Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω
απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιώργος Σεφέρης
Τις νύχτες που πέφτει η σιωπή
και οι θόρυβοι από τα αυτοκίνητα
λιγοστεύουν στο ελάχιστο τότε είναι
που διαστάσεις των ανθρώπων και των
πραγμάτων αλλάζουν προς το πρέπον.
Οι ανώφελες συζητήσεις σταματούν
ή κόβονται στη μέση, τα πουλιά
και οι άνθρωποι κοιμούνται μέσα ένα
πλαίσιο ανυπαρξίας και χαύνωσης.
Τότε έρχεται η ώρα που στασιάζουν
οι νεκροί που ακοίμητοι παραμένουν
για χρόνια κι ας μην στο δείχνουν.
Έρχονται εδώ κοντά -παρέκει σου
στέκονται- με τα καινούργια ρούχα
τους, τα γυαλισμένα παπούτσια, τα
μελωδικά τους τραγούδια και με
τους τόμους των βιβλίων που δεν
πρόλαβαν να διαβάσουν ως το τέλος.
Μείνε ξάγρυπνος κι αφουγκράσου.
Δεν θα τους δεις μα θα τους ακούσεις
καθαρά.
Αρέσκονται να λένε ιστορίες με μάγισσες,
με ξωτικά και με σκοτεινούς έρωτες
με τη φωνή στομφώδη.
Αγάπησε τους, νοιάξε τους μόνο πρόσεξε
μην πάρεις τίποτα από τα χέρια τους
θα σε τραβήξουν κοντά τους για πάντα.
Αυτές τις ιστορίες που θα ακούσεις από
το στόμα τους κάνε τες μουσική, τραγούδι,
ποίημα, γραπτά της καρδιάς.
Μολύβι πάρε ύστερα και ξεσήκωσε τα
βιβλία που αγάπησαν και δεν αξιώθηκαν
να μάθουν το τέλος τους.
Δείξε τους συμπάθεια και συνέχισε τις
ημιτελείς σελίδες για να ξεκουραστούν
λίγο γιατί οι νεκροί δεν ξαποσταίνουν
ποτέ είναι πάντα απασχολημένοι
με τα γήινα που εγκατέλειψαν κι από
εσένα ζητούν να μην τους αγνοήσεις
πέφτοντας σε πιο βαρύ ύπνο τον χωρίς
ξυπνημό.