Ήρθε το φθινόπωρο στην ζωή μου
απ' την ώρα που έφυγες.
Μεγάλα κίτρινα φύλλα σαν πατούσες
αρκούδας κάλυψαν τα χειρόγραφα μου.
Εκεί υπήρχε ένα ποίημα για σένα ζουμερό
σαν την ανοιξιάτικη φράουλα στο στόμα
ενός παιδιού που πενθεί την μάνα του.
Ολομόναχο παιδί με μακριά όμορφα δάχτυλα.
Ο πατέρας του στα ποντοπόρα καράβια
χρόνια χαμένος σκεπασμένος με το
πούσι των παροδικών λιμανίσιων ερώτων.
ποτέ δεν επέστρεψε.
Η γιαγιά έλεγε πως ναυάγησε σε ένα έρημο
νησί με πολλές μπανανιές και πιθήκους.
Δεν την είδε να κλαίει ποτέ.
Κάθε μέρα αυτή ρωτούσε τον ταχυδρόμο αν της έφερε
γράμμα απ' τα ξένα.
Έψαχνε την σάκα του, έσκιζε τα ειδοποιητήρια,
άρπαζε τα ερωτικά ραβασάκια κι έφτιαχνε μαζί
με αλευρόκολλα χρωματιστά αερόστατα και του
τα χάριζε.
Όλο το σπίτι μύριζε αλεύρι κι άψυχο χαρτί.
Δεν την πίστευε την γιαγιά κάτι αλλόκοτο
είχε στο βλέμμα κι οι μακριές άσπρες πλεξούδες της
το έπνιγαν σαν το σκοινί του κρεμασμένου
περασμένο σε θηλιά στα κλαριά της ακακίας.
Έτσι κι εσύ σαν αυτό το μοναχικό παιδί μοιάζεις.
Κάποιος άλλος έρωτας σε ρούφηξε.
Αστρικός έρωτας με το παχύ δέρμα του γαλαξία
καλυμμένος.
Η λήθη σε πήρε.
Αγκαλιά κοιμάσαι με τις μάγισσες.
Το αίμα σου το γαλάζιο πήρε χρώμα των ουρανών.
Αρμύρα μυρίζεις και σάπια πλατανόφυλλα.
Σκεπασμένο έχεις το στήθος σου με καύτρες και στάχτη.
Αιώνια καπνιστής δεν καταδέχεσαι τα άφιλτρα τσιγάρα μου.
Εκεί που πήγες σέρτικο κόβεις καπνό σε τάβλα σαρακοφαγωμένη.
Φοβάμαι τις λεπίδες μην και σε πληγώσουν
Φοβάμαι το αίμα σου μην και αποκαλύψει τα μυστικά μας.
Μα πιο πολύ φοβάμαι την ανάσα σου που νικοτίνη μυρίζει,
ώριμο σύκο και ξένο γυναικείο άρωμα.
Θέλω να βρω το μοναχικό παιδί ποιήματα να του γράψω.
Και ναι το βρίσκω στα υπόγεια κελιά των ονείρων.
Μισεί τα λιμάνια, τα νησιά, τις μπανάνες και
τις στριφογυριστές ουρές των μαϊμούδων.
Εγώ το φροντίζω τώρα.
Του έβγαλα την θηλιά απ' τον λαιμό.
Ελεύθερα τώρα αναπνέει και ρυθμική έχει ανάσα.
Πήρε την λάμψη απ' τα σκούρα μάτια της μάνας του
κι έπαψε να τη θρηνεί πλέον καθώς ολόδικη του είναι.
Τράβηξα ένα απόγευμα την γιαγιά και την έκλεισα
στο πηγάδι.
Δεν ανοίγω το στόμιο.
Τσιμέντο ετοιμάζω και κλείνω τις χαραμάδες.
Τα καταφέρνουμε και χωρίς αυτή μια χαρά.
Κάθε μέρα αερίζω το σπίτι, μαζεύω τις άσπρες της τρίχες,
κοπανάω στο γουδί ξινόμηλο, μαύρο πιπέρι και ξυλαράκια
κανέλας μα η μυρωδιά απ' την αλευρόκολλα
δεν λέει να φύγει.
Το παιδί κάθε μέρα συναντά τον ταχυδρόμο.
Δεν τον ρωτά τίποτα, τον κερνά υποβρύχιο και
χώνει στην σάκα του μια ερωτική επιστολή.
Από μία κάθε μέρα.
Τα βράδια σκαλίζει τα βιβλία, γράφει ατέλειωτες
σελίδες με κόκκινο μελάνι.
Αυτό το παιδί ποτέ δεν κοιμάται, δεν μιλά μόνο
φροντίζει το μελανοδοχείο να μην αδειάζει και
την άκληρη συναντήσει αλφαβήτα.
Αυτές οι επιστολές εσένα έχουν παραλήπτη.
Είναι το παιδί του έρωτα που κατοικεί μέσα μου
και κάποτε ο πιο τρανός ποιητής θα γίνει του κόσμου.
Να το θυμάσαι τα βουρκωμένα μάτια της μνήμης
γράφουν ακόμα κι αν τελειώσει το μελάνι
τις πιο όμορφες παρτιτούρες το ποίημα να ντύσουν
ποτέ του μην νιώσει κρυάδες κι έξαψη υψηλού πυρετού.