Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

διακοπτόμενος ήχος από βήματα ελαφιού


Στις ράγες που κύκλωσε με πάχνη η Αυγή
Η ζωή μεταλαμβάνει υπάκουα και συνομωτικά
Το ακροτελεύτιο άστρο του Ωρίωνα
Πριν δύσει φοβισμένα και κλεφτά
Στο παιδικό καθρεφτάκι της Νεφέλης
Που ξέχασε το δαντελένιο της μαντήλι
Κομποδεμένο και δακρυσμένο
Στο ρόπτρο της εξώπορτας - θερισμός πνιγηρός
Κι αποκαμωμένη έτρεξε στο δάσος
Με τις τρεμάμενες σημύδες
Μήπως και βρει ανθισμένο το εφεδρικό φύλλο της ζωής...
Δαμάζω το ατελεύτητο ανασκίρτημα μιας άφυλης σαύρας! 

Ακούγεται σε βάθη απροσπέλαστα
Ο διακοπτόμενος ήχος
Από τα βήματα του ελαφιού
Σαν καμπάνα που αναγγέλλει
Τα επίγεια πάθη Του Σωτήρα
Στο ρύγχο της ταπεινής βιολέτας
Περιεργάζομαι τη παλέτα της γεωγραφίας
Και σμίγω ερωτικά
Με το αμάλγαμα της ενδότερης σκέψης σου
Πάνω σε λευκή κλίνη νυφική
Δροσουλίτης του κάστρου
Και μαινάδα με νεραϊδένια πέπλα
Αναζητώ μια ικμάδα φωτός
Από την λόγχη της ιστορίας
Μήπως κι αλώβητη εισέλθω στο καμίνι των ρόγχων
Κοχλάζει άσβεστος ο μύθος στα βρεχάμενα της επιθανάτιας γαλέρας!



Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

το κηροπήγιο των χεριών


Στάλες κεριού έπεφταν
Στο σκαλιστό τραπέζι
Εκεί που συνήθιζες να ακουμπάς
Τα χειρόγραφα και τις κιτρινισμένες επιστολές σου
Ποτέ δεν χάλκευσες με μελάνι το λευκό επιστήλιο
Των φεγγερών ονείρων μου
Πλανιόσουν αβαρής και άμορφος
-Περίφραξη ατμώδης που τέμνει τον ύπνο
Και διαπερνά αισθαντικά τη χορδή της φλέβας -
Στο κορμί σου φύτρωσε μια συστάδα χεριών
Χέρια κεριά φλεγόμενα
Με τροχούς παλλόμενους
Δια ανατάσεως να με καταδικάζουν!

*
Το κέντημα ήταν ανεβατό με άνθη
Μη πεις πως το κέντησε η Μυρσίνη
Που έστεκε χαμογελαστή
Κι ανιγματική
Μπροστά στη μπαλκονόπορτα
Μια μέλισσα το κέντησε
Σαν είδε τα σπαρτά και τα άνθη της γης
Πυρπολημένα από πύρινους ακάνθους!

*
Ανοίγαμε λάκκους δίμετρους
Και με φτιαριές ατόφιο χρυσάφι
Τους σκεπάζαμε σταυρωτά
Εκεί μέσα θάβαμε τους βολβούς
Της πρωτινής αγάπης
Μιας αγάπης που μυστηριακά
Ένα φθινόπωρο ζήσαμε
Τώρα λάμνει ακυβέρνητη
Στους παφλασμούς του αίματος
Κουρσάροι την εσύλησαν
Μα δεν βγήκε ηττημένη...
Σπάθα αθάνατου να τρυπά οριακά
Το σύνορο της λαμπηδόνας!

*
Ξεσπορίζαμε καλαμποκιές όλη τη νύχτα
Ψάχναμε το καρπό
Που θα μας έδινε
Το πλούσιο πρωτόγαλα της Άνοιξης
Οργίλος αφρός και στάλες αλατιού
Έτριζαν στα χέρια μας
Ανηφόριζαν οι καρδιές μας
Ανήμπορες στα κίτρινα καλαμποχώραφα
Συλλέγαμε αμίλητοι και ευτυχείς
Σε πλατύστερνους αμφορείς
Δάκρυα αρχαίας σκουριάς
Και άλικο αίμα
Από τη σκοτεινή άλω της Δήμητρας!

Στον φίλο Νημερτή
http://nimertis.blogspot.gr

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ντύθηκα τη πεμπτουσία του σκότους



Πως να διανοίξω του άγριου ρόδου τη παγωμένη καρδιά;
Λύθηκαν οι κάβοι, τραυματισμένο το περιστέρι
Φυγομαχεί στο μολυβί θάμπος της σελήνης
Μετέωρα τα μάτια σου πυργώνουν ξάφνου
Στο πικρό χάδι του επέκεινα παραδομένα
Πικρός ο οιωνός
Σε συντροφεύει στης μέθης τον αργό στρόβιλο
Ανασκαλεύω το χώμα να βρω τα βήματα σου
Ξαστοχώ, τραμπαλίζομαι στον μέσα άνεμο των χαμόδεντρων
Ισορροπιστής σε λιγνό κλαράκι
Αναζητώ το δίχτυ των χεριών σου για να πιαστώ!

Πως να διαβάσω του άγριου ρόδου τη παγωμένη καρδιά;
Μάτια κλειστά κι οι χάρτες στρεβλά σημαδεμένοι
Ντύθηκα τη πεμπτουσία του σκότους την εσπέρα
Καθώς βάλθηκαν οι ώρες μου να οπισθοχωρούν
Μπροστά σε μια συστάδα από κρανία κόκκινα
Κρανία διαβατικών πουλιών που έχασαν το φτέρωμα
Πριν καλά - καλά φέρουν το μήνυμα από τη καμένη γη
Μήνυμα με παραλήπτη τη μοναξιά των ωρών
Επιστράτευσα πάλι τη ζάλη του υπερβόρειου καταρράκτη
Πικρός ο οιωνός
Κι πλάτη του πλανεμένου αμνού φεγγερή και κρύα
Ξαπλώνω στον χλοερό τάπητα του Απρίλη
Στοχεύοντας μια - μια τις ταπεινές καρδιές των εραστών
Που αποξεχάστηκαν σε κάμαρες υγρές με φτηνά κλινοσκεπάσματα!

Πως να ζεστάνω του άγριου ρόδου τη παγωμένη καρδιά;
Ξιφουλκώ τα ημιτελή χωρία των κίβδηλων ποιημάτων
Λογαριασμούς ανοίγοντας με τις λαβωμένες Εστιάδες
Ιερή φωτιά κατοικοεδρεύει στο βωμό του στέρνου σου
Άσβεστη φλόγα από τη μνήμη του πρώτου φιλιού
Παρεκκλίνω από το δριμύ ψύχος και το σκαλοπάτι σου σεμνά προσκυνώ
Προς τι να μην σε αγαπώ;
Αδιόρατος ο οιωνός και που με οδηγεί;
Σε στέπες αχανείς πλανιέμαι πληγωμένη δορκάδα
Πολιορκώ την φούστα μου και αναρροφώ τους γλυκείς σου πόρους
Σχεδίασα το νέο πατητήρι των ερώτων σε κρόταφο φιδιού
Και παγανιστικά μεταλαμβάνω διεγερτικό μούστο
Προς τι να μην σε αγαπώ;
Το φυλακτό το κράτησα σε θυρίδα σιντεφένια πλάι στο αίμα των κορυδαλλών


Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

κόκκινο σημάδι στο αναλόγιο του ουρανού



Στις λεωφόρους του ουρανού
Εκεί που αναρριγεί το άχραντο σώμα του μυστικού Θεού
Δεν υπάρχουν νυχτερινοί φανοστάτες και γρύλοι περιδίνησης
Παρά μόνο το κόκκινο σημάδι του στέρνου σου
Που αποσπάστηκε κρυφά από τα σπάργανα της Άνοιξης
- Αμαρτωλός καρπός μιας αστρικής συνουσίας -
Σημάδι του πόθου εγχάρακτο σε εξάγωνο κρύσταλλο
Του κορυδαλλού ερωτική ματόχαντρα
Ρόδα του τέθριππου σπασμένη πάνω στο ισχύο του πόνου
Καραδοκείς σθεναρά με τη παλάμη σφιγμένη
Μπροστά σε σκαλιστό καθρέφτη προγονικό
Να μολέψεις την πράσινη τριανδρία της χλόης!
Εφάμιλλος ο ορθινός πίδακας της φλέβας σου σε λάμψη
Με τη σκληρή χαρακιά της πυρκαγιάς στου πεύκου το κύμβαλο...

Στις λεωφόρους του ουρανού
Εκεί που δονείται το άχραντο περιβόλι του μυστικού Θεού
Δεν συναντάς αργοπορημένες εμπρήστριες θανάτου
Ούτε των αποδημητικών πουλιών το κελαηδισμό
Παρά μόνο τη χάλκινη προτομή της Μέδουσας
Που έρπει μειδιώντας στο ομιχλώδες υπερώο των σύννεφων
- Πετρωμένη πλώρη ενός γηραλέου σκαριού -
Υποδόριος στεναγμός σε υγρό φαράγγι αντίλαλου
Αρίζωτο δέντρο του βοερού παραδείσου που θάλλει
Νεράκι τρεχούμενο στη χαρούμενη εποχή της παραφροσύνης
Ανατέλλεις και βυθίζεσαι αργά στη σχισμή της Άρνησης
Σαν το στόμιο της φωτιάς που κατατρώει ηδονικούς βυθούς
Έτοιμος να πλοηγηθείς γογγύζοντας στην ασπόνδυλη ερημιά του θέρους
Θαμπώνεις την ανάμνηση  μου με ατμούς της αιθάλης
Και ασκητεύεις νοερά στο μέγα πλάτος των ανατενίσεων
Βωμός υπερώιος και στερνός μνηστήρας της σφαγιασμένης αγάπης....

Σου έκοψα κρίνα από την ήσυχη ροή του Ιορδάνη 
Και σαν αιματωμένος Ιησούς ψηλαφώ το παρθενικό σου σκήνωμα 
Κόκκινο σημάδι εγγίζοντας στο αναλόγιο του ουρανού!


Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

είναι ευλογία το σκιτσαρισμένο σου βλέμμα


Ξεφυλλίζω άναρχα της μνήμης το μισάνοιχτο βιβλίο
Ισχνή η κραυγή των αισθήσεων επισκιάζει τη θωριά σου
Την μεταλλάσσει σε δωρικό αγαλματίδιο στα σπλάχνα του Αρδηττού
Κρώξιμο πουλιού ενδημεί στο μαρτιάτικο αεράκι
Της κόμης σου συντονισμένο από τα δικά σου οράματα
Στου προσώπου σου ανατρέχω τις γραμμές
Γραμμικές αναπαραστάσεις μιας μοίρας καθηλωτικής
Βοούν στο οργισμένο σου βλέμμα - μειδίαμα φιδιού
Μοναχικά αντιστέκεσαι στο επικλινές στόμιο του βαράθρου
Σαν λατόμος που εξερευνά με σκαπάνη αργιλώδη έγκατα
Είναι ευλογία το σκιτσαρισμένο σου βλέμμα...

Ξεφυλλίζω βαρύθυμα της λήθης το μισάνοιχτο βιβλίο
Κηλίδες με διαμελισμένα άκρα διατέμνουν τις ρυτίδες σου
Ήδιστον φως δραπετεύει από του ώμου σου την θήκη
Λασπωμένα βέλη σκορπάς σε πρίσματα πολυεδρικά
Μύριοι με τρεμάμενες ασπίδες διαφυλάττουν της ψυχής σου το ίσο
Διαπερνάς ασάλευτος το άνυδρο πεδίο του αίματος
Και παραδίδεσαι εις το κέρας του ελαφιού ικέτης
Φρουροί της πατρίδας σε ακολουθούν περιμετρικά
Μια αχτίδα με καλεί με χρυσοκλωστής νήμα
Να συνθέσω τη σκεπτιστική μουσική των χειλιών σου
Έξω από φόρμες που διασπούν την ευρυθμία σου
Και την περιορίζουν ερμητικά σε κυκλώπεια τείχη Ανατολικά
Είναι ευλογία το σκιτσαρισμένο σου βλέμμα...

Ξεφυλλίζω παθητικά του έρωτα το μισάνοιχτο βιβλίο
Κιονόκρανα φλύαρα παρατεταγμένα στη τύρβη της σιωπής
Επικονιάζουν με γύρη μεθυστική ακροδάκτυλα λατρεμένα
Καλειδοσκόπια εκρηκτικών χρωμάτων επιχρωματίζουν
Την ασπρόμαυρη λιθοδομή του φρουρίου σου
Παρασημοφορείς γενναία το μικρό αλητάκι της αλέας
Που κάποτε της ζωής σου επένδυε τη πολική μοναξιά
Με βάγιες μυριστικές διαμηνύεις την ήττα σου στους ψυχρούς
Κελευστές που της πέτρας διαρρηγνύουν το κρησφύγετο
Σε υποδέχεται ο μέγας κυνηγός των όμβρων
Να σου παραδώσει ακριβά κειμήλια από τα φτερά των αετών
Δρόμους σπαρμένους του ουρανού
Λευκά και ρόδινα οπιούχα φυτά
Αιθάλη από τη κνήμη του καβαλάρη
Περήφανος και διάτρητος να διαβείς την μεγάλη πόρτα της Ιστορίας
Που εσκεμμένα εσύ παραχάραξες διασπαθίζοντας του μυδιού τη σάρκα!
Είναι ευλογία το σκιτσαρισμένο σου βλέμμα...