Χόρευε ανάμεσα στα στάχυα όλη νύχτα
Βαθυσκότεινη νύχτα Χωρίς φεγγάρι
Μόνο με άπειρα αστέρια Τ' αγαπούσε τ' αστέρια
Μικρό παιδί συνήθιζε να κάθεται στα σκαλοπάτια και να τα μετρά
Δεν άκουγε κανέναν Καμιά απειλή δεν την τρόμαζε
"Αν μετράς τ' αστέρια θα γεμίσει το πρόσωπό σου με σπυριά" της έλεγαν
Αυτή ανένδοτη
Έπαιρνε τη μαθητική της τσάντα Μια δερμάτινη τσάντα
Παραγγελία του μπαμπά της στον κυρ Χρήστο τον τσαγκάρη
Εκεί στη μεσιανή θήκη μάζευε όλα τα τραυματισμένα αστέρια
Εκείνα που ξέφευγαν από τον ουράνιο θόλο κι έπεφταν στη γη
Πλεύριζε να τα δει το φεγγάρι μα εκείνη το απόδιωχνε
Φοβόταν μην της αρπάξει κανένα και λιγοστέψει το φως της
Έπαιρνε τη μαθητική της τσάντα Μια δερμάτινη τσάντα
Παραγγελία του μπαμπά της στον κυρ Χρήστο τον τσαγκάρη
Εκεί στη μεσιανή θήκη μάζευε όλα τα τραυματισμένα αστέρια
Εκείνα που ξέφευγαν από τον ουράνιο θόλο κι έπεφταν στη γη
Πλεύριζε να τα δει το φεγγάρι μα εκείνη το απόδιωχνε
Φοβόταν μην της αρπάξει κανένα και λιγοστέψει το φως της
Ένα δύο τρία τέσσερα....εκατό αστέρια Καλή η σοδειά γι' απόψε
Ύστερα ξεχνούσε τ' αστέρια Απόσταινε Πήγαινε στο κρεβάτι της
Το μέτρημα όμως μέτρημα
Ακολουθούσε τη συμβουλή της γιαγιά της Μετρούσε κυματάκια
Νησιώτισσα η γιαγιά της από τη μεριά του πατέρα της
Η άλλη από τη πλευρά της μάνα της βουνίσια
Αυτή την παρότρυνε να μετράει προβατάκια
Μετά από πολλή σκέψη η ζυγαριά έγυρε προς το υγρό στοιχείο
Κυματάκια μετρούσε
Αυτά που την πήγαιναν στα όνειρα
Αυτά που 'σκάγαν στις όχθες της καρδιάς της και την αρμύριζαν
Νόστιμη ήταν
Με γαλάζια μάτια Μαλλιά ξανθά ως τη μέση
Και πρόσωπο ολόγλυκο σαν ώριμο κεράσι
Η νύχτα την φίλευε αστέρια κι η μέρα της χάριζε χρωματιστές κορδέλες
Τις περνούσε στα χέρια κι έτρεχε στα χωράφια τα ξωτικά να συναντήσει
Στα στάχυα να λικνιστεί
Αχ τα στάχυα πόσο τα λάτρευε
Κάθε που έφτανε ο καιρός κι ωρίμαζαν αγκαλιές τα μάζευε κι έφεγγε σαν τον ήλιο
Με ημισέληνο έμοιαζε τώρα
Τραβούσαν τα χρόνια γοργά το άρμα τους με κατεύθυνση προς τη δύση
Ουράνια όμως παρέμενε και πάλι Αιθέρια σαν τις μορφές του ποταμού
Δεν ξεχνούσε τα βήματα
Χόρευε ανάμεσα στα στάχυα όπως έκανε κι όταν ήταν παιδί
Διττά τα μηνύματα της ζωής Δεν τα ερμήνευε Δεν τα απόπαιρνε
Κυλούσαν τα χρόνια βαθαίνοντας τις ρυτίδες της
Μα αυτή είχε τις κορδέλες της τα αστέρια της το ολοστρόγγυλο καρβέλι της
Δεν πεινούσε Αδημονούσε να φτιάξει την πιο τέλεια συνταγή Να χορτάσει ο κόσμος
Να λεπτύνει το πέπλο της ομίχλης Να μεστώσει το ρόδι στο κλαρί ολοπόρφυρο
Σαν τα σπόρια να σκορπίσουν τα ποιήματα στην αγκαλιά της
Να μαζέψει κάποια από αυτά την πρώτη της να συγγράψει συλλογή
Αγέραστο να μείνει το όνειρο
Τη δερμάτινη τσάντα της να πάρει
Εκείνη την παλιά και σαν ταχυδρόμος να μοιράσει ευχές και ψίχουλα στα άστεγα παιδιά
Στα παιδιά που κοιμούνται χωρίς όνειρα
Στα παιδιά που με νύχια σαν μαχαίρια κόβουν σε λωρίδες τις ψυχές τους και τις ακουμπούν
Στις εστίες των δυνατών όπου γης
Μήπως και ντραπεί λίγο η ζεστασιά τους
Μήπως κι αφρατέψει το σκληρό τους χώμα
Μήπως και λιώσουν τα διαμαντικά τους και δίκαια μοιραστούν στον κόσμο
Δραγουμάνος να γίνει το αύριο πιστά να μεταφράσει το άδικο
Που σαν πέτρα βαριά τα παιδιά αποτρέπει
Ψηλά να σηκωθούν με τ' αστέρια να μιλήσουν
Με καινούρια ρούχα να βγουν στους σιτοβολώνες
Τους διάσπαρτους με παπαρούνες
Τα βήματα να τους δείξει
Μαζί τους να χορέψει σε διονυσιακούς ρυθμούς
Κερνώντας ροζακί σταφύλι τον ήλιο
Τ'αχείλι του Θεού να φιλήσουν
Μικροί να γίνουν άγγελοι!
Το μέτρημα όμως μέτρημα
Ακολουθούσε τη συμβουλή της γιαγιά της Μετρούσε κυματάκια
Νησιώτισσα η γιαγιά της από τη μεριά του πατέρα της
Η άλλη από τη πλευρά της μάνα της βουνίσια
Αυτή την παρότρυνε να μετράει προβατάκια
Μετά από πολλή σκέψη η ζυγαριά έγυρε προς το υγρό στοιχείο
Κυματάκια μετρούσε
Αυτά που την πήγαιναν στα όνειρα
Αυτά που 'σκάγαν στις όχθες της καρδιάς της και την αρμύριζαν
Νόστιμη ήταν
Με γαλάζια μάτια Μαλλιά ξανθά ως τη μέση
Και πρόσωπο ολόγλυκο σαν ώριμο κεράσι
Η νύχτα την φίλευε αστέρια κι η μέρα της χάριζε χρωματιστές κορδέλες
Τις περνούσε στα χέρια κι έτρεχε στα χωράφια τα ξωτικά να συναντήσει
Στα στάχυα να λικνιστεί
Αχ τα στάχυα πόσο τα λάτρευε
Κάθε που έφτανε ο καιρός κι ωρίμαζαν αγκαλιές τα μάζευε κι έφεγγε σαν τον ήλιο
Με ημισέληνο έμοιαζε τώρα
Τραβούσαν τα χρόνια γοργά το άρμα τους με κατεύθυνση προς τη δύση
Ουράνια όμως παρέμενε και πάλι Αιθέρια σαν τις μορφές του ποταμού
Δεν ξεχνούσε τα βήματα
Χόρευε ανάμεσα στα στάχυα όπως έκανε κι όταν ήταν παιδί
Διττά τα μηνύματα της ζωής Δεν τα ερμήνευε Δεν τα απόπαιρνε
Κυλούσαν τα χρόνια βαθαίνοντας τις ρυτίδες της
Μα αυτή είχε τις κορδέλες της τα αστέρια της το ολοστρόγγυλο καρβέλι της
Δεν πεινούσε Αδημονούσε να φτιάξει την πιο τέλεια συνταγή Να χορτάσει ο κόσμος
Να λεπτύνει το πέπλο της ομίχλης Να μεστώσει το ρόδι στο κλαρί ολοπόρφυρο
Σαν τα σπόρια να σκορπίσουν τα ποιήματα στην αγκαλιά της
Να μαζέψει κάποια από αυτά την πρώτη της να συγγράψει συλλογή
Αγέραστο να μείνει το όνειρο
Τη δερμάτινη τσάντα της να πάρει
Εκείνη την παλιά και σαν ταχυδρόμος να μοιράσει ευχές και ψίχουλα στα άστεγα παιδιά
Στα παιδιά που κοιμούνται χωρίς όνειρα
Στα παιδιά που με νύχια σαν μαχαίρια κόβουν σε λωρίδες τις ψυχές τους και τις ακουμπούν
Στις εστίες των δυνατών όπου γης
Μήπως και ντραπεί λίγο η ζεστασιά τους
Μήπως κι αφρατέψει το σκληρό τους χώμα
Μήπως και λιώσουν τα διαμαντικά τους και δίκαια μοιραστούν στον κόσμο
Δραγουμάνος να γίνει το αύριο πιστά να μεταφράσει το άδικο
Που σαν πέτρα βαριά τα παιδιά αποτρέπει
Ψηλά να σηκωθούν με τ' αστέρια να μιλήσουν
Με καινούρια ρούχα να βγουν στους σιτοβολώνες
Τους διάσπαρτους με παπαρούνες
Τα βήματα να τους δείξει
Μαζί τους να χορέψει σε διονυσιακούς ρυθμούς
Κερνώντας ροζακί σταφύλι τον ήλιο
Τ'αχείλι του Θεού να φιλήσουν
Μικροί να γίνουν άγγελοι!