Πήρε τα καινούρια της ρούχα, τα έκοψε
σε ευθύγραμμες λωρίδες.
Δεν χρειάστηκε τον ξύλινο παλιό χάρακα
το μυαλό της κινούνταν σε ευθείες γραμμές.
Ο λόγος σαφής.
Το υπαγόρευσε η γιαγιά της
που με τα κουρέλια έφτιαχνε περίφημα
στρωσίδια, κι ήθελε μια στρώση πάνω στη
ζωή της.
Δεν λυπήθηκε ούτε το κόκκινο φουστάνι
του παρελθόντος Απρίλη.
Γέμισε ο οίκος της με φιδίσιες λωρίδες.
Δεν είχε όμως βελόνες πλεξίματος
τόσες μετακομίσεις χάθηκαν.
Και τώρα;
Τα δάχτυλά της, ναι!
Τα κοίταξε, πικρό χαμόγελο,
αν τα απόκοπτε ίσως να δημιουργούσε
το εργόχειρο της άρνησης.
Άρνηση, προαποφασισμένη πορεία νοσταλγίας.
Ήταν πλέον σίγουρη θα ύφαινε
το στρωσίδι της καρδιάς
Βλέπεις ήθελε μια στρώση πάνω στη ζωή της….
Στους πόλους το κρύο είναι δυσβάστακτο
κι όταν τα χέρια σου είναι κομμένα
δεν μπορείς να χουχουλίσεις
την πίκρα σου