Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Συνταξιδιώτες

Σε είχα κάνει Θεό μου
κι εσύ με απέφευγες. 
Μπροστά στην ωραία πύλη 
στεκόσουν και με κοιτούσες 
με βλέμμα βλοσυρό σαν του αετού 
που εποπτεύει το χώρο για να 
βρει τη λεία του γιατί πολύ 
έχει πεινάσει τον τελευταίο καιρό. 

Δίβουλα τα χέρια σου στρέφονταν 
μια δεξιά μια αριστερά και δεν γνώριζα 
αν ήθελαν να με αγκαλιάσουν ή
να με διώξουν με ένα ράπισμα 
μακριά μέσα σε εκείνο το βάραθρο 
που τόσο φοβόμουν και που εσύ 
μου είχες για κατοικία ορίσει. 

Ξεκούμπωτο πουκάμισο φορούσες 
και πρόβαλλε γυμνό το στήθος σου 
εκεί που κάποτε έγερνα 
κι έδιωχνα την κούραση μακριά 
κι έβλεπα να πλαταίνει ο κόσμος,
η συνοικία, η αγορά, η πλάση
και μαζί να πλαταίνεις κι εσύ 
και να με καταλαμβάνεις σαν τον
αέρα που καταλαμβάνει τα πανιά 
και δίνει ώθηση στο καράβι.
Έτσι κι εγώ μαζί σου ταξίδευα. 

Σανδάλια φορούσες στα πόδια σου
κι είχες ξεχάσει να τα δέσεις.
Σε πλησίασα διπλό κόμπο να 
κάνω, φοβόμουν βλέπεις 
μην σκοντάψεις και πέσεις 
καθώς στο ιερό θα έμπαινες 
να πάρεις την Αγία γραφή το
απολυτίκιο να διαβάσεις του
Ανώνυμου Αγίου. 

Σε είχα κάνει Θεό μου 
κι εσύ απομακρυνόσουν.
Ανέμιζε η γενειάδα σου κι εσύ 
ψηλά ως τον θόλο έφτανες 
στην μεριά του Παντοκράτωρα,
αυστηρά να με κρίνεις και δεν λέω 
πολλά ανομήματα είχα μα σ' αγαπούσα 
με την καρδιά λέφτερη σαν εκείνου 
του Αγίου που μαρτυρά θάνατο οδυνηρό
μα ούτε μια στιγμή δεν λυγίζει.