haibun
Είχε καιρό να βρέξει. Πέρασε το αποκαλοκαιρο κι ούτε μια σταγόνα δεν δρόσισε τη γη. Σήμερα όμως ένα ισχυρό μπουρίνι μαστίγωσε ανελέητα την πόλη. Ήταν ευκαιρία να κατέβει στο ποτάμι για να συλλέξει λειασμενες πέτρες και ξύλα. Πάνω τους θα ζωγράφιζε τοπία και προσωπογραφίες. Πήρε το ταγαρι της, ντύθηκε ανάλογα και ξεκίνησε.
Οργή της φύσης
ήρθαν τα πρωτοβροχια-
σχισμές γεμίζουν.
Στον δρόμο συνάντησε ελάχιστους διαβάτες. Όλοι τους φορούσαν αδιάβροχα, λαστιχένιες μπότες κι είχαν παραμασχαλα πρόχειρες τις ομπρέλες τους. Το βουητό του ποταμιού έφτανε ως εδώ. Σίγουρα απ' την κατεβασιά του θα είχε ενδιαφέροντα υλικά ξεβράσει. Περνώντας από μικρούς χείμαρρους και λασπόνερα έφτασε στον προορισμό της.
Μπουμπούκια παντού
χρυσάνθεμα θ' ανθίσουν-
φθινοπωριασε.
Όντως στις όχθες του είχαν καταλήξει πολλοί θησαυροί. Λασπωθηκαν τα χέρια της μα άξιζε τη θυσία. Μόλις έκανε να φύγει το μάτι της έπεσε σε μια ασυνήθιστη πέτρα. Ήταν μια λεοντοκεφαλη με καθαρά τα χαρακτηριστικά όπως: χαίτη, μάτια και στόμα. Δεν θα συμπλήρωνε τίποτα. Αριστουργηματικά το νερό την είχε σκαλίσει μες τους αιώνες με το καλέμι του.
Παρυφές βουνού
βγήκαν τα κυκλάμινα -
ροδιζουν βράχια.