Στους κόσμους που ζεις
μια στρατιά αγγέλων σε φρουρεί.
Δεν είναι οι καλοκάγαθοι άγγελοι
που ξέρουμε με τα άσπρα χαμηλωμένα
φτερά και τα χνουδάτα πούπουλα
που εδώ κάτω φτάνουν και άγγελμα
φέρνουν θεϊκό.
Οι δικοί σου άγγελοι
προτεταμένα έχουν τα ξίφη
και σε πυκνές γραμμές στοιχίζονται.
Φοβάμαι...
Κενό δεν βρίσκω να περάσω
Φυσίγγια δεν κρατώ για να
τους αντιμετωπίζω.
Στρατούς δεν διαθέτω στην μάχη
να ριχτώ.
Γιατί τους όπλισες;
Γιατί αδιαπέραστα τείχη έστησες;
Πώς να σε φτάσω;
Αστράφτουν τα ξίφη.
Τυφλώνομαι...
Μένω να σε κοιτάζω μέσα από
από μικρές οπές που με κεφαλάκι
καρφίτσας μοιάζουν.
Λιγοστό το φως και τα περιθώρια.
Πες μου πώς να διαβάσω το βλέμμα σου,
πώς να πλησιάσω του χεριού σου τη ζεστασιά;
Χάνομαι...
Οι καρφίτσες πολλές πληγώνουν
τον τρυφερό λαιμό της αγάπης.
Τσιμπάνε το σώμα μου, αίμα τρέχει
κι επίδεσμο δεν βρίσκω.
Ένας λάκκος από αίμα γύρω μου.
Πνίγομαι.
Να κολυμπώ δεν ξέρω.
Λείπει η άνωση.
Τα πόδια μου βαριά, δεν υπακούουν.
Μπερδεύομαι...
Σε μια λίμνη αίματος βυθίζομαι.
Καράβι που το σκέπασε ο ωκεανός.
Πώς να βγω στην επιφάνεια;
Ξεφουσκωμένο το σωσίβιο δεν
με βοηθά.
Σπασμένη η σανίδα δεν επικουρεί.
Ναυαγός του έρωτα γίνομαι.
Εσύ ο σωτήρας μου.
Εσύ ο κρίκος που με δένει με την ζωή.
Εσύ ο στρατός μου που θα εξολοθρεύσει
τα ουράνια τάγματα.
Οπισθοχωρώ...
Χέρι άπλωσε κι έλα πριν μέσα στην
αιμάτινη λίμνη πνιγώ.
Δίπλα μου ένα βατραχάκι κοάζει.
Δίπλα μου μια καλαμιά θροΐζει.
Δίπλα μου ένα νούφαρο ανθίζει.
Όλα γύρω σε ζητούν.
Όλα γύρω σε ονομάζουν.
Πολλές οι καρφίτσες εξακολουθούν
να με απειλούν και να με καταδικάζουν
σε έναν αργό θάνατο.
Σε σέ προστρέχω...
μια στρατιά αγγέλων σε φρουρεί.
Δεν είναι οι καλοκάγαθοι άγγελοι
που ξέρουμε με τα άσπρα χαμηλωμένα
φτερά και τα χνουδάτα πούπουλα
που εδώ κάτω φτάνουν και άγγελμα
φέρνουν θεϊκό.
Οι δικοί σου άγγελοι
προτεταμένα έχουν τα ξίφη
και σε πυκνές γραμμές στοιχίζονται.
Φοβάμαι...
Κενό δεν βρίσκω να περάσω
Φυσίγγια δεν κρατώ για να
τους αντιμετωπίζω.
Στρατούς δεν διαθέτω στην μάχη
να ριχτώ.
Γιατί τους όπλισες;
Γιατί αδιαπέραστα τείχη έστησες;
Πώς να σε φτάσω;
Αστράφτουν τα ξίφη.
Τυφλώνομαι...
Μένω να σε κοιτάζω μέσα από
από μικρές οπές που με κεφαλάκι
καρφίτσας μοιάζουν.
Λιγοστό το φως και τα περιθώρια.
Πες μου πώς να διαβάσω το βλέμμα σου,
πώς να πλησιάσω του χεριού σου τη ζεστασιά;
Χάνομαι...
Οι καρφίτσες πολλές πληγώνουν
τον τρυφερό λαιμό της αγάπης.
Τσιμπάνε το σώμα μου, αίμα τρέχει
κι επίδεσμο δεν βρίσκω.
Ένας λάκκος από αίμα γύρω μου.
Πνίγομαι.
Να κολυμπώ δεν ξέρω.
Λείπει η άνωση.
Τα πόδια μου βαριά, δεν υπακούουν.
Μπερδεύομαι...
Σε μια λίμνη αίματος βυθίζομαι.
Καράβι που το σκέπασε ο ωκεανός.
Πώς να βγω στην επιφάνεια;
Ξεφουσκωμένο το σωσίβιο δεν
με βοηθά.
Σπασμένη η σανίδα δεν επικουρεί.
Ναυαγός του έρωτα γίνομαι.
Εσύ ο σωτήρας μου.
Εσύ ο κρίκος που με δένει με την ζωή.
Εσύ ο στρατός μου που θα εξολοθρεύσει
τα ουράνια τάγματα.
Οπισθοχωρώ...
Χέρι άπλωσε κι έλα πριν μέσα στην
αιμάτινη λίμνη πνιγώ.
Δίπλα μου ένα βατραχάκι κοάζει.
Δίπλα μου μια καλαμιά θροΐζει.
Δίπλα μου ένα νούφαρο ανθίζει.
Όλα γύρω σε ζητούν.
Όλα γύρω σε ονομάζουν.
Πολλές οι καρφίτσες εξακολουθούν
να με απειλούν και να με καταδικάζουν
σε έναν αργό θάνατο.
Σε σέ προστρέχω...