Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Haibun Το πρώτο μπάνιο

Ξεκίνησε πριν ακόμα σκάσουν οι αχτίδες του ήλιου στο βουνό. Χάζεψε λίγο την πορφύρα του ξημερώματος και κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Η λυγερόκορμη φοράδα την περίμενε αναχαράζοντας την τροφή της. Ένας κόκορας έφερνε βόλτες
γύρω της κορδωτός πριν αποφασίσει να σημάνει το πρωινό εγερτήριο.

Λεπτό φόρεμα
ανοιξιάτικη μπόρα-
τρέμει το κορμί.

Βγήκε στον δρόμο, ανέβηκε στο άλογο κι άρχισε να ιππεύει. Ξέσφιξε τα χαλινάρια, κλώτσησε με τα πόδια και το ζωντανό επιτάχυνε τον καλπασμό του. Κρύος ακόμη ο πρωινός αέρας της χάιδευε το τσιτωμένο της δέρμα. Έσφιξε λίγο το λουλουδάτο φουλάρι της γύρω από το λαιμό.

Χνουδωτά φύλλα
άνθη της καλεντούλας-
βρόχινο νερό.

Έφτασε στο ακροθαλάσσι. Ανεμπόδιστος ο ήλιος χωρίς καθόλου σύννεφα την ζέσταινε απαλά. Έβγαλε το ανάλαφρο της φόρεμα και βούτηξε στα ήσυχα νερά. Κολύμπησε γρήγορα για να ζεστάνει το ανατριχιασμένο της κορμί. Το άλογο φρούμαζε κάτω από τις καλαμιές. Τα μπαμπού μεγαλώνουν πολύ γρήγορα προσφέροντας την αδιαπέραστη σκιά τους.

Φύσηξε βοριάς
οι κερασιές λυγίζουν-
τράνταγμα ζωής.

Βγήκε από το νερό. Ένα σπασμένο κοχύλι της τρύπησε λίγο το πέλμα. Άρχισε να μαζεύει αγριοβιολέτες που κάλυπταν το πάνω μέρος της ακτής. Τους έδωσε το σχήμα του στεφανιού και με αυτές στόλισε την χαίτη του αλόγου. Μακριά ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου. Καβαλίκευσε την φοράδα κι έφυγε. Οι μωβ αγριοβιολέτες έπεσαν στη γη. Στάθηκε τις μάζεψε και τις πέρασε γύρω από το λαιμό της σαν δεύτερο φουλάρι.

Κρύα τα νερά
κοάζουν οι βάτραχοι-
πυκνή βλάστηση. 

Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Haibun Μια βόλτα στο ποτάμι

 

Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και βγήκε στην αυλή. Το τελευταίο σκαλοπάτι κινούνταν ήταν σαρακοφαγωμένο και έτριζε. Έκανε να πέσει προς στιγμή μα κατάφερε τελικά να ισορροπήσει. Στην αυλή είχαν ανθίσει τα κόκκινα βελούδινα ρόδα. Έσκυψε τα μύρισε κι έκοψε ένα λουλούδι. Το καρφίτσωσε στο πέτο κι άνοιξε την αυλόπορτα. Μια μέλισσα ζουζούνισε δίπλα της. Τίναξε το χέρι της για να φύγει.

Μακρύς ο δρόμος
έδεσαν οι κερασιές-
πυκνή φυλλωσιά.

Πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι. Δεξιά κι αριστερά της συστάδες από λεύκες, κυπαρίσσια και λυγαριές θρόιζαν με την βοήθεια του αέρα. Περπατούσε γρήγορα και τα μαλλιά της ανέμιζαν. Ξεσφίχτηκε η κορδέλα της έπεσε κάτω κι έσκυψε να την πάρει. Την στέριωσε. Ένα μυρμηγκάκι έκοβε τώρα βόλτες στα μαλλιά της.

Κάτασπρο κρίνο
πετούν τα χελιδόνια-
διψά το χώμα.

Πλησίασε στο ποτάμι. Ο χωματόδρομος έγινε όλο και πιο πολύ ανώμαλος. Ακουγόταν το νερό να τρέχει. Τάχυνε κι άλλο το βήμα της. Έφτασε στην όχθη. Πολλές οι λυγαριές και οι μυρτιές γύρω της. Θαύμασε. Τα μπαμπού μεγαλώνουν γρήγορα και ξεπερνούν τους θάμνους σχηματίζοντας αψίδες. Στάθηκε στο ένα πόδι και μάζεψε πέντε κλαδιά λυγαριάς. Τα έδεσε σε στεφάνι και το απίθωσε στο κεφάλι της. Στο σπίτι θα το στόλιζε με τα κόκκινα ρόδα.

Πράσινο φύλλο
παγκάκι ξεχασμένο-
ρόδα κόκκινα.

Διάλεξε έξι λεία βότσαλα για να τα ζωγραφίσει. Με γεμάτο το καλάθι από μπαμπού πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ένα βατραχάκι πέταξε μπροστά της κοάζοντας. Πιο πέρα είδε δυο βατράχια καθισμένα πάνω σε ένα πεσμένο φλοιό δέντρου. Τα κοίταξε προσεκτικά, σμίγοντας τα μάτια καθώς γυάλιζαν κάτω από τις αχτίδες του ήλιου σαν σμαράγδια.

Ήχοι του νερού
ανθισμένες κυδωνιές-
σιμά η πηγή.

Τα γάντια του ουρανού

Ήρθε η νύχτα στα όνειρά μου και μου
χάρισε ένα ζευγάρι μακριά μαύρα γάντια.
Έφταναν πάνω από τον αγκώνα κι είχαν
μια μαλακή μεταξένια υφή.
Πάνω τους ήταν καρφιτσωμένα μια σειρά
από άστρα και μια χαριτωμένη ημισέληνος
που γελούσε έχοντας στην καμπύλη της
ένα βρέφος που το ταχτάριζε γλυκά.

Φόρεσα χαρούμενη τα γάντια και φωταψίες
ισχυρές διαπέρασαν σχεδόν όλη την ύπαρξή μου.
Να η πούλια πρώτη με τα εφτά παιδιά της
πανηγυρίστρα ξεπουλούσε το χρυσάφι της.
Κόσμος πολύς πλούτιζε ξαφνικά κι είχε
στο τάσι του μικρούς ράβδους χρυσού και μαλάματα.
Γέμιζε το πιάτο στο σπίτι τους αχνιστό κρέας
και πλιγούρι θρεπτικό σταριού.

Γελούσε η μάνα, χαίρονταν τα παιδιά
πετώντας στον αέρα αερόστατα και πυροτεχνήματα.
Η νύχτα σαν καλόβολη μάγισσα μου χάρισε
κι άλλα πολλά δώρα αφειδώς.
Να ο κρόνος με τους δακτύλιούς του που ήρθε
κι απόθεσε στα χέρια μου πλατινένια βραχιόλια
και στο λαιμό μου περίσσια όλο πέτρες ακριβές
στολίδια.
Πλάταινε το στέρνο και ζωηρές εξέπεμπε λάμψεις.
Έρχονταν κι ο αγαπημένος με τον τριμμένο μανδύα
και με θαύμαζε λες και ήμουν Θεά.
Χαιρετούσε την πούλια, τον κρόνο, την σελήνη
κι έμπαινε στον κήπο μου με τα φιλιά του έρωτα,
τα τρυφερά χάδια και τα αιμάτινα καλέσματα για
να με συναρπάσει.

Ζούσαμε μαγικά και σε λεωφόρους αστραφτερές
βαδίζαμε χέρι χέρι πιασμένοι.
Ένας στρατός από χρυσά ανθρωπάκια μας ακολουθούσε
και μας ανέβαζε σε ένα μπρούτζινο βάθρο βασιλείς
να μας ορίσει και χορηγούς της αγάπης.
Έρχονταν και δυο περήφανοι αετοί κι ανέβαιναν
στο βάθρο καθάριο αίμα σταλάζοντας στις φλέβες μας.
Δυνατοί κι ωραίοι γινόμασταν και για έγγραφα είχαμε
συλλογές ποιημάτων και παραμυθιών.
Τα απαγγέλαμε κι οι άνθρωποι εκστασιασμένοι μας
έραιναν με ροδοπέταλα κι αγριοβιολέτες.

Σαν ξύπνησα το πρωί ρινίσματα χρυσού είχα στο σώμα
και ένα χρυσόδετο βιβλίο ποιημάτων με περίμενε.
Ο αγαπημένος παρότι είχε φύγει, ήταν παρών.
Ασημένιο μανδύα φορούσε στους ώμους.
Χιλιάδες φιλιά κρατούσε στο δισάκι του.
Θερμές αγκαλιές μου χάριζε να ζεσταίνομαι απ' την αύρα του
Αυτά τα φιλιά με κρατούν στη ζωή και με αυτά πορεύομαι
μέσα στα όνειρα της νύχτας.
Πάντα ένα ζευγάρι γάντια άφθαρτα κρατώ
τον πλούτο να μοιράζω στον κόσμο ολάκερο και
ένα βαθύ πιάτο με ζεστή σούπα για τις φαμίλιες που
ζουν στα παραπήγματα του κόσμου να φέρνω.
 

Ο βίος των σπιτιών

Τα υπερυψωμένα σπίτια
ατένιζαν την θάλασσα.
Τρίπατα ήταν με πρόχειρη
περίφραξη από σκουριασμένο
κοτετσόσυρμα και με λουλούδια
πολλά στις αυλές.
Στο φρυδιού του γκρεμού
στέκονταν αγέρωχα.
Από κάτω τους βυσσοδομούσε
το χάος σαν τεράστιο
μηδενικό από μια δύσκολη
εξίσωση, άλυτη από τους
πιο πολλούς μαθητές
του εξατάξιου σχολείου.

Συστατικό τους στοιχείο
ο ίλιγγος, το στεφάνι
των νεφών κι η απόρθητη
μοναξιά των σπηλαίων.
Γιατί στα μπαμπακένια
πουκάμισα των σύννεφων
ακουμπούσαν τα σπίτια.
Οι στέγες τους έξυναν
τον πίνακα του ουρανού
καλλιγραφώντας
γεωμετρικά σχήματα.
Τις νύχτες έπαιρναν
αλαμπρατσέτα το φεγγάρι
για μια βόλτα στις γειτονιές
του γαλαξία.
Τις μέρες εξορύγνυαν από
τον ήλιο μεταλλεύματα χρυσού.
Στα πουγκιά τα έβαζαν
οι ένοικοι τους.
Γίνονταν ξάφνου πλούσιοι,
δεν ήξεραν όμως που
και πως να τα ξοδέψουν.

Απρόσιτα τα σπίτια κι οι
αγορές μακριά, δεν τις
έφταναν κομπολόγια να
αγοράσουν, φίλντισι,
βραχιόλια με ρουμπίνια
και περιδέραια από σεντέφι.
Έμεναν φτωχά από
κοσμήματα τα κορίτσια
κι έκλαιγαν με λυγμούς
μπροστά στους μπρούτζινους καθρέφτες.
Στριμώχνονταν
ανάμεσα στα βουνά
τα σπίτια
και στις κορυφογραμμές
ξανάσαιναν λυτρωμένα.
Είχαν αυλές με λουλούδια
και δυο πεζούλες με
κηπευτικά.
Αριστερά στις αυλές με
τις περιποιημένες
ορτανσίες και της παρθένου
τα κρίνα υπήρχε η βρύση
κι η τσιμεντένια λεκάνη.

Έβγαινε κρουστό το νερό
σαν ποταμού αναβλύζουσα
πηγή.
Κρύωναν τα χέρια, μπούζι
η επιδερμίδα τσιτώνονταν
σαν έτοιμη να σπάσει.
Εκεί παγιώνανε το καρπούζι,
το πεπόνι και τα
αγριοκέρασα ελλείψει
ψυγείου της οικογένειας.
Γλέντια πολλά γίνονταν
στις αυλές.
Τα σπίτια χόρευαν κρατώντας
αντί για μαντήλι τις ουρές
των σύννεφων.
Χτυπούσαν παλαμάκια
τα αστέρια κι οι άρπες
των αγγέλων συνόδευαν
το αξόδευτο τραγούδι.
Εκεί ο τσάμικος, ο συρτός,
ο καγκελάρης και το
λεβέντικοί ζεμπέκικο.
Πέφταν σωρηδόν
τα χαρτονομίσματα,
τα άνθη της λεβάντας
κι άναβαν οι φωτιές
στα νεανικά μέτωπα.

Καίγονταν τα λεφτά,
πυρπολούνταν τα άνθη
κι απανθρακώνονταν
σαν τα πρωτομαγιάτικα
στεφάνια του Άη Γιαννιού
στου θέρους το μπαλκόνι.
Κάθε Αύγουστο μήνα τα
σπίτια φιλοξενούσαν
τους ξενιτεμένους αδερφούς.
Κόβονταν το καρπούζι,
το πεπόνι κι η γλυκοκολοκύθα.
Δροσίζονταν ο ουρανίσκος
κι οι πίτες έβγαιναν
αχνιστές στο τραπέζι.
Μαζεύαμε τους σπόρους
για την νέα σπορά.
Το χάος έπαυε τότε να είναι
απειλητικό, τα μηδενικά
έμπαιναν σε μαθηματικές
πράξεις απλές που ακόμα
κι οι γέροντες τις έλυναν.

Γελούσαν οι γυναίκες με
γέλιο καρδιάς και τα κορίτσια
άφηναν τους καθρέφτες
κι έμπαιναν στο γλέντι.
Δεν ήταν πια παραπονεμένα,
τα ξενάκια τους είχαν κρεμάσει
σειρές από κοσμήματα στο
λαιμό, στα χέρια και σαν
εικονίσματα έμοιαζαν
της Παναγίας
της Χρυσοβαλαντου
προστάτιδα
της ενορίας τους.
Οι άντρες πλατάγιζαν
ικανοποιημένοι τις γλώσσες
τους και με μια λαβή
του χεριού τους έκοβαν
στα δύο την ορεσίβια μοναξιά.
Χαμογελούσαν ξαλαφρωμένοι.
Άνθρωποι τα σπίτια
ξαναμμένα πανηγύριζαν
με τριπλές δίπλες χορού
στη χώρα της ουτοπίας
ανεβάζοντας τον κονιορτό
των άστρων πάνω από
τις στέγες τους.
 

Η παιδαγωγός

Ήταν δασκάλα σε μια
ομάδα παιδιών προσχολικής
ηλικίας.
Πολύ την αγαπούσε
αυτήν την ηλικία.
Μόνο χειροτεχνίες
έκανε μαζί τους,
τραγούδια τους μάθαινε
και παιχνίδια ομαδικά
δεν χόρταινε να παίζει με αυτά.
Δεν χρειάζονταν
να τους μαθαίνει
καλλιγραφία και
κάποια λίγα κουτσογράμματα.
Η ομάδα της δεν είχε
καμιά συνοχή.
Δυο παιδιά έσπαγαν
τον συνεκτικό της ιστό.
Ένα κορίτσι αυτιστικό
κι ένα αγόρι υπερκινητικό
ήταν η κυρία αιτία
για την οχλαγωγία μες
την τάξη.
Οι εργοδότες την επέκριναν.
Σαν δαμόκλειος σπάθη
επικρέμονταν η απόλυση
πάνω από το κεφάλι της.
Ακόμα και για την ενδυμασία
της τήν κατηγορούσαν.
Φορούσε την ίδια πάντα
κλαρωτή και παλιομοδίτικη
φούστα που διέγραφε καθαρά
την πρησμένη κοιλιά της.

Η συνάδελφος της αντίθετα
είχε μια αρκετά δεμένη
ομάδα.
Σαν τακτικό τάγμα στρατιωτών
έμοιαζαν τα δικά της παιδιά.
Οι γονείς σαν ανταμοιβή
για το έργο της τής χάριζαν
χρυσά δαχτυλίδια.
Αυτή περιφρονημένη από
γονείς κι αφεντικά
ταπεινά έπαιρνε πάντα δώρα.
Όπως μικρά μαγνητάκια,
μπιμπελό του κιλού
και που και που
ανθοδέσμες με πολύχρωμα
χρυσάνθεμα.
Τα μαγνητάκια τα έφερνε
το ζωηρό υπερκινητικό αγόρι.
Τις ανθοδέσμες τις έφερνε
το αυτιστικό κορίτσι.
Η συνάδελφος
της κορδώνονταν για τα
δώρα της.
Αυτή συνεχώς
σαν τον μυθικό Σίσυφο
προσπαθούσε
να δέσει την ομάδα της
χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα.
Έκανε έναν καθημερινό
αέναο αγώνα να οδηγήσει
σε γραμμές τα παιδιά
στο σχολικό.

Ο οδηγός δεν της μιλούσε,
κακιωμένος ήταν μαζί της.
Μόνο με την συνάδελφο
της έπιανε κουβέντα
και μάλιστα την είχε
φιλοξενήσει στο εξοχικό
του στην Εύβοια.
Ήταν το δεύτερο αφεντικό
και το πιο στρυφνό
κι απαιτητικό συνάμα.
Αυτή τον φοβούνταν κι η
γλώσσα της δένονταν κατά
όλη την διαδρομή.
Λέξη δεν έβγαζε.
Τα παιδιά τραγουδούσαν.
Αυτή σώπαινε.
Στα χέρια της η ανθοδέσμη
να κρύβει λίγο την
παλιομοδίτικη φούστα.
Κάποια στιγμή μετά
την απαίτηση των γονιών
τα αφεντικά την απέλυσαν.
Απόμεινε με τα μαγνητάκια
του ψυγείου, με τα κιτς
μπιμπελό και με τις
ανθοδέσμες με τους
μακριούς μίσχους.

Έως σήμερα κρατά αυτά
τα δώρα στην άνεργη ζωή της.
Τις ανθοδέσμες μάλιστα
τις αποξήρανε για να μην
τις χάσει.
Το σπίτι της μοιάζει κάπως
με την παλιά της τάξη.
Παρηγοριέται.
Στα όνειρα της έρχονται
συχνά τα δυο ατίθασα παιδιά.
Της φέρνουν πάντοτε
τα ίδια δώρα.
Είναι εκνευρισμένα και
κατακρίνουν τα αφεντικά
που την στέρησαν από αυτά.
Το αυτιστικό κορίτσι
την αναπολεί και
φορά μια κλαρωτή κορδέλα
στα χρώματα της
παλιομοδίτικης φούστα της.
Το αεικίνητο αγόρι
μεγάλωσε και της γράφει
ποιήματα μακροσκελή.
Τα διασώζει αυτά τα
ποιήματα στο συρτάρι της.
Ίσως κάποτε τα εκδώσει
κι όλοι τότε θα μιλούν
για μια υποδειγματική δασκάλα,
ακόμα κι αυτά τα αφεντικά
σαν κόλακες θα την θαυμάζουν. 

Η προσάρτηση

Συρρίκνωσα τις μέρες μου
για να προφταίνω της ζωής
το έλκηθρο.
Κοράσι ανυπόμονο η μέρα
ποτέ δεν καταφέρνω
να τη φτάσω.
Βηματίζει γοργά
ανεμίζοντας τα χρυσά
μαλλιά της και πίσω της
λαχανιασμένη με αφήνει.
Ριγμένη εγώ στο αμαξίδιο μου
την βλέπω λυγερόκορμη
να απομακρύνεται.
Από μακριά την θωρώ
με αναμμένα τα μάγουλα της
με νεανική την κορμοστασιά
και με άνθη στα χέρια
να συνομιλεί με ένα ασκέρι
παιδιών που παίζουν
κουτσονήλιο στα πεζοδρόμια
με τα σπασμένα πλακάκια.
Αυτή ο μαρμαρόκτιστος ναός
κι εγώ μια εκκλησιά συλημένη
με έπαρση μεγάλη
να με κοιτούν οι ιερόσυλοι της.
Μου παίρνουν τις εικόνες μου,
τα τάματα μου, τις κανδήλες μου
κι εκείνο το ζεστό στασίδι
που κάθονταν περίλαμπρος
ο ήλιος της χαραυγής.

Στον ύπνο δίνομαι από νωρίς,
πριν έρθει αφηνιασμένο
το ηλιοβασίλεμα με τις
πορφυρές του γάζες και
με πληγώσει.
Αιμάτινα σάβανα ζητά να με ντύσει,
φωτιές ψηλές
διαλέγει για να με κάψει
και σαν έρωτας καβαλάρης
στη σέλα του δεν με βάζει
να ανέβω.
Σκληρή η ώρα του δειλινού
για τους μονήρεις της αμαρτίας.
Τα ζευγάρια δεν μπορώ
να αντικρίζω που φωτογραφίζονται
περιπαθώς μπροστά στην αίγλη του.
Μόνη εγώ χωρίς εσένα
με πρεσβύωπας κότσυφας
μοιάζω που ξεχνά τις νότες
και το αναλόγιο των δέντρων
δεν βλέπει καθαρά.

Απ' όταν έφυγες μισώ
αυτές τις στιγμές κι από
το κοφίνι της νύχτας διαλέγω
μαύρο νήμα για να σου πλέξω
ένα ακόμα ζεστό πουλόβερ.
Μεγάλη γκάμα έχω από αυτά
να μην κρυώνεις μες τη
νότια των ανθρώπων.
Στην καστροπολιτεία της
νύχτας μονάζω,
τις θωπείες της δέχομαι,
μακρυμάνικα έχω
ρούχα στολισμένα με τις
καρφίτσες των άστρων και
για οδηγό έχω τη σελήνη
που με το φτιασιδωμένο
πρόσωπο της λήθης ερωτοτροπεί.

Σύμπραξη κάνω με τη νύχτα
και τα χαμένα μου υπάρχοντα
πίσω μου γυρίζει.
Τις γκρεμισμένες εκκλησιές
ξαναχτίζω με τέχνη περισσή.
Αυτή μου έμαθε πως να
λειαίνω την οργή της πέτρας,
πως να χτίζω τα παρεκκλήσια
και τα δώματα των ξέμπαρκων εραστών
πως να οικοδομώ.
Καλή και καταδεκτική είναι
μαζί μου.
Μου επιστρέφει τις εικόνες,
τα τάματα, τις κανδήλες
και του λυκαυγές το στασίδι
μου παραχωρεί ύστερα
από τις σκληρές ναυμαχίες
που δίνει με τον ήλιο όταν αυτός
ξεστρατίζει αποκαμωμένος
να κοιμηθεί
στις κλίνες της θάλασσας.

Πολλά εδάφη κατακτώ με
τη φιλότιμη συνέργεια της.
Μεγεθύνεται ο κόσμος μου.
Μεγαλώνει το ύψος μου.
Αυξάνεται ο πλούτος μου.
Δεν μπορεί κάποτε θα
προσαρτήσω και την δική
σου χώρα, ένδοξος να στεφθώ
στρατηλάτης μπροστά στους
βωμούς των ματιών σου.
Χρόνια σε πολιορκώ με
το μπαρούτι του γαλαξία
και των πεφταστεριών
τα κοφτερά ξίφη.
Νομίζω πως έφτασε η ώρα
την ωραία πύλη σου
να περάσω, τους κορμοράνους
που έχεις βάλει για φύλακες
να μεθύσω έτσι που το πόστο τους
να εγκαταλείψουν
ίσα για μια στιγμή.
Μου φτάνει.
Ωραία σαν νεράιδα να πλαγιάσω
μαζί σου και στο περιπαθές
ηλιοβασίλεμα ιέρεια
ξανά να σταθώ
να με φωτογραφίζουν
οι μαργαρίτες του Απρίλη
που μόνο στο "σ' αγαπώ" όλα
τα πέταλα τους ξοδεύουν.

Καλημέρα απανταχού. 

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Παρακαταθήκη

Ήταν διακόσια παλικάρια.
Κάτω από τις ντρίλινες 
πουκαμίσες τους στα φαρδιά
τους στήθη
είχαν με το αίμα τους
γράψει το σύνθημα.
Οι εχθροί κι οι εθνοπατέρες 
που ένα πεζούλι γης είχαν
στο χωριό
σκιάζονταν δεν το έβλεπαν.
Μεθυσμένα τα παλικάρια
σφίγγανε τις γροθιές.
Όταν οι σφαίρες τα
χτυπήσαν κι έγειραν
πάνω στο χώμα
η γη εξανέστη.
Αόρατα πινέλα ήρθαν
κι άρπαξαν το σύνθημα.
Όλες οι ρούγες της
πόλης τώρα μαρτυρούσαν
τη θυσία τους.
Ανεξίτηλο το σύνθημα
έβαψε βουνά, τοίχους,
πελάη, λαμαρίνες
και τις καρδιές των εργατών.

Το είδαν οι δεσμώτες
κι εξαγριώθηκαν.
Το σύνθημα δεν έβγαινε
με τίποτα από πουθενά
είχε τελειώσει κι ο ασβέστης.
Η πολιτεία γελούσε
με τα μαργαριταρένια
της δόντια.
Στις φασκιές τα βρέφη
κλωτσούσαν τα κουβάρια
του αέρα.
Στο σκαφίδι η μανάδες
ζύμωναν τον άρτο των φτωχών
με νερό πηγαδίσιο.
Στα μαλλιά των κορασίδων
κάθονταν πεταλούδες
με κόκκινα φτερά.
Στους γκαζοτενεκές
οι βασιλικοί αγίαζαν
τους άγουρους ήρωες

Ρουμπίνια κρατούσαν
τα παιδιά στα χέρια.
Έλαμψε η πολιτεία
οι νεκροί με τα
τσιγκελωτά μουστάκια 
έδιναν όρκους,
οι μαντήλες των γραιών 
λάβαρα γενήκαν,
γιόρταζαν τα μάτια,
ξαγρυπνούσαν 
κανείς δεν κοιμήθηκε.
Την επομένη με το χάραμα
σχεδόν, όλοι βγήκαν στους
δρόμους για να φωνάξουν
το σύνθημα των παλικαριών
"Το αίμα μας θα τους πνίξει
συνεχίζουμε τον αγώνα."