Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Το αδηφάγο μελάνι

Όλη την νύχτα την παίδευε ένα όνειρο
ένας στριγκός εφιάλτης
-σώθηκαν θα πεις… τα όνειρα που χτίζουν
μπαμπακένιες χελιδονοφωλιές στα ρείθρα-
Βάδιζε λέει, πάνω σε ένα άηχο τοπίο αδειανό
ανάμεσα στα λαξευμένα τόξα των αμμόλοφων
και στα σκιώδη φύκια της ερήμου.
Δεν υπήρχε πουθενά ένας ίσκιος από αρμυρίκι
να γλυκάνει την μοναξιά της.
Μήτε μια πέτρα να πιαστεί μήτε μια θάλασσα
να βουτήξει το μονόστηλο δάκρυ της.
Απελπισμένα έψαχνε μια διέξοδο, επίτοκες
οι πύλες των νεφών….στένευαν το χώρο της αγκάλης
Ξάφνου, μέσα από τις φλέβες της ωχρής άμμου.
ξεπρόβαλε πάνω σε ένα άσπρο άλογο
ο οργισμένος μαντατοφόρος της ασπίδας
με το ακρωτηριασμένο πόδι.
Στα χέρια του κράδαινε δυο δίδυμες γιγάντιες
πένες χάλκινες, προστάτης άγιος
της μουσικής ρίμας.
Η αποστολή του ξεκάθαρη να εκδικηθεί την άμμο
Άρχισε να εκτοξεύει πυώδεις, μελανόχρωμες ριπές
που αφόρμιζαν τους εφήμερους καθρέφτες
Τοπίο διάτρητο, μια κόλαση ενεργών κρατήρων
με αμφίβιες πτήσεις κορακιών πάνω από πτώματα παπύρων.
Τρόμαξε στην θέα του, η σάρκα της άμμου, της ψιθύρισε,
ξεθωριάζει κι αφανίζει τα χάρτινα καταφύγια της γλώσσας.
Πώς να χτιστεί η λέξη στο κορμί της άμμου
Η χλωροφύλλη της λέξης είναι μόνο λευκή.
Κατόπιν, απερίσπαστα, μέσα από ένα παμπάλαιο καπέλο
έβγαζε δεκάπηχες σιδηροτροχιές ακατάληπτων λέξεων
Μυρμήγκιασαν τα όνειρα ζεβροειδείς υπάρξεις.
Φοβήθηκε δεν είχε και που να κρυφτεί…
αδηφάγες λάβες μελανιών την κυνηγούσαν
με νύχια αιχμηρά κι οπλές σιδερένιες
Αργά- αργά βούλιαζε στην γλοιώδη τάφρο
της μελανόχρωμης στρατιάς
ώσπου στο τέλος έγινε μια δακρυσμένη φυσαλίδα
όμηρος της δίδυμης πένας.
Ξύπνησε πανικόβλητη, ανακάθισε, αφόρητοι πόνοι
ενστάλαζαν βαρύ πένθος στο κορμί της.
Έψαυσε το σώμα της, ένα σύνθετο ανάγλυφο
μια σάρκα σπαρμένη με ουλές βαθιές και εκχυμώσεις λάβας.
Τα νύχια της, πονούσαν και διαστέλλονταν
μπουμπούκιαζαν οβίδες.
Και τα μαλλιά της… συστάδες από πένες, ανάβλυζαν
ζεστό μελάνι κι αίμα
Τρόμαξε...έσπασε τους εφήμερους καθρέφτες της
Άτρωτος ο εφιάλτης.
Είναι βαρύ να αναπολείς το απολεσθέν σου σώμα!
Έπρεπε να φύγει...σκιεροί μανδύες την απειλούσαν
έκανε ένα δειλό βήμα, σάστισε, η βιβλιοθήκη της ορφανή!
Έλειπε το λεξικό, αυτό, των προπαπούδων της
ένα ανεκτίμητο λάφυρο φερμένο από τους κήπους
της Αλεξάνδρειας.
Δεν ήταν λοιπόν απλά ένα όνειρο!
Αγχόνη ο κόμπος στο λαιμό φάσκιωνε μαύρα βρέφη.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

οι θησαυροί του Ιονίου

Αν κάποτε θάρθεις να με βρεις, θα ήθελα
να κρατάς στα χέρια σου ένα πράσινο κάτοπτρο
να εκπέμπει φλύαρα δεμάτια πευκοβελόνων
που εγώ σου είχα χαρίσει.
Δεν ξέρω, είναι πάρα πολύ δύσκολος ο ερχομός σου.
Γι αυτό στενάζω...και δεν ξέρω
Ας πάει…
Μη ξεχάσεις μόνο εκείνο το γαλάζιο αρκουδάκι
με τα μαύρα μάτια και τη στραμπουλιγμένη μύτη,
νομίζω πως ήρθε ο καιρός να το περιθάλψω.
Θα ήθελα, ναι, να φοράς ένα φαρδύ πουκάμισο
με μαύρο φερμουάρ για να κρύψω στη ζέστα του
την μικρή ελίτσα, τα μάτια τα γελαστά και
τους χάρτες με τους ποταμούς του Ιονίου…
Όχι, τις αφέλιές μου, τις έχω κόψει τον Οκτώβρη
που μεγάλωναν οι τοίχοι, είχαν διαπεράσει
την όρασή μου, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς…
Θα συγχωρέσω, την ψυχρή πορσελάνη του αεικίνητου
ματιού σου, εκείνα τα άγουρα χρόνια
που ενώ εγώ πλάγιαζα με τα αηδόνια του Ιονίου,
εσύ άδραξες την ευκαιρία και ξεπούλησες
τις ασημένιες πόρπες, τις μαύρες παραμάνες
και τα εξάγωνα κουτάκια με τις καρφίτσες
στον πρώτο ενεχυροδανειστή!
Σου έχω και μια έκπληξη… τώρα που
τέλειωσαν τα χαρτιά της γης, εγώ φρόντισα
και εξασφάλισα ένα άλλο υλικό, τα πέλματά μου,
εκεί αποτύπωσα και το ποσό της αποπληρωμής.
Αν κάποτε θα ήθελες νάρθεις να με βρεις
μη ξεχάσεις προπάντων να φέρεις το μπουκαλάκι, ξέρεις...
Ίσως να έχει μείνει απολιθωμένο στις στρώσεις
της τέφρας, ένας χορωδός του καπνού κάτι τέτοιο μου είπε.
Όχι εκείνο που σου είχε δώσει η μάνα σου
με το ξεθωριασμένο οξύ, το άλλο, το χρυσαφί
που μέσα είχα φυλακίσει την αρμύρα για να μεταλάβεις,
και τα σπλάχνα των Φαιάκων που αιμορραγούσαν
ακόμα χτύπους!
Αν έσκαβες λίγο θα το έβρισκες..
Και κάτι ακόμα, σήμερα διάβασα στις εφημερίδες
πως τα ενεχυροδανειστήρια της γης θα μείνουν
κλειστά για ένα χρόνο.
Δεν πειράζει, θάρθεις όμως….
Τουλάχιστον συμπόνεσε εκείνο το γαλάζιο
αρκουδάκι, με χρειάζεται!


χαρισμένο στην Φαραώνα

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

η γεωμετρία του φωτός

Οι ψάθινες καρέκλες ξεκουράζονταν νωχελικά
στην αυλή, η μία με πράσινη φορεσιά μια
φούστα αχλαδιού, η άλλη με το χρώμα του
κοζανίτικου κρόκου, χρυσή…
Ατάραχες έκοβαν το φως σε τέσσερα μεγάλα
ωχροπράσινα τετράγωνα κομμάτια.
Ο γνώμονας απόντας, ο γεωμέτρης τον είχε
κρύψει στο λυσάρι του, δεν ξεπέρασε ποτέ
την έμφυτη κλίση των παιδιών στα σχήματα
και την αμφισβήτησή τους.
Ήρθες αποσταμένος, τράβηξες με βιαιότητα
τη χρυσή καρέκλα και κάθισες.
Έξαλλη η γυναίκα έτρεξε σαν σε αντελήφθη,
στην πόρτα. Ούρλιαξε
Μη! μη περιορίζεις…και μη διαταράσσεις τη
γεωμετρία του φωτός!
Αχρωμάτιστος κοίταξες τη σκιά σου στο πεζούλι
κι άρχισες ένα προκλητικό χαιρέκακο γέλιο
Η γυναίκα αποσύρθηκε ταπεινά στο δωμάτιο
με τα σπασμένα πικραμύγδαλα
Ανακάθισες, έβγαλες το καπέλο σου και
χάιδεψες ηδονικά το γείσο
Η μοίρα σου έταξε να ζεις στη στερεότητα
των φυλακών και στην απληστία του
σκυροδέματος,
κι αν εσύ διέπραττες κατά συρροήν
μικρούς καθημερινούς φόνους
η στρογγυλή σφαίρα του νομοθετικού
κώδικα ποτέ δεν σου απήγγειλε κατηγορίες
Σε περιφρονώ!

Τρίτη 20 Μαΐου 2008

παγανιστικές αποδράσεις της νεότητας

Σήμερα που άναψαν τα παγανιστικά νυχτέρια
έβαψα κόκκινα τα νύχια μου, πες πως είμαι
φιλάρεσκη χαρακτήρισέ με ξιπασμένη
σκέψου οτιδήποτε, δεν με ακουμπά.
Τα νύχια μου κόκκινοι ημιτελείς κύκλοι,
ρυθμικά αποκριάτικα άρματα, πύρινα λόγια
σε παρελάσεις καλλίγραμμων νεκρών παρθένων.
Σήμερα έβαψα κόκκινα τα μαλλιά μου
έτσι από πείσμα, θέλησα να ξορκίσω τους
σκοτεινούς εφιάλτες μου…
γηράσκω φασκιωμένη στο ανατολίτικο πορφυρό
χαλί βυζαντινών αυτοκρατόρων, ίντριγκες
διαπράττοντας με τον αέναο χρόνο.
Τον χρόνο δεν τον φοβάμαι, τον αγαπώ
αναδυομένη κι αναβράζουσα η νεότητα κοιμάται
κάθε βράδυ στο μαξιλάρι μου..
ίσως γι αυτό πάντα ξυπνώ από τον κρότο
των λαμπρών εκθαμβωτικών πυροτεχνημάτων.
Σήμερα έβαψα τα χείλη μου, το σώμα μου,
τις φτέρνες κατακόκκινες …
Ήμουν όμορφη το ένιωσα, παρότι δεν είχα πρόχειρο
ένα καθρέφτη να κοιταχτώ, τι θα ωφελούσε…
τους καθρέφτες μου, τους έστειλα στο μέτωπο
να επουλώσουν τις πληγές των λαβωμένων φαντάρων.
Μη με κοιτάζεις με αυτό το ύφος της αμφιβολίας,
είμαι η βασίλισσα, η στρατηλάτης του αίματος
η μετουσίωση της χέννας μα πάνω απ όλα
ο πορφυρός ουρανίσκος του νεογέννητου μεσσία!

Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

η εκδίκηση των ψαράδων

Όταν ψιχαλίζει βγαίνουν στα ανοιχτά της Τζιας στις
Ποίσσες νεογέννητες μέδουσες για να λουστούν με μύρο.
Οι παραθεριστές ανάστατοι παραχώνουν τα μαύρα
κουβαδάκια τους στην άμμο και τα παιδιά χειροκροτούν
χορεύοντας ξέφρενους αφρικάνικους ρυθμούς σε τελετές
με θεούς ραβδοσκόπους…
Όταν συννεφιάζει αναδύονται στα βράχια του Κούνδουρου
δεκάπλοκα χταπόδια, αφαρπάζουν τους γλάρους,
περισφίγγουν το φως του Αιγαίου και μικρά καράβια
γυμνών ψαράδων καταπίνουν!
Όταν ψιχαλίζει τα σύννεφα τρέφουν τον άγιο δίσκο
του ήλιου με διπλά ουράνια τόξα και θυσίες
καταθέτουν στο βωμό του Αιόλου για καλοτάξιδες
πορείες στη χλοερή Κολχίδα.
Όταν κλαίει ο ουρανός, συγχώρεσέ μου τον άμετρο λυρισμό,
οι μέδουσες στα ανοιχτά της Τζιας φορούν ψάθινα καπέλα
για να προφυλάξουν το τρωτό διαφανές σώμα τους,
κι οι λουόμενοι έχουν προ πολλού εγκαταλείψει τις μοβ
ομπρέλες τους πλάι στα παραχωμένα μαύρα κουβαδάκια τους
στέγη προσφέροντας κι ανεμόμυλους στους ανέστιους
αχινούς, που σκληρά εκδικήθηκαν τις αβρές πατούσες τους
στην τιτάνια προσπάθειά τους να αποδράσουν…
Τέλος μάθε το μια και καλή, πως όταν ψιχαλίζει
τα κοράλλια γίνονται αμβροσία και αποξηραμένα
γριβάδια στα πήλινα πιάτα των νεόπτωχων ψαράδων
όπου γης!

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

η α- συνέχεια των φυτών

Ξερίζωσε αργά το φυτό επιμήκεις οι ρίζες του
τίναξε το χώμα με προσοχή να φανούν
οι διακλαδώσεις.
Μια ακτινογραφία ενός εξαδάχτυλου
χεριού με ένα τραύμα στο καρπό
η μετεμψύχωση της παλάμης;
Τι να υποθέσει…
Στο χωνί των ξεψυχισμένων φύλλων
ακροάστηκε τον ήχο των βροχών του αίματος
και τις τροχαλίες της γήινης πλάκας.
Τυλίχτηκε με το ρίζωμα, η α-συνέχεια
θα τρόμαζε το σκαθάρι της μνήμης του.
Σαν καλός καλλιεργητής σκάλισε
τη σάρκα του με σοφία, βαθιές χαρακιές
έπρεπε να δέσει το ρίζωμα!
Δεν έπεσε έξω, ξεπρόβαλλαν τα μάτια των χλωρών
βλαστών και οι φωτοσκιάσεις των βλεφαρίδων.
Τράβηξε για τη πόλη με ένα περιπαικτικό
αθώο χαμόγελο στα χείλη…
Ρίζωσα-ρίζωσα, φώναξε
προσέξτε το καινούριο μου ρούχο
Ο κόσμος τον κοιτούσε απαθής
τι και αν από τα πόδια του έβγαιναν μούσκλια
και ευθυτενείς δρύινοι κλώνοι ανασάλευαν στο κορμί του
Ο κόσμος τον κοιτούσε απαθής
Ρίζωσα-ρίζωσα, προσέξτε τα μάτια μου
δυο βολβοί υακίνθου
Δεν τον είδαν, στο πάρκο της πόλης εκείνη την ώρα
οι κηπουροί προετοίμαζαν τα κλαδιά για την άνοιξη.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

η ακονόπετρα και ο δρυοκολάπτης της αμπέλου

Με μια σκληρή ακονόπετρα στο χέρι
τρόχιζε επιμελώς τις λεπίδες του μυαλού της
Την βοηθούσε ένας φίλος της έμπιστος
– οιωνοσκόπος εξορύξεων –
πανίσχυρος χωρίς αρματωσιά
μόνο με δέκα οστεοθήκες στα χέρια του…
Εκείνος ήταν που της χάρισε από την προηγούμενη
χιλιετία κιόλας την ακονόπετρα.
Θυμάται ακόμα σαν χτες τα λόγια του
Ποτέ μην αποποιηθείς την προσφορά μου
είναι πάνσοφη κι ακόρεστη η ζωή, θα σου χρειαστεί
Κι εγώ με αυτήν γυαλίζω κάθε απόγευμα
τα οστά του μαντατοφόρου δρυοκολάπτη
που ακούραστα ανασύρει
διττά στοχαστικά μηνύματα – χρησμούς.
Άκουσε την προτροπή του, είναι αυτή που
στοίχειωσε εντός μου αμαρτωλές θεατρικές
παραστάσεις μυστών τρυγητών..
“Τάξου στην άμπελο και στην ιερή
μυσταγωγία του κορμιού της”
Η άμπελος ανεβαίνει κάθε βράδυ
με δυο κούπες νέκταρ στο χέρι
στο κωδωνοστάσιο και ψάλλει απαγορευμένους
ύμνους στην άχρονη ομιλούσα πέτρα.
Τα γόνατά της πείσμωνα σαν ράμφη
λαβωμένα από τις μεταγγίσεις του οίνου
Τις ακονόπετρες αυτή μου τις εμπιστεύτηκε
Εμείς λοιπόν κρατάμε το μυστικό της αμπέλου
αν αποκαλυφτεί θα επέλθει η συντέλεια
των οξύφθαλμων πτηνών..
Και κάτι ακόμη οι οστεοθήκες που βλέπεις
είναι αυτές που διαφυλάττουν τη κιβωτό
των ωκεανών και τα σπλάχνα του Τρίτωνα.
Μη φοβάσαι θα πετύχει η μετάγγιση του οίνου και
το μπόλιασμα της άχρονης πέτρας…

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

τα αποκεφαλισμένα στάχυα

Είπε να φτιάξει ένα καφέ, δεν είχε τίποτα
χρήσιμο να κάνει, ίσως έτσι να χρωμάτιζε
λίγο τη μέρα της.
Ένας καφές θέλει συντροφιά, είχε όμως το καθρεφτάκι της
ασημένιο και τη κοιμωμένη των Αθηνών σε ένα
υαλοπίνακα βιτρώ απεικονισμένη…
Ο καφές θέλει και μπρίκι να ψηθεί, ίσως
και χόβολη αλλά οπωσδήποτε μπρίκι
Το μπρίκι το πήρε πέρσι ο γανωματής για συντήρηση
γιαννιώτικο οικογενειακό κειμήλιο
Το inox που είχε στο συρτάρι της κόβει
και ψευτίζει το καφέ , το παράχωσε όπως – όπως
σε ένα χάρτινο κουτί, ούτε να το δει…
Χτύπησε τη γροθιά της οργισμένη πάνω στο πλακάκι
το μικρό στάχυ ξεριζώθηκε
Δεν είχε και τα στοιχεία του γανωματή
πως εμπιστεύτηκε σε έναν ξένο τη μοναδική
κληρονομιά της;
Το κουδούνι στη πόρτα την προειδοποίησε
με ένα αμφίβολο ήχο…
Άνοιξε, ένας κύριος με ημίψηλο καπέλο
ο ταχυδρόμος ίσως, της παρέδωσε ένα δέμα
ένα χάρτινο κουτί, το άνοιξε, ανάμεσα στις παλιές
κιτρινισμένες εφημερίδες έλαμψε ο χαλκός!
Ήταν το μπρίκι κι έφτασε στα χέρια της
την πιο κατάλληλη στιγμή!
Ευχαριστώ… ψέλλισε, δεν υπήρχε κανένας
γιατί ο γανωματής δεν ζήτησε τα εργατικά του;
Ήθελε να φτιάξει ένα καφέ στο σπίτι
με τα αποκεφαλισμένα στάχυα!

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

ο συνθέτης

Από μικρό παιδί πριν ακόμα βγει στη ζωή
ανάβλυζε ήχους από έναν οξύαυλο.
Δώρο του αγαπημένου του θείου, ναυτικού
εκ πεποιθήσεως.
Ποτέ δεν έπαιξε όπως τα άλλα παιδιά
με καθρεφτάκια και πεντόβολα…
ούτε κλέφτες κι αστυνόμους, μήτε κυνήγησε
έντομα καταμεσήμερο Αυγούστου.
Μεγαλουργούσε στις μελωδίες του οξύαυλου...
Έπειτα από χρόνια η εφορία αρχαιοτήτων
του κατάσχεσε το όργανο, λόγω σπανιότητας.
Στη προθήκη του μουσείου κείτονταν ένας
αποθαμένος οξύαυλος που κατά τακτά
μουσικά διαστήματα αναστάτωνε τους φύλακες
και τους αδιάκριτους συναγερμούς.
Ήξερε να συνθέτει υπέροχα κομμάτια!!

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

η επανάσταση των ζαχαροπλαστών

Σήμερα φόρεσα τα χρησιμοποιημένα ρούχα
του γείτονα, εξαναγκάστηκα εν ολίγοις.
Το άσχημο ήταν ότι δεν αφαίρεσα
τη γύρη και τα αποξηραμένα λουλούδια
που με τέχνη περισσή είχε ράψει στις τσέπες του
μεγάλη ιεροσυλία να τα πετάξω σκέφτηκα.
Αναρωτήθηκα βέβαια γιατί ο γείτονας
προέβη σε αυτή τη κίνηση
Ίσως να ήταν μελισσοκόμος, αρωματοποιός,
ζαχαροπλάστης ή μήπως μάγος, γητευτής
που έφτιαχνε φίλτρα, φυλακτά και μαγικά ξόρκια.
Μπορεί και στο παρελθόν να υπήρξε ποιητής
Οι ποιητές αποξηραίνουν τα λουλούδια όπως τις λέξεις.
Επαναλαμβάνω εξ ανάγκης τα φόρεσα,
τα δικά μου ρούχα τα έφαγε ο σκώρος
του ρακοσυλλέκτη ταξιδιώτη…
Έπρεπε να βγω στο δρόμο, στα σοκάκια
των αγρών να παραδώσω ένα σπάνιο έγγραφο
στον αγροφύλακα, που να ήξερα;
Μια μέλισσα με πολιόρκησε!
Το βουητό ξέρεις της μέλισσας είναι
αποκρουστικό όταν το μέλι απολείπειν στις κερήθρες
Αποκρουστικά τα ρούχα, αποκρουστικό το βουητό...
μέλισσες όταν δεν επιτελούν το καθήκον τους
προβάλλουν αυτάρεσκα γιγάντια κεντριά
Πέταξα τα ρούχα στον αγρό άρον – άρον,
έπρεπε να επιζήσω!
Μετά από χρόνια έμαθα πως στο σημείο εκείνο
λειτούργησε μια μεγάλη μονάδα ζαχαροπλαστικής,
Ήταν η εποχή που έκλεισαν πολλά μικρομάγαζα
και συντελέστηκε η μεγάλη επανάσταση των
ζαχαροπλαστών.
Δεν είχα που να κρυφτώ, ήμουν εκ προμελέτης
εγκληματίας κι αν με δικάσει ο αγροφύλακας
ο μοναδικός μάρτυρας τι θα πω;
Υπερτενή τα πάθη του κόσμου!

o κύκλος της ορχιδέας

O κύκλος της Ορχιδέας

Οι Ορχιδέες όταν γηράσκουν αποχωρίζονται τα γυάλινα
πράσινα φιαλίδιά τους και πάνε να ταφούν στους βαβυλώνιους
κήπους σαν μιαν ύστατη προσπάθεια να αποκαταστήσουν το
χαμένο τους κύρος.
Μακαριστοί θανόντες θαρρείς
Μόνη εξαίρεση οι μαύρες ορχιδέες που σιωπηλά ακολουθούν
την τυφλή πορεία των κελιών πλάι στις μοναχές με τα κίτρινα
καπέλα, συνοδοί τέλειοι στη σμύρνα στο λιβάνι και στο
πικρό κάρβουνο.
Θυμίαμα και σπονδή στο βωμό των θαυμάτων.
Αγάπησέ τες και με τη στάχτη τους φτιάξε την αλισίβα
της καθαρότητας να νίψεις το πρόσωπό σου
Πίστεψέ με ηγεμόνας θα γίνεις της ψυχικής πανίδας
δεν θα χάσεις….
Τα πράσινα φιαλίδια αναζωογονητικοί οροί θα γίνουν στα
θεραπευτήρια των μελλοθάνατων ερώτων.
Σταγόνα – σταγόνα θα θρυμματίζουν την πλάκα και ευρύκοιτα
ρυάκια θα διανοίγουν σε ιδεώδεις αγαλμάτινες φλέβες
Σταγόνα – σταγόνα νάμα στη χλωρίδα της αμαζόνειας ψυχής.
Οι Ορχιδέες όταν γηράσκουν αναφύονται ….

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

όνειρο

Απόψε στον ύπνο μου ήρθε ένα τρένο να με πάρει,
τα χέρια μου ήταν άδεια καθότι ο σταθμάρχης
είχε επιτάξει τα υπάρχοντά μου τις βαλίτσες μου
και το μικρό καλάθι με τα μοβ αγριολούλουδα.
Η αμαξοστοιχία παλιά με παιχνιδιάρικα χρώματα
μπουκωμένη με γαλάζιους καπνούς
κι οι ράγες δυο συρμάτινα καλώδια να στήνουν
πάνω τους το μπαλκόνι τους οι γερανοί.
Ταξίδι οργής…χωρίς επιβάτες
μόνο εγώ κι ο μηχανοδηγός
ένας άνδρας χλωμός χωρίς πηλίκιο που μασούσε
διαρκώς γαλάζια κουφετάκια
και με μια απόχη περιμάζευε τυφλά πουλιά και
τα περιέθαλπε σε ένα πρόχειρα στημένο ιατρείο.
Τον παρακολουθούσα – κενό κεφαλής – πίσω
απ τον ξηλωμένο μανδύα του σκοτωμένου
εισπράκτορα!
Δεν με αντελήφθη, ήταν αόμματος.
Όταν κατέβηκα στην αποβάθρα αντίκρισα
τον σταθμάρχη με ένα ματσάκι μοβ αγριολούλουδα
στο χέρι να υποδέχεται την αγαπημένη του.
Δεν μίλησα, είναι βουβά τα όνειρα…

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

για μια στρώση και μόνο

Πήρε τα καινούρια της ρούχα, τα έκοψε
σε ευθύγραμμες λωρίδες.
Δεν χρειάστηκε τον ξύλινο παλιό χάρακα
το μυαλό της κινούνταν σε ευθείες γραμμές.
Ο λόγος σαφής.
Το υπαγόρευσε η γιαγιά της
που με τα κουρέλια έφτιαχνε περίφημα
στρωσίδια, κι ήθελε μια στρώση πάνω στη
ζωή της.
Δεν λυπήθηκε ούτε το κόκκινο φουστάνι
του παρελθόντος Απρίλη.
Γέμισε ο οίκος της με φιδίσιες λωρίδες.
Δεν είχε όμως βελόνες πλεξίματος
τόσες μετακομίσεις χάθηκαν.
Και τώρα;
Τα δάχτυλά της, ναι!
Τα κοίταξε, πικρό χαμόγελο,
αν τα απόκοπτε ίσως να δημιουργούσε
το εργόχειρο της άρνησης.
Άρνηση, προαποφασισμένη πορεία νοσταλγίας.
Ήταν πλέον σίγουρη θα ύφαινε
το στρωσίδι της καρδιάς
Βλέπεις ήθελε μια στρώση πάνω στη ζωή της….
Στους πόλους το κρύο είναι δυσβάστακτο
κι όταν τα χέρια σου είναι κομμένα
δεν μπορείς να χουχουλίσεις
την πίκρα σου

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

συμπέρασμα

Όταν άνοιξε τη μπιζουτιέρα ανάμεσα στα
απολιθωμένα έντομα – κοσμήματα ανακάλυψε
μια χτένα γεμάτη λευκά και μαύρα αποχτενίδια.
Επέτεινε τη προσοχή της, θεώρησε πως λάθεψε,
ίσως να μην ήταν αποχτενίδια….
σαν κινέζικοι μεταξωτοί ιστοί έμοιαζαν.
Το μπαστούνι της γριάς αράχνης αναδιφούσε
αμφίσημα οράματα,
ίσως τελικά να ήταν μαύρα κουβάρια αχινών
πασπαλισμένα με το αλάτι των κορυφών.
Τα αγκάθια ξέρεις αποθηκεύουν κι αφορμίζουν
τα χέρια των αδαών φιλοτελιστών.
Μεγάλη τιμή δεν νομίζεις, να τους αποδίδουν
το τίτλο του συλλέκτη!
Συλλέκτες παντού, μανιώδεις συλλέκτες…
σπάνιων αγριοβατόμουρων
και ταγοί σπαραγγιών σε ακτινωτή διάταξη.
Βρίθουν οι επώνυμοι, πρόσεχε.
Υποθέσεις, αντιφάσεις πως τόσο εύκολα
ξεγελάστηκες από το πανίσχυρο αν;
Αποχτενίδια ήταν δίχως άλλο, υπάρχουν
και πειστήρια.
Μια μαύρη ψείρα με ελαττωματικό στόμα
που έφτυνε βλαστήμιες καθώς έχανε το
ασφαλές κουκούλι της μπιζουτιέρας.
Είχε βάλει στόχο να ξυπνήσει τους
απολιθωμένους της φίλους.
Μεγαλόπνοο το σχέδιο, εκ προοιμίου
χάθηκε η λέξη : αν…

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

η στιγματισμένη

Η μάνα σου το είπε πως όταν γεννήθηκες είχες
τυπωμένο στο κόρφο σου ένα περιστέρι με μοβ
φτερά και χάλκινο ράμφος που με το χρόνο
ξεθώριασε, δεν άφησε σημάδι.
Δεν την πίστεψες
Δεν υπάρχουν περιστέρια με χάλκινα ράμφη.
Ο κόρφος σου λευκός, αλώβητος!
Τατουάζ φτιάχνουν μόνο οι όρνιθες στον
ουρανό κάθε απόγευμα Παρασκευής
Η μάνα σου επέμενε, χρόνια ολόκληρα..
Όταν διάβηκαν οι ξύλινες αμαξοστοιχίες
διαπίστωσες πόσο δίκιο είχε.
Της χάρισες ένα χαρτί με σφηνοειδή γραφή
και το φόρεμα που ντύθηκες ήταν μοβ
με χάλκινες ραφές
Δεν αμφέβαλες πια διόλου
Η μάνα σου το ήξερε γι αυτό κρατούσε κλειδωμένα
στη ξύλινη βιτρίνα τα μαθητικά σου τετράδια.
Την σφηνοειδή γραφή στη δίδαξε το σώμα σου,
το αίμα σου από παλαιόθεν.

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

φυσιοδίφης

Όταν βγήκε στο ξέφωτο
κάτω από την αγριοκαστανιά
με τις ογκώδεις ρίζες
και την εγκαστρίμυθη βεντάλια
των φυλλωμάτων, κοντοστάθηκε
Ψίθυροι – χρησμοί έδωσαν το στίγμα
Εκεί στη μικρή τάφρο
πλάι στο κοίλωμα
των ελικοειδών μυρμηγκιών
ο θησαυρός υπέρβαινε την
απρέπεια της κλεισμένης φτερούγας
Δυο αυγά γερακιού
με την σφραγίδα του Νότου
Η εκκόλαψη και το σκληρό
κέλυφος
επαυξημένο κύτταρο.
Δυο αυγά γερακιού
Τα πέρασε στη μασχάλη του
Ποτέ έως τώρα δεν είχε
αναθρέψει γερακόπουλα.
Η γερακίνα είπαν
πως τα απαρνήθηκε.
Μόλις χτες το απόγευμα
έβγαζε εισιτήριο με τη πρώτη
πτήση
για το νησί των εφήμερων οφθαλμών

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

επαίτης

Η ομογάλακτη λύπη έστρωσε
πάνω στο κορμί της
ένα λινό σεντόνι πάνλευκο
με τέσσερις οργιές ριζοβελονιά.
Το σεντόνι δροσερό, ελαφρύ
παρότι χώλαινε λίγο από το ένα πόδι,
ελλειπτικό
Ίσως με το κομμάτι αυτό να έδεσε
ο μαρμαράς πρόχειρα τη πληγή του
Χώλαινε ελαφρά και το κορμί της
Η ανάγκη προέχει σκέφτηκε
πόθος αρχαίος
Αυτές όμως τις τέσσερις
οργιές ριζοβελονιά που
κέντησαν το κορμί της,
πώς θα τις αναθρέψει ;
Τέσσερα οξύφωνα στόματα
ινών….πολλάκις επαιτούν

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

o ζωγράφος

Έκοψε τρία κλαδιά λυγαριάς
τα έπλασε με τα χέρια της
φιδοειδές σχήμα.
Τρία κλαδιά λυγαριάς
αποκρούουν το θάνατο.
Κουλουριασμένα στο ταπεινό
υπόγειο φυλάττουν τα μικρά
φωτισμένα τετραγωνάκια
με τις ασύμμετρες ελπίδες.
Μόνο με τρία κλαδιά λυγαριάς
ένα κόκκινο φιλί
μια ακρίδα χλωμή
κι ένα τσαλαπατημένο
υπερώριμο ρόδο
Έτρεξε στο αμπέλι
να τρυγήσει μια ογκώδη χαρά
Τρία κλαδιά λυγαριάς
φιδοειδές το σχήμα
αναρριχώμενα φυτά
μεθυσμένες φράουλες.
Τέλειος ο πίνακας
απόρησε πως τα κατάφερε
τόσο καλά ο ζωγράφος.

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

εαρινοί ερωτευμένοι

Είπες πως δεν αγαπούσες την άνοιξη
πως από πάντα σε στένευε το ρίζωμα της αγριάδας
και το ξεπέταγμα του χαμομηλιού αποδομούσε
το ανατένισμα των χαρταετών της σκέψης σου
Συμφωνώ
Ακόμα είπες πως η άνοιξη είναι μια παιδούλα
με κόκκινα ερωτικά ξυλοπάπουτσα
που σαν περπατά λαβώνει την ακοή σου
και αφανίζει τις μελωδίες
που χρόνους ολόκληρους έχεις με κόπο συνθέσει
και τους μικρούς σου έρωτες αφοπλίζει
Σε καταλαβαίνω
Ο ήχος των ξυλοπάπουτσων ταλαιπωρεί
και το δικό μου κορμί
Και κάτι άλλο
Η άνοιξη ποτέ δεν φόρεσε γαλάζια χάντρα
παρά τις προτροπές σου
κι εσύ την φοβόσουν πολύ τη βασκανία
Έχασες και το χαρτί με τα ξόρκια
σε ένα ταξίδι πάνω στη φρέσκια χλόη
τότε που πρασίνιζαν τα γόνατά σου
η πλάτη σου, το μέτωπό σου…
Τότε που έπαιρνες τα χωνάκια της αγριάδας
και σφύριζες στο αυτί της μέλισσας απεγνωσμένα
Έχεις δίκιο...
είναι σκληρή η άνοιξη έχει μαστίγια
που διαρκώς αναφύονται από τη γη της
Αυτά τα μαστίγια εγώ κατεξοχήν φοβάμαι
βλέπεις τις πληγές μου
Έχουν μείνει από αιώνες αθεράπευτες
και το εφημερεύον φαρμακείο με το πράσινο γλόμπο
έμεινε κλειστό λόγω πτώχευσης
Αλίμονο στους εαρινούς ερωτευμένους
δεν θα ανακάμψουν ποτέ
Τα εαρινά μαστίγια θα αποβούν
μοιραίες θηλιές στην πάλλουσα καρωτίδα τους.
Η άνοιξη αγαπά τα άγουρα,
αμούστακα αγόρια
Δεν δίνει δεκάρα τσακιστή
στους σαραντάχρονους
αμάλλιαγους εφήβους.