Ζω σε ένα σπίτι χωρίς πόρτες και
παράθυρα μόνο ένας φεγγίτης μου
έχει απομείνει για να βλέπω και να
τρυγώ το φως.
Ελάχιστο πάντα.
Άνθρωποι μετά από εσένα δεν με
πλησιάζουν κι ούτε κι εγώ τους μπορώ.
Παρέα μοναδική μου τα πουλιά που
έρχονται κάθε κονταυγή και με ξυπνούν
από το λήθαργο.
Έχουν μουδιάσει τα άκρα μου από την
αχρηστία και τα μάτια μου έχουν στενέψει
απελπιστικά.
Τη μορφή μιας αλλόκοτης φυλής
έχω πάρει.
Πολλοί οι καθρέφτες και με βλέπω.
Απορώ πως ακόμα δεν τους έσπασα.
Η μόνη μου παρηγοριά είναι τα βιβλία .
Μια μέρα σκάλα θα τα κάνω να βγω
στον φεγγιτη κι ίσως τοτε απελευθερωθώ
από τα εσωτερικά δαιμόνια.
Ίσως ποιος ξέρει μπορεί να σε συναντήσω
και να σε καλέσω για μια παρτίδα σκάκι
στο διπλανό καφενείο.
Εσύ ή απαρχή όλων και το σφυρί
παρά πόδας το κρατώ.
Φτάνει να το θελήσεις.