Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Σμιλεύω την πέτρα

Πριν έρθεις έγραφα ποιήματα 
που σε καλούσαν εδώ. 
Χωρίς σου δεν μπορούσα. 
Τώρα που ήρθες ασκούμαι πιότερο 
στην αποτύπωση της μορφής σου 
πάνω στην πέτρα. 
Μου φτάνει που είσαι δίπλα μου 
κι ας αποθυμώ τις ώρες που η μούσα 
μου πρόσφερε την ευρύστερνη 
παρηγοριά της μέσα από τα πρωτόλεια
στιχάκια μου.
Με παρρησία διάβαζες κι έλεγες:
"Άδοξα κλείνουν κάποτε οι κύκλοι 
κι ένδοξα ανοίγουν οι νεκροί τις θύρες
για να μας καλοδεχτούν."

Μην σφυρίζεις δυνατά σε ακούει 
ο θυμός μου κι η πέτρα που σμιλεύω.

Το καφενείο

Το καφενείο αντίκρυ στη θάλασσα 
-βουβό σαν το βλέμμα του γλάρου-
σερβίριζε αχνιστούς καφέδες 
φτιαγμένους με θαλασσόνερο, 
αχνιστούς έρωτες και πάθη με 
την οσμή της θύελλας και της τρικυμίας.
Ο σερβιτόρος αναδυόμενος μέσα 
από μια μετέωρη θάλασσα 
σε πλησίασε και κάτι σου μουρμούρισε 
στο αφτί. 
( Μην ήταν το μήνυμα για την επικείμενη 
εκστρατεία;)
Εσύ κρυφογέλασες, έσιαξες το σακάκι σου 
και βγήκες από την πόρτα. 
Κάτι έγνεψες προς στη θάλασσα 
κι έφυγες σιωπηλός κρατώντας 
το μαχαίρι και το σύννεφο στο ζερβί 
σου χέρι σαν μια υπόσχεση προς το μέλλον. 

2012