Πάντοτε εγώ όταν βρέχει
τρώω παγωτό και διαβάζωΊψεν.
Διαμάντια οι σταγόνες
πέφτουν κάθετα στις λέξεις
και τις νοτίζουν.
Υγρές οι λέξεις με υποδέχονται
αναφανδόν.
Σφραγίζουν το μυαλό μου.
Τρεκλίζουν πάνω στη γλώσσα μου.
Επικάθονται στο μπράτσο μου
σαν στρατιωτικά περιβραχιόνια.
Βαυκαλίζομαι πως τις ξεντύνω
και γεύομαι στο έπακρο
την ουσία τους.
Τις κρατώ εντός μου
σαν αμαρτία ανομολόγητη.
Άθυρμα οι λέξεις με ζητούν
για συμπαίκτη τους.
Μου δίνουν τον πιο περιζήτητο
ρόλο.
Εγώ ο στρατηγός
κι εγώ ο μονάρχης.
Εγώ η ιερόδουλη της φωτιάς
με τα μακριά ματοτσίνορα
κι εγώ ο πρωταγωνιστής
σε μια υπαίθρια σκηνή
την ώρα του σούρουπου.
Με καταπονούν με τις αξιώσεις
τους.
Βγαίνω στους δρόμους χωρίς
προφύλαξη μήπως και ξεφύγω.
Καταλύτης η βροχή
με διαπερνά.
Το αίμα τρέχει πιο γρήγορα.
Νομίζω πως θα εκραγώ
σαν ένα πυροτέχνημα στα πόδια
των νεόνυμφων.
Οι νεόνυμφοι είναι τα δικά μου
που δεν γέννησα παιδιά.
Χρόνια τα κυοφορώ.
Χρόνια με μεταλλάσσουν
σε κάτι υδαρές και ρευστό.
Παρεισφρέω στην τελετή και
οι νεόνυμφοι με υποδέχονται
με ιαχές και συνθήματα.
Υποκλίνομαι και γλεντάω
με την ψυχή μου.
Σηκώνω το ποτήρι ψηλά
κι αυτοί με ορίζουν μητέρα των λέξεων
που κανείς ποτέ δεν θα
καταγράψει παρά μόνο
οι τρελοί θα τις ψελλίζουν
κάθε που πιάνει βροχή.
που κανείς ποτέ δεν θα
καταγράψει παρά μόνο
οι τρελοί θα τις ψελλίζουν
κάθε που πιάνει βροχή.