πρόσεχε, το χοντρό
γαμπριάτικο σακάκι
να φοράς εκείνο που
με σπουδή μεγάλη σού
έραψα από τα αποφόρια
των πεθαμένων.
Στις τσέπες σού έβαλα
παστίλιες μέντας να μασάς
για να δροσίζεται ο ουρανίσκος
σου με αρώματα.
Στο πέτο σού πέρασα μια
καρφίτσα από τη μεγάλη
συλλογή της μαμάς.
Εκείνη την εκθαμβωτική
με το ουράνιο τόξο
γιατί μη κοιτάς τώρα
που είναι καλοκαίρι θα έρθουν
αργότερα οι βροχές, οι κρύες νύχτες
και ο αναμαλλιάρης άνεμος
και θα σου χρειαστεί,
θα το δεις, για να σπρώξεις
τα σύννεφα στο βυθό του ουρανού.
Πάντα αγαπούσες τον γλυκό
ανοιξιάτικο καιρό εκείνον
που τελικά σε προσάρτησε
στις αγκάλες του για πάντα.
Με ένα μόνο κοντομάνικο
μπλουζάκι σε άφησα να φύγεις.
Τι απερισκεψία!
Τι αβλεψία και τι ανόητη κίνηση!
Ποτέ δεν υπήρξα προνοητική...
μα τώρα έμαθα όταν σου έπιασα
μια νύχτα τα χέρια και πάγωσα.
Σύγκορμη έτρεμα.
Άλλαξα πάραυτα αγάπη.
Είναι σκληρό κι επικίνδυνο
να μην σε συντρέχει κανείς.
Έκατσα λοιπόν και σού έπλεξα
και μάλλινα γάντια στο χρώμα
που αγαπούσες.
Κίτρινο σαν τα μάτια της μικρής
Ριρίκας της γάτας σου.
Τώρα αποσώνω το κασκόλ σου.
Πολλά δράμια νήμα αγόρασα
από τις απριλιάτικες αποθήκες
του ήλιου.
Όλα έτοιμα.
Σου δίνω ραντεβού στο γνωστό
τρίστρατο που σε γνώρισα.
Μείνε πιστός κι έλα.
Στο σπίτι το γεύμα σου ζεστό
κι ένα ζευγάρι φτερά σε
περιμένει πίσω από την πόρτα
για να έρχεσαι ντυμένος
καλοσύνη κι απαντοχή να
ξεγελιέμαι έστω λίγο.
Σαν να ακούω κραδασμούς υπόκωφους .