Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Το αδηφάγο μελάνι

Όλη την νύχτα την παίδευε ένα όνειρο
ένας στριγκός εφιάλτης
-σώθηκαν θα πεις… τα όνειρα που χτίζουν
μπαμπακένιες χελιδονοφωλιές στα ρείθρα-
Βάδιζε λέει, πάνω σε ένα άηχο τοπίο αδειανό
ανάμεσα στα λαξευμένα τόξα των αμμόλοφων
και στα σκιώδη φύκια της ερήμου.
Δεν υπήρχε πουθενά ένας ίσκιος από αρμυρίκι
να γλυκάνει την μοναξιά της.
Μήτε μια πέτρα να πιαστεί μήτε μια θάλασσα
να βουτήξει το μονόστηλο δάκρυ της.
Απελπισμένα έψαχνε μια διέξοδο, επίτοκες
οι πύλες των νεφών….στένευαν το χώρο της αγκάλης
Ξάφνου, μέσα από τις φλέβες της ωχρής άμμου.
ξεπρόβαλε πάνω σε ένα άσπρο άλογο
ο οργισμένος μαντατοφόρος της ασπίδας
με το ακρωτηριασμένο πόδι.
Στα χέρια του κράδαινε δυο δίδυμες γιγάντιες
πένες χάλκινες, προστάτης άγιος
της μουσικής ρίμας.
Η αποστολή του ξεκάθαρη να εκδικηθεί την άμμο
Άρχισε να εκτοξεύει πυώδεις, μελανόχρωμες ριπές
που αφόρμιζαν τους εφήμερους καθρέφτες
Τοπίο διάτρητο, μια κόλαση ενεργών κρατήρων
με αμφίβιες πτήσεις κορακιών πάνω από πτώματα παπύρων.
Τρόμαξε στην θέα του, η σάρκα της άμμου, της ψιθύρισε,
ξεθωριάζει κι αφανίζει τα χάρτινα καταφύγια της γλώσσας.
Πώς να χτιστεί η λέξη στο κορμί της άμμου
Η χλωροφύλλη της λέξης είναι μόνο λευκή.
Κατόπιν, απερίσπαστα, μέσα από ένα παμπάλαιο καπέλο
έβγαζε δεκάπηχες σιδηροτροχιές ακατάληπτων λέξεων
Μυρμήγκιασαν τα όνειρα ζεβροειδείς υπάρξεις.
Φοβήθηκε δεν είχε και που να κρυφτεί…
αδηφάγες λάβες μελανιών την κυνηγούσαν
με νύχια αιχμηρά κι οπλές σιδερένιες
Αργά- αργά βούλιαζε στην γλοιώδη τάφρο
της μελανόχρωμης στρατιάς
ώσπου στο τέλος έγινε μια δακρυσμένη φυσαλίδα
όμηρος της δίδυμης πένας.
Ξύπνησε πανικόβλητη, ανακάθισε, αφόρητοι πόνοι
ενστάλαζαν βαρύ πένθος στο κορμί της.
Έψαυσε το σώμα της, ένα σύνθετο ανάγλυφο
μια σάρκα σπαρμένη με ουλές βαθιές και εκχυμώσεις λάβας.
Τα νύχια της, πονούσαν και διαστέλλονταν
μπουμπούκιαζαν οβίδες.
Και τα μαλλιά της… συστάδες από πένες, ανάβλυζαν
ζεστό μελάνι κι αίμα
Τρόμαξε...έσπασε τους εφήμερους καθρέφτες της
Άτρωτος ο εφιάλτης.
Είναι βαρύ να αναπολείς το απολεσθέν σου σώμα!
Έπρεπε να φύγει...σκιεροί μανδύες την απειλούσαν
έκανε ένα δειλό βήμα, σάστισε, η βιβλιοθήκη της ορφανή!
Έλειπε το λεξικό, αυτό, των προπαπούδων της
ένα ανεκτίμητο λάφυρο φερμένο από τους κήπους
της Αλεξάνδρειας.
Δεν ήταν λοιπόν απλά ένα όνειρο!
Αγχόνη ο κόμπος στο λαιμό φάσκιωνε μαύρα βρέφη.