Ξεφυλλίζω άναρχα της μνήμης το μισάνοιχτο βιβλίο
Ισχνή η κραυγή των αισθήσεων επισκιάζει τη θωριά σου
Την μεταλλάσσει σε δωρικό αγαλματίδιο στα σπλάχνα του Αρδηττού
Κρώξιμο πουλιού ενδημεί στο μαρτιάτικο αεράκι
Της κόμης σου συντονισμένο από τα δικά σου οράματα
Στου προσώπου σου ανατρέχω τις γραμμές
Γραμμικές αναπαραστάσεις μιας μοίρας καθηλωτικής
Βοούν στο οργισμένο σου βλέμμα - μειδίαμα φιδιού
Μοναχικά αντιστέκεσαι στο επικλινές στόμιο του βαράθρου
Σαν λατόμος που εξερευνά με σκαπάνη αργιλώδη έγκατα
Είναι ευλογία το σκιτσαρισμένο σου βλέμμα...
Ξεφυλλίζω βαρύθυμα της λήθης το μισάνοιχτο βιβλίο
Κηλίδες με διαμελισμένα άκρα διατέμνουν τις ρυτίδες σου
Ήδιστον φως δραπετεύει από του ώμου σου την θήκη
Λασπωμένα βέλη σκορπάς σε πρίσματα πολυεδρικά
Μύριοι με τρεμάμενες ασπίδες διαφυλάττουν της ψυχής σου το ίσο
Διαπερνάς ασάλευτος το άνυδρο πεδίο του αίματος
Και παραδίδεσαι εις το κέρας του ελαφιού ικέτης
Φρουροί της πατρίδας σε ακολουθούν περιμετρικά
Μια αχτίδα με καλεί με χρυσοκλωστής νήμα
Να συνθέσω τη σκεπτιστική μουσική των χειλιών σου
Έξω από φόρμες που διασπούν την ευρυθμία σου
Και την περιορίζουν ερμητικά σε κυκλώπεια τείχη Ανατολικά
Είναι ευλογία το σκιτσαρισμένο σου βλέμμα...
Ξεφυλλίζω παθητικά του έρωτα το μισάνοιχτο βιβλίο
Κιονόκρανα φλύαρα παρατεταγμένα στη τύρβη της σιωπής
Επικονιάζουν με γύρη μεθυστική ακροδάκτυλα λατρεμένα
Καλειδοσκόπια εκρηκτικών χρωμάτων επιχρωματίζουν
Την ασπρόμαυρη λιθοδομή του φρουρίου σου
Παρασημοφορείς γενναία το μικρό αλητάκι της αλέας
Που κάποτε της ζωής σου επένδυε τη πολική μοναξιά
Με βάγιες μυριστικές διαμηνύεις την ήττα σου στους ψυχρούς
Κελευστές που της πέτρας διαρρηγνύουν το κρησφύγετο
Σε υποδέχεται ο μέγας κυνηγός των όμβρων
Να σου παραδώσει ακριβά κειμήλια από τα φτερά των αετών
Δρόμους σπαρμένους του ουρανού
Λευκά και ρόδινα οπιούχα φυτά
Αιθάλη από τη κνήμη του καβαλάρη
Περήφανος και διάτρητος να διαβείς την μεγάλη πόρτα της Ιστορίας
Που εσκεμμένα εσύ παραχάραξες διασπαθίζοντας του μυδιού τη σάρκα!
Είναι ευλογία το σκιτσαρισμένο σου βλέμμα...