ο Σεπτέμβρης και
κατέκαψε τους καρπούς
και τα σπαρτά μου.
Δέκα δεμάτια αστραπές
κρατούσε στα χέρια
κι έσπερνε το κακό.
Κατέβαιναν τα ελάφια
από ψηλά για να φάνε
και δεν έβρισκαν.
Ανέβαινε και μια κόρη
στο μούστο πνιγμένη
λαχταρώντας λίγο σταφύλι
κι έφευγε άπραγη
χωρίς σοδειά και δώρα.

Έκανα να της μιλήσω
και δεν ήθελε.
Έκανα να την χαιρετήσω
και με αρνούνταν.
Έμενα να παρατηρώ
τα σπαρτά μου, τα δέντρα μου
που φλόγες έβγαζαν
κι η καρδιά μου χτυπούσε
σαν το ταμπούρλο
του αρλεκίνου στην άδεια
σκηνή.

Τα σκιάχτρα με συμπονούσαν
και μου έτειναν το μαντήλι
που είχαν στο λαιμό.
Τα δάκρυα πολλά
δεν ωφελούσε.
Τα χελιδόνια στριφογύριζαν
στον αέρα με κατακαμένες
τις ουρές.
Ερχόσουν κι εσύ με το
σκισμένο πουκάμισο
και τις στέρφες παλάμες
και με μάλωνες.

Άνυδρος τόπος, πυρά
και στάχτη.
Αναθυμιάσεις και τρίξιμο
οστών.
Μακριά ακούστηκε
ένα υπόκωφο μπουμπουνητό.
Αναθάρρησα.
Παρακάλεσα τη βροχή
για να έρθει αλλά ζύμωνε
ψωμί για τα δώδεκα
παιδιά της και δεν ευκαιρούσε.
Ένα από τα παιδιά της
όμως με συμπόνησε κι ήρθε.
Ήταν το πιο μικρό,
το πιο θαρραλέο.
Πήρε αλαμπρατσέτα
τον Σεπτέμβρη και κίνησαν
γι' αλλού.

Άφησαν πίσω καμένη γη
και μάρμαρα νεκρά.
Παρηγοριά μου τώρα
τα κυκλάμινα που θα
ξεμυτίσουν απ' το χώμα
κι ένα μικρό αμπέλι
που αλώβητο έμεινε.
Κρασί να φτιάξω για
να μπορέσω να ξεφυλλίσω
το βιβλίο της φύσης
από την αρχή.