Στη χώρα της ποίησης δεν με άφησαν να μπω.
Στον περίβολο της που φύονται σπάνια κακτοειδή,
σαρκοβόρα φυτά κι ηλίανθοι δεν μπόρεσα
να ιερουργήσω.
Με εκδίωξαν οι φρουροί με σαΐτες δηλητηριώδεις.
Τραυματίστηκα βαριά κι έμεινα με την καρδιά
αιμάσσουσα εκτός διωγμένη.
Υψωμα είχα στα χέρια από τους ναούς των δακρύων.
Ανυπόδητη έφτασα ως εδώ διασχίζοντας
τραχείς δρόμους χωρίς μελάνι και πένα
παρά μόνο με λίγο αίμα από τα γραφτά
του έρωτα και κάποια σονέτα παρελθόντων
ετών ντροπαλά ψέλλιζα σαν μάνα που πενθεί σιωπηρά.
Μπροστά στην πύλη έμεινα να εκλιπαρώ.
Ψηλά κάγκελα περιπλεγμένα με κισσούς
και γλυσίνες με εμπόδιζαν να δω προς τα μέσα.
Καστρόπορτες βαριές ερμητικά κλεισμένες
δεν με αναγνώριζαν.
Μόνη ήμουν, ήλιος καυτός με έκαιγε,
οι τρεις συκιές, που υπήρχαν έξω, τον ίσκιο τους
δεν μου παραχωρούσαν.
Ακατάδεκτες βλοσυρά με κοιτούσαν μέσα απ' τα
μάτια των νεκρών ποιητών που στους βρόγχους
των άκαμπτων κλαδιών ζυγίζονταν
έναν θάνατο απεχθή.
Ολόγυμνα είχαν κορμιά και απ' τις βαθιές
πληγές τους έσταζε υπόξινο πύον.
Έμεινα εμβρόντητη να τους θωρώ.
Άφωνη, δεν μπορούσα ούτε ένα στιχάκι τους
να απαγγείλω, εδώ μήπως τους φέρω ξανά,
ωραίους σαν τα Φαγιούμ της ταφής.
Σιχτίρισα την ένδεια των χεριών μου
και της αφής μου την ανεπάρκεια στηλίτευσα.
Δρασκελιά επιθυμούσα να ανοίξω την περιπαθούσα
κόμη τους να χαϊδέψω.
Σκέφτηκα ότι το ίδιο θα είχα τέλος κι εγώ.
Σε μια συκή θηλιά θα έδεναν οι φρουροί πονηρά
να με ποδηγετήσουν.
Τυφλή σχεδόν κι άδοξη το σκαμνάκι έσπρωξα
θαρρετά πριν από αυτούς.
Με το γάλα της συκιάς το αίμα μου έσμιξα,
ρέουσα να έχει το ποίημα μορφή.
Ένα σώμα είμαι που αιωρείται.
Ένα στόμιο είμαι κλειστό και για μάτια έχω
δυο γυάλινες μπίλιες παιδικές.
Τις ταλαντώσεις άλλων μου χρέωσαν.
Εγώ που στα ακρόνυχα των αετών γράφω ποιήματα.
Έναν θάνατο μού διάλεξαν αέναο να ζω.
Τα θαύματα στα μάτια των αγαλμάτων
μου απέτρεψαν να διακρίνω.
Μόνο λίγα ρινίσματα δόξας έχω στο αριστερό
μου πλευρό, μου φτάνουν θαρρώ την σπορά
για να αρχίσω, ρίχνοντας την πάνω στα άτριχα
στέρνα των εφήβων που στον αιώνα τους με καλούν.
Στον περίβολο της που φύονται σπάνια κακτοειδή,
σαρκοβόρα φυτά κι ηλίανθοι δεν μπόρεσα
να ιερουργήσω.
Με εκδίωξαν οι φρουροί με σαΐτες δηλητηριώδεις.
Τραυματίστηκα βαριά κι έμεινα με την καρδιά
αιμάσσουσα εκτός διωγμένη.
Υψωμα είχα στα χέρια από τους ναούς των δακρύων.
Ανυπόδητη έφτασα ως εδώ διασχίζοντας
τραχείς δρόμους χωρίς μελάνι και πένα
παρά μόνο με λίγο αίμα από τα γραφτά
του έρωτα και κάποια σονέτα παρελθόντων
ετών ντροπαλά ψέλλιζα σαν μάνα που πενθεί σιωπηρά.
Μπροστά στην πύλη έμεινα να εκλιπαρώ.
Ψηλά κάγκελα περιπλεγμένα με κισσούς
και γλυσίνες με εμπόδιζαν να δω προς τα μέσα.
Καστρόπορτες βαριές ερμητικά κλεισμένες
δεν με αναγνώριζαν.
Μόνη ήμουν, ήλιος καυτός με έκαιγε,
οι τρεις συκιές, που υπήρχαν έξω, τον ίσκιο τους
δεν μου παραχωρούσαν.
Ακατάδεκτες βλοσυρά με κοιτούσαν μέσα απ' τα
μάτια των νεκρών ποιητών που στους βρόγχους
των άκαμπτων κλαδιών ζυγίζονταν
έναν θάνατο απεχθή.
Ολόγυμνα είχαν κορμιά και απ' τις βαθιές
πληγές τους έσταζε υπόξινο πύον.
Έμεινα εμβρόντητη να τους θωρώ.
Άφωνη, δεν μπορούσα ούτε ένα στιχάκι τους
να απαγγείλω, εδώ μήπως τους φέρω ξανά,
ωραίους σαν τα Φαγιούμ της ταφής.
Σιχτίρισα την ένδεια των χεριών μου
και της αφής μου την ανεπάρκεια στηλίτευσα.
Δρασκελιά επιθυμούσα να ανοίξω την περιπαθούσα
κόμη τους να χαϊδέψω.
Σκέφτηκα ότι το ίδιο θα είχα τέλος κι εγώ.
Σε μια συκή θηλιά θα έδεναν οι φρουροί πονηρά
να με ποδηγετήσουν.
Τυφλή σχεδόν κι άδοξη το σκαμνάκι έσπρωξα
θαρρετά πριν από αυτούς.
Με το γάλα της συκιάς το αίμα μου έσμιξα,
ρέουσα να έχει το ποίημα μορφή.
Ένα σώμα είμαι που αιωρείται.
Ένα στόμιο είμαι κλειστό και για μάτια έχω
δυο γυάλινες μπίλιες παιδικές.
Τις ταλαντώσεις άλλων μου χρέωσαν.
Εγώ που στα ακρόνυχα των αετών γράφω ποιήματα.
Έναν θάνατο μού διάλεξαν αέναο να ζω.
Τα θαύματα στα μάτια των αγαλμάτων
μου απέτρεψαν να διακρίνω.
Μόνο λίγα ρινίσματα δόξας έχω στο αριστερό
μου πλευρό, μου φτάνουν θαρρώ την σπορά
για να αρχίσω, ρίχνοντας την πάνω στα άτριχα
στέρνα των εφήβων που στον αιώνα τους με καλούν.