Nikki bungakou
Είπε να αλλάξει την διακόσμηση. Οι κουρτίνες είχαν φθαρεί. Τα τραπεζομάντηλα, τα σεμέν, τα καρέ και τα πετσετάκια όλα ευτελούς ποιότητας. Θα έβαζε τα καλά υφάσματα απ' το προικιό της γιαγιάς που φύλαγε τυλιγμένα στα δυο ξυλόγλυπτα σεντούκια. Τα εργόχειρα της γιαγιάς άθικτα απ' τον χρόνο την περίμεναν. Κοφτές κουρτίνες με αγγελάκια, αετούς και παγώνια, σεμέν, καρέ, λινά τραπεζομάντηλα υφασμένα στον αργαλειό και πλεκτές κουβέρτες και πετσετάκια.
Της πήρε μια ολόκληρη μέρα να τα φρεσκάρει, να τα σιδερώσει, να τα κολλάρει. Τελείωσε σχεδόν ξημερώματα. Περιεργάστηκε τους άδειους σχεδόν τοίχους. Το λευκό χρώμα την συνέτριψε.
Ντύθηκε και βγήκε στην αγορά. Θα έπαιρνε πίνακες με θέμα τις θαλασσογραφίες. Διάλεξε έξι πίνακες. Αφού τους τοποθέτησε, το σπίτι έμοιαζε με ορμητήριο πειρατών. Χάρηκε και σαν μια τελευταία πινελιά έφερε μέσα το πιθάρι με τα γεράνια και τα έβαλε μπροστά στο παράθυρο. Θα καλούσε τις φίλες της που για χρόνια είχε χάσει. Αν δεν κατόρθωνε να τις βρει είχε μια άλλη λύση. Θα απευθυνόταν στους προσφιλείς της νεκρούς που επιστήθιοι ήταν φίλοι της για να τους τραπεζώσει.
Λευκό το βλέμμα
αλύγιστος ο χρόνος
νεκρά τα φιλιά.