Χειμερινή επέλαση
Η μέρα ξημέρωσε συννεφιασμένη και μουντή. Μια πλειάδα από νέφη έκλειναν τον δρόμο του ήλιου. Έπαιρναν διάφορες μορφές. Κάποια έμοιαζαν με τεράστια χέρια ανοιχτά που ποθούσαν εφήμερες αγκαλιές και κάποια άλλα πάλι έφερναν σε μορφή τεράστιων αγαλμάτων που στέκονταν ορθά μπροστά σε ένα πλήθος περιηγητών που τα θαύμαζαν με το στόμα ανοιχτό.
Τσούζει το κρύο
χειμώνιασε στην πόλη-
χοντρά τα γάντια.
Κατά το μεσημέρι δεν άργησαν τα αραιά σύννεφα να πάρουν μια πιο πυκνή όψη και σιγά σιγά να γίνονται απειλητικά φορώντας ένα σκούρο μελανό χρώμα. Έφυγαν οι σχηματισμοί κι οι οι εφήμερες μορφές κι ο ουρανός κατέβηκε κάτω προς τη γη μοιάζοντας σαν χαμηλοτάβανο ανήλιαγο κατώι.
Ξέσπασε βροχή
κρυώνει ο καστανάς -
σβήνει η φουφού.
Μπουμπουνητά ακούστηκαν κι ένα δίχτυ αστραπών εμφανίστηκε στην σκούρα παλέτα του ουρανού. Ο βοριάς θύμωσε και φουσκώνοντας τα μάγουλα του ξεφυσούσε διαρκώς λυγίζοντας τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Δεν άργησε να έρθει η βροχή με τις πρώτες χοντρές σταγόνες της να ξυπνήσει το υπνωτισμένο χώμα.
Χοντρή η κάπα
χειμώνας παρελαύνει -
άστεγο πουλί.
Αυλάκια σχηματίστηκαν στους δρόμους βγήκαν οι ομπρέλες και οι μπότες απ' τις ντουλάπες για να αναλάβουν δράση. Κάποια παιδιά μαγεμένα απ' την βροχή βγήκαν στα σοκάκια. Φώναζαν οι μανάδες κι έτρεχαν να τους δώσουν αδιάβροχα. Ανυπάκουα αυτά έκαναν του κεφαλιού τους. Δεν τα πείραζε που είχαν βραχεί ως το κόκκαλο και αρέσκονταν να πλατσουρίζουν στις λακκούβες με ιαχές κι ασταμάτητα γέλια.
Λάμψη αστραπής
βάρυναν τα σύννεφα-
έρχεται μπόρα.