Βρέθηκα στο ρινγκ
με αντίπαλο έναν σωματώδη
Ινδό.
Δεν ήμουν προετοιμασμένη
να παλέψω.
Γάντια δεν φορούσα,
τα πόδια μου ασταθή
με πρόδιδαν, καρδιά
δεν είχα ούτε ψυχή
να αγωνιστώ.
Η μπλούζα μου σκισμένη
καθέτως έβγαζε στη φόρα
το αδύναμο κορμί μου.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα
για την έναρξη, άρχισε
να σείεται ο γύρω χώρος
σαν το τραπουλόχαρτο
στον άνεμο.
Κόκκινα τριαντάφυλλα
έφραξαν τα μάτια μου.
Δεν έβλεπα σπιθαμή
πέρα από τη μύτη μου.
Όταν βρέθηκα στο πάτωμα
χτυπημένη ευθύς τα
τριαντάφυλλα κατέλυσαν
όλο μου το κορμί.
Δεν ήξερα τι να κάνω.
Άρχισα να φτιάχνω
ανθοδέσμες για να
απασχολούμαι.
Πολλές ανθοδέσμες
και με ποικίλα δεσίματα.
Γέμισε το στάδιο με φλογερά
άνθη και ξάφνου ο άχρωμος
χώρος πήρε να ομορφαίνει
και να ευωδιάζει σαν κήπος
κρεμαστός,
Ο αντίπαλος μου στο δεύτερο
γύρο άλλαξε κι άρχισε σιγά σιγά
παραδόξως να συρρικνώνεται.
Πρώτα υποχώρησαν τα μπράτσα
του κι ύστερα όλο το κορμί του.
Τα χέρια του μίσχοι έγιναν
λουλουδιών και το πρόσωπο
του ανοιχτό τριαντάφυλλο
με δροσοσταλίδες.
Το στάδιο σίγησε όπως ο λαγός
στο λαγούμι του την ώρα της
καταιγίδας.
Εγώ συνέχισα το έργο μου.
Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη.
Ήμουν ο νικητής παμψηφεί.
Ο κόσμος με επευφημούσε
κι εγώ μοίραζα χαμόγελα
κι ανέμιζα τα χέρια.
Πέταγα τις ανθοδέσμες
στο πλήθος.
Ολοι βρέθηκαν στο τέλος
με μια κόκκινη ανθοδέσμη
στο χέρι.
Πήρα κατόπιν τον αντίπαλο
αγκαλιά και διαπίστωσα
πως χωρούσε στη μια
μου μόνο παλάμη.
Του χάρισα τριαντάφυλλα.
Έκανε σαν μικρό παιδί.
Στην απονομή τον κρατούσα
σφιχτά.
Όταν μου έδωσαν το έπαθλο
το τρύπωσα στη τσέπη του.
Είμασταν κι δυο νικητές.