Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

Οι άπονοι χειμώνες

Πώς να ζεστάνω τα ορφανά
μου χέρια που παγωμένα
είναι και χιονίστρες γέμισαν
κι ούτε μία κίνηση
να εκτελέσουν
δεν μπορούν;
Ο ήλιος μακριά μου.
Κοντάρια θρυλικών μαχών
τον εξαφανίζουν.
Σύννεφα πολλά γύρω μου.
Πώς να τον βρω;
Ο ουρανός μου
προβιά λύκου αδιαπέραστη.
Κρυώνω κι όλα τα σώματα
του σύμπαντος με εγκατέλειψαν.

Το φεγγάρι που μαζί του
έκανα μάγια κάποτε
δεν με γνωρίζει πια.
Το παραμυθένιο του φως
δεν μου χαρίζει να ζεσταθώ
λίγο και τα χέρια να κάμψω.
Με τρεις τούμπες
έφυγε από κοντά μου
και στην ασίγαστη ροή
του ποταμού Αώου έπεσε
παιχνίδια να κάνει με
τις ασημένιες πέστροφες.

Παγώνω και σαν τελευταία
λύση στα άστρα καταφεύγω.
Μου βγάζουν τη γλώσσα.
Με περιφρονούν.
Πνίγονται στο γυλιό ενός
μεθύστακα που το δρόμο
έχει χάσει.
Εγώ που κάποτε τα μάζευα
στην ποδιά μου κι η μάνα μου
που όμορφα τα τακτοποιούσε
δίπλα στο γιακαδάκι μου
χάθηκε πια και δεν υπάρχει.
Κρυώνω γεναριάτικο ψύχος
βαρύ.

Αντί για χέρια πόσο
θα ήθελα κλαδιά ροδακινιάς
να έχω.
Να ανθίζω κάθε Μάρτη μήνα,
να προσκαλώ τις πεταλούδες,
να χορεύω μαζί τους
και σε διονυσιακές να πηγαίνω
τελετές.
Κι ύστερα στο λαμπρό
καλοκαίρι να καρπίζω
εύχυμους καρπούς.
Να σηκώνονται τα παιδιά
στα νύχια να με γεύονται.
Να έρχονται οι μανάδες
με τις φουσκωτές κοιλιές
να με τρυγούν.
Να καταφθάνεις κι εσύ
με το καλαμένιο σου πανέρι
απλόχερα να σε κερνάω
και συντροφιά να μου κάνεις.
Έτσι που να ζεσταθώ λίγο,
να μην πονάω και στους
άπονους χειμώνες να
σέρνομαι ανυπεράσπιστη
με χιονισμένα κι άκαμπτα
χέρια να σε αποζητώ.