Σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου
Εκεί που η πέτρα αντιμάχεται το χώμα
Στον περίβολο μιας εκκλησίας
Με καμάρες τρεις πετρόκτιστες
Είδα μιαν ολάνθιστη παιώνια
Να υπερπηδά σαν άλτης
Του θέρους την κάψα
Και να εγείρει το άνθος της στον κόσμο
Γύρω - γύρω γύρη χρυσαφένια
Σαν μπέρτα κίτρινη χωρικής
Πέταλα άλικα στο χρώμα του μούστου
Πορφυρό να βαφτεί
Το φρύδι των βουνών
Εκεί που έσμιξε το αρματολίκι
Με το γιορτάσι του έρωτα
Στον περίβολο της εκκλησίας
Στητή αυτή μαζί με τα λευκά κρίνα της Παναγίας
Συνομιλεί με τους Αγίους
Με τους κυματιστούς κισσούς
Και τους αθώους αγγέλους
Στις ολονυχτίες
Ήρθε βροχή έπιασε μπόρα
Αισθάνθηκε η παιώνια τον κίνδυνο
Κι έκλεισε τα πέταλα της
Ένιωσε η παιώνια τον βοριά
Και αναδίπλωσε τα φύλλα της
Διέβλεψε η παιώνια την αστραπή
Και τράβηξε την ρίζα της στα βάθη της πέτρας
Πάνοπλη και ετοιμοπόλεμη
Με τόλμη και θάρρος
Βγήκε με κοντάρια στήμονες
Τον δράκο της βροχής να παλέψει
Που στα σήμαντρα κατοικούσε
Εκεί που τα χελιδόνια
Οικοδομούσαν τα πλίθινα όνειρα τους
Πόλεμος άνισος
Και ο Αη Γιώργης ρακένδυτος
Χωρίς το άλογο του
Αποκοιμήθηκε άοπλος στα απόκρημνα σπήλαια
Κυρτή η παιώνια κι απέλπις
Ζήτησε πολεμοφόδια να της φέρουν
Συρμάτινες χορδές απ' του ουράνιου τόξου
Το βιολοντσέλο
Πλίνθους πύρινους απ' την σελήνη
Βέλη να φτιάξει φαρμακερά
Και με την σεληνόπετρες
Οδοφράγματα να στήσει
Τους κρουνούς τ' ουρανού να αντιμετωπίσει
Στον περίβολο της εκκλησίας απόψε
Άνθισε η σελίδα της Επανάστασης
Μόνο ένας ιερέας με το κομποσκοίνι του
Μετρούσε τις στερνές προσευχές
Που απηύθυνε στον δικό του Θεό
Την μικρή παιώνια την αγνόησε
Καθώς είχε διαβεί το Άγιο Πάσχα
Κι οι νεωκόροι είχαν κλαδέψει τις πασχαλιές
Τον επιτάφιο να στολίσουν
Έτσι η μικρή παιώνια σαν ηγέτιδα των λουλουδιών
Σταυρώθηκε και αναστήθηκε
Μόνη εν μέσω του Θέρους
Προορισμένη να ανεβάσει στα μάτια των παιδιών
Τα δάκρυα της ευτυχίας
Και στο κόκκινο ομπρελίνο της να στεγάσει
Τα εφήμερα μεγάλα όνειρα
Ενός λαού που μόνο την κόψη του σπαθιού γνώρισε