Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Σομόνκα

Λησμονιά


Κίτρινα φύλλα
πλανιόνται μες τον δρόμο
μάγος άνεμος
την υδρία γεμίζω
μαραμένα σ' αγαπώ.

Άπονη καρδιά 
βουητό του ποταμού
λιγοστός ύπνος
νερό της λήθης ήπιες
αρμυρισμένο δάκρυ.

*
Ματωμένος έρωτας

Κόβει η λάμα
λαβωματιές αγάπης
κρουνός ανοιχτός
σφαλνώ πώμα υδρίας 
της γης νερό σου φέρνω.

Άπατα νερά
κολυμπούν τα δελφίνια
κόκκοι αλατιού
διψασμένη καρτερώ
πηγαδίσιο το νερό.

Χειμωνανθός

Nikki bungakou


Τα λουλούδια στο μπαλκόνι απεριποίητα. Το ωράριο εργασίας απαγορευτικό δεν της επέτρεπε να ασχοληθεί. Οι κάκτοι επέζησαν καθώς δεν απαιτούσαν πολλή φροντίδα. Ευαίσθητη, πρώτη η καμέλια ξεκίνησε να δηλώνει παραίτηση. Άρχισαν να καφετίζουν τα φυλλαράκια της και στην συνέχεια έχασε όλα τα λουλούδια.
Όταν πια ο ελεύθερος χρόνος της επέτρεψε άρχισε να δίνει μάχη για να τα επαναφέρει στην ζωή. Η καμέλια ξερή σχεδόν την λυπούσε αφάνταστα. Δεν την παράτησε, τουναντίον την πότιζε, την σκάλιζε και της έβαζε άριες να ακούει.
Με τα πολλά και τα λίγα προς μεγάλη της έκπληξη είδε να πετά καινούργια βλαστάρια. Τα λουλούδια αργούσαν να βγουν μιας και το φυτό άνθιζε τον χειμώνα. Χειμωνανθός με ροδοκόκκινα κυματιστά πέταλα.
Έτσι και έγινε. Η καμέλια στολίστηκε με πολλά άνθη. Την καμάρωνε όπως καμαρώνει η μάνα το παιδί όταν ψηλώνει. Στις παγωνιές την έφερνε μέσα σπίτι. Τα άνθη αν και άοσμα φορούσαν ένα βαρύτιμο ροδοκόκκινο πέπλο. Ο αέναος αυτός αγώνας έμοιαζε με την τέχνη του θαυματοποιού που κάνει μαγικά με τα μαντήλια του.
Βαθιές οι ρίζες
σπέρμα κρατούν στην βάση
γεννά το χώμα.

Οι θησαυροί της γιαγιάς

 Nikki bungakou


Είπε να αλλάξει την διακόσμηση. Οι κουρτίνες είχαν φθαρεί. Τα τραπεζομάντηλα, τα σεμέν, τα καρέ και τα πετσετάκια όλα ευτελούς ποιότητας. Θα έβαζε τα καλά υφάσματα απ' το προικιό της γιαγιάς που φύλαγε τυλιγμένα στα δυο ξυλόγλυπτα σεντούκια. Τα εργόχειρα της γιαγιάς άθικτα απ' τον χρόνο την περίμεναν. Κοφτές κουρτίνες με αγγελάκια, αετούς και παγώνια, σεμέν, καρέ, λινά τραπεζομάντηλα υφασμένα στον αργαλειό και πλεκτές κουβέρτες και πετσετάκια.
Της πήρε μια ολόκληρη μέρα να τα φρεσκάρει, να τα σιδερώσει, να τα κολλάρει. Τελείωσε σχεδόν ξημερώματα. Περιεργάστηκε τους άδειους σχεδόν τοίχους. Το λευκό χρώμα την συνέτριψε.
Ντύθηκε και βγήκε στην αγορά. Θα έπαιρνε πίνακες με θέμα τις θαλασσογραφίες. Διάλεξε έξι πίνακες. Αφού τους τοποθέτησε, το σπίτι έμοιαζε με ορμητήριο πειρατών. Χάρηκε και σαν μια τελευταία πινελιά έφερε μέσα το πιθάρι με τα γεράνια και τα έβαλε μπροστά στο παράθυρο. Θα καλούσε τις φίλες της που για χρόνια είχε χάσει. Αν δεν κατόρθωνε να τις βρει είχε μια άλλη λύση. Θα απευθυνόταν στους προσφιλείς της νεκρούς που επιστήθιοι ήταν φίλοι της για να τους τραπεζώσει.

Λευκό το βλέμμα
αλύγιστος ο χρόνος
νεκρά τα φιλιά.