Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

Οι εκδορείς

Ήρθες όταν διακορεύονταν
ο έρωτας πάνω στη γη.
Τρεις άντρες με μακριούς χιτώνες
είχαν αναλάβει το
ιταμό αυτό έργο.
Σε ένα τάγμα εφόδου ανήκαν.
Κρατούσαν βαρύ οπλισμό στα χέρια
κι άχαρα είχαν πρόσωπα μαυριδερά.
Μύριζε η ανάσα τους μπαρούτι,
αψέντι και κρυσταλλική κόλλα.

Ήρθες την πέμπτη πρωινή ώρα.
Τότε που στις εμπασιές βγαίνει
το ύστερο αστέρι κι αποχαιρετά
τον κόσμο.
Δεν είχε χαράξει ακόμα και
το μαύρο σκυλί του ουρανού
οσμίζονταν τα βήματα σου.
Σε ακολουθούσε, σέρνοντας
το λαβωμένο του πόδι.
Στα χέρια σου κρατούσες
την επιστολή που σου είχα
στείλει από τις μέρες εκείνες
που στο σώμα μου σβιούσε 
η τελευταία ικμάδα του αίματος μου.

Περίμενες καρτερικά πίσω από
την μυρτιά για να χαράξει.
Σε έβλεπα κι έτριβα τα χέρια μου
από χαρά κάτω από τα μάλλινα
μου γάντια.
Οι άντρες κοιμούνταν βαριά.
Οι μανάδες δρόσιζαν τα εμπύρετα
μέτωπα των παιδιών.
Οι γιαγιάδες χασομερούσαν
δίπλα στο πλεκτό φανελάκι
της άνοιξης, δεν ήθελαν να
πεθάνουν και πόντους έριχναν
στο ζιπούνι της ζωής.

Σαν χάραξε ατρόμητος βγήκες
στη γη.
Η απλίκα στο δωμάτιο μου
είχε σβήσει κι εγώ στο ενύπνιο
επέτρεπα στα όνειρα να με
σκουντάνε με το αριστερό τους
μπράτσο.
Στο μπάνιο οι νεράιδες πλένονταν
με το σαπούνι σου.
Δεν θρηνούσες.
Δεν έκλαιγες.
Δεν έγραφες στίχους.
Μόνο με μάτια υγρά φυγάδευες
τον έρωτα στην καλαμωτή
του κήπου.

Οι τρεις άντρες δεν σε πήραν
χαμπάρι.
Τους πλησίασες και τους
έκλεψες τα κομπολόγια
τι κι ήθελες πολύ να μετράς
τα πάθη των νέων εραστών.
Έφυγες έπειτα αθόρυβα, μόνο
τα παιδιά σε είδαν να ανεβαίνεις
την σκάλα του ουρανού
κρατώντας ένα αιματοβαμμένο φορείο.
Πάνω του η σορός του έρωτα
μοσχοβολούσε σαν παιώνια
ορεινή.
Εγώ σε πίστευα.
Ήξερα ότι δεν χάνεις καμιά μάχη
και με μια λαβή του σπαθιού σου
θα κατατρόπωνες τους σφαγείς 
στην επόμενη κάθοδο σου έστω.