Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Βαθιά υπόκλιση

Το τρένο θα είχε καθυστέρηση
μιας ώρας. 
Πώς να κάλυπτε αυτό το 
κενό;
Να έπαιζε πασέντζιες, δεν
είχε τράπουλα. 
Να διάβαζε ένα ποίημα της
έλειπε το βιβλίο. 
Να άκουγε μουσική δεν της
βρίσκονταν ακουστικά. 
Σταυρωσε τα χέρια και περίμενε. 
Χνωτισμένα παράθυρα κι
ο κόσμος πολύς. 

Κοίταξε έξω, είχε αρχίζει
να χιονίζει. 
Πετάχτηκε από το βαγόνι
νιώθοντας σαν μικρό παιδί. 
Κανένας επιβάτης δεν την
ακολούθησε. 
Θα έπαιζε χιονοπόλεμο με
την γέρικη λεύκα. 
Έφτιαξε χιονόμπαλες και τις
πέταξε ίσα στα πιο ψηλά κλαδιά
Η λεύκα χαμογέλασε κι έγυρε
τα κλαδιά της σαν σε υπόκλιση. 

Πήγε κοντά της. 
Έτσι γυμνή που την είδε είπε
να της κάνει συντροφιά. 
Δυο ρίζες της εξείχαν και 
ο κορμός της ήταν πληγωμένος
από ασυνάρτητα αρχικά. 
Προσπάθησε να τα εξηγήσει. 
Να βγάλει κάποιο νόημα. 
Κυριαρχούσε ένα κεφάλαιο Μι
και ένα κάπα μικρό. 
Τι να σήμαιναν;
Ίσως Μαργαρίτα και το μικρό
κάπα κορίτσι. 
Μια νεαρή θα είχε περάσει
από εκεί. 
Υποθέσεις... σκέφτηκε. 

Κοίταξε πιο ψηλά ενάμιση μέτρο
από τη γη πάνω στον κορμό
ήταν χαραγμένη μια καρδιά
χωρίς τα γνωστά βέλη. 
Θα ήταν μια καρδιά ανυπότακτη
σκέφτηκε χωρίς μπελάδες
κι εφήμερους έρωτες. 
Ίσως και να αποξεχάστηκαν
και να την άφησαν ημιτελή. 
Ποιος ξέρει;
Το κορίτσι ίσως, λέω, να ήταν
βιαστικό. 

Το τρένο σφύριξε τρεις φορές. 
Έφευγε. 
Έμεινε ακίνητη, δεν την πείραζε
κι αν το έχανε. 
Θα έπαιρνε την επόμενη
αμαξοστοιχία. 
Είχε φιλιώσει τόσο πολύ με
τη λεύκα που δεν μπορούσε
να την παρατήσει μόνη. 
Σκέφτηκε την Μαργαρίτα που
τόσο λίγο την είχε πλησιάσει
και το λυπήθηκε κι άλλο. 
Άξιζε σ' αυτό το γέρικο δέντρο
μια παρεούλα, λίγος χρόνος
παραπάνω μέχρι να μάθει
καλά να υποκλίνεται χωρίς
να σπάει.