Ψιθυριστά μια νύχτα με ρώτησες
Βλασταίνει η θάλασσα;
Καρπίζουν οι βυθοί;
Θερίζονται τ' ακρογιάλια;
Ψιθυριστά όπως ξέμπλεκες τα δίχτυα
Μια απάντηση ζητούσες
Κι εγώ σαν βρέφος με ζεστό ακόμα το χνώτο
Έσκαψα στα βιβλία μου
Κατεβασιές χειμάρρων επικαλέστηκα
Αμπέλια κεχριμπαρένια επισκέφτηκα
Βρύα παιχνιδιάρικα ψηλάφισα
Και σε θαλάσσιους κήπους μυθικούς
Στων εσπερίδων τη γλυκύτητα αφέθηκα
(Λυτρωτική η απάντηση ήρθε
Από μια ισχνή σταγόνα
Που μές στην κρυψώνα των όρμων
Στοίβασε το βιος της
Γλυκιές να τη βρούνε μπουνάτσες
Της άμπωτης τα νεκρά κοχύλια
Σάρκα να την κουμπώσουν)
Βλασταίνει η θάλασσα
Σαν το χέρι της κόρης που κρατά το φιτίλι
Στην πόρτα των παθών αναμμένο
Καρπίζουν οι βυθοί
Χρυσά ανεβάζουν στάχυα το καταμεσήμερο
Ανεμώνες σεμνές κι ίριδες σκορπούν το δείλι
Και στης ανατολής την ιερή ώρα
Γονατισμένα τα όνειρα των ξενιστών
Απ' αυτήν σκύβουν και μαζεύουν
Παπαρούνες χλωρές και κι άγριες τουλίπες
Θερίζονται τ' ακρογιάλια
Όπως θερίζεται η κόμη της γοργόνας
Απ' το άγριο στιλέτο των κουρσάρων
Και μ' αμίλητα τα χείλη
Στην αδηφάγα λεπίδα της δίνης
Ικέτιδα προσφεύγει
Υπόσχεση να δώσει αναπνοής
Χρυσό καλέμι
Στο χέρι της μνήμης να εμπιστευτεί
Σκαλιστοί ν' αρμενίζουν οι θρύλοι
Στις στοές των απόντων για αιώνες πολλούς
Άγρυπνος αν μείνεις προσκυνητής
Θα δεις βοστρυχωτά μηνύματα
Τα κύματα να σου στέλνουν
Μελωδική αν γίνεις σειρήνα
Θα δεις ακυβέρνητα σκάφη
Να διανοίγουν στους βυθούς
Βαθιές αυλακιές για τη νέα σπορά
Βλασταίνει η θάλασσα
Απ' το αίμα των ναυαγών λιπαίνεται
Και στο σώμα του κόσμου εδράζεται σαν μυθική τροφός!